“Ερμηνεύοντας το φαινόμενο του φασισμού ο φανατικός αντιφασίστας Αντρέ Μαλρώ διαπίστωνε: «…ένας απαισιόδοξος άνθρωπος της δράσης είναι ή θα γίνει φασίστας». Κι οι άνθρωποι εκείνης της δοκιμασμένης γενιάς, που δεν είχαν κανένα λόγο να αισιοδοξούν για τα άθλια αύριο που τους περίμεναν απάντησαν με οργανωμένη και ασταμάτητη πολιτική δράση. Είχε γεννηθεί ο φασισμός. Οργισμένος, βίαιος και ρωμαλέος.”
Αν εκτός από τέχνη, η κινηματογραφία αποτελεί κι ένα είδος κοινωνικού βαρόμετρου που αποτυπώνει πραγματικά κοινωνικά δρώμενα, φαινόμενα κι επιφαινόμενα, τότε είναι ιδιόμορφα παράδοξο το γεγονός πως ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος στην ξακουστή «χαρωπή» δεκαετία του 1920 (την οποία ο διεθνής ιουδαϊσμός αποκαλεί αυτάρεσκα «τα χρυσά είκοσι») παρήγαγε μιαν ιδιάζουσα σειρά ταινιών τρόμου και φρίκης : «Νοσφεράτου, μια συμφωνία της φρίκης», με τον ομώνυμο εξπρεσιονιστικό βρικόλακα (1921 / σκηνοθεσία Φρήντριχ Μουρνάου, παραγωγή Άλμπιν Γκράου και διανομή Πράνα Φιλμ) – « Το εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι » (1920 / σκηνοθεσία Ρόμπερτ Βίνε, παραγωγή Έριχ Πόμμερ και διανομή Ντέκλα Μπιοσκόπ) με τον δαιμονικό κι απάνθρωπο Γερμανό ψυχίατρο που κατευθύνει έναν κτηνώδη φονιά – «Ανισόρροποι (Φρικιά) : η παρέλαση των τεράτων» (1932 / σκηνοθεσία και παραγωγή Τοντ Μπράουνινγκ, διανομή από την σιωνιστική Μέτρο-Γκόλντγουϊν Μάγερ) η συρραφή εικόνων από εκ γενετής ασθενείς, ζωντανά εκθέματα «μουσείων» και «ατραξιόν» τσίρκων που χρίσθηκαν «πρωταγωνιστές» – Ο «κύκλος» του δόκτορα Μαμπούζε : «Δόκτωρ Μαμπούζε, ο παίκτης» (1922), «Η διαθήκη του δόκτορος Μαμπούζε» (1933) , σκηνοθεσία του σπουδαίου Φριτς Λανγκ, παραγωγή Έριχ Πόμμερ και Σέϋμουρ Νέμπεντσαλ) – Οι ταινίες του Φρανκενστάϊν (1931 η ομώνυμη ταινία, 1935 η ταινία «Η νύφη του Φρανκενστάϊν», 1939 η ταινία «Ο γιός του Φρανκενστάϊν» που έκαναν διάσημο ως τέρας τον Μπόρις Καρλόφ) – Το ευμέγεθες φάσμα φυσικών ή αφύσικων τεράτων (διεστραμμένοι εγκληματίες, βρικόλακες και …φαντάσματα) από τον «Καμπούρη της παναγίας των Παρισίων» και το «Φάντασμα της όπερας» του Λον Τσάνεϋ έως τον «Δράκουλα» Μπέλα Λουγκόζι και τον φρικιαστικό …αρχετυπικό Ιουδαίο Πέτερ Λόρε ως σαδιστή δολοφόνο παιδιών στο «M. Μια πόλη αναζητεί έναν δολοφόνο – ο βρικόλακας του Ντύσσελντορφ» του Λανγκ.
Όλες αυτές οι ταινίες ανέδειξαν την πραγματική βαθύτερη ψυχολογική κατάσταση, τις βαθύτερες ψυχικές ζυμώσεις των Ευρωπαϊκών κοινωνιών, πέρα από την ασυνείδητη χαρά, την φρενήρη διασκέδαση, την έκλυση των ηθών και το καταναλωτικό παραλήρημα που είχαν ξεσπάσει ανεξέλεγκτα για πρώτη φορά μετά τον Α’ Μεγάλο Πόλεμο (και την πρώτη νίκη του Διεθνούς Σιωνισμού).
Πρώτος ο πασίγνωστος (παθιασμένος «αντιναζί» και σύζυγος Ιουδαίας) πολυμαθής Γερμανός ψυχίατρος και φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς – που η σκέψη του επέδρασε έντονα στην σύγχρονη θεολογία, ψυχιατρική και φιλοσοφία) με το βιβλίο του «Η προέλευση κι ο σκοπός της ιστορίας» (1949), έθεσε το δάκτυλο στον «τύπο των ήλων» καταδεικνύοντας ότι το φρικώδες δράμα του Α’ Μεγάλου Πολέμου δεν είχε ξεπεραστεί πραγματικά μετά την λήξη του, όταν έγραφε: «Μεταπολεμικά ένα λυκόφως έπεσε πάνω σ’ όλους τους πολιτισμούς. Παρουσιάστηκε μια νέα επιδίωξη της ανθρωπότητας, καθώς όλοι οι άνθρωποι επέστρεφαν στα σταυροδρόμια όλων των πόλεων, για να συγχωνευτούν, να εξαφανιστούν ή να ξαναγεννηθούν. Δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρη επιδίωξη, αλλά είχε γίνει παντού αποδεκτή ως πιθανότητα. Προσμένοντας, ζούσαμε όλοι σ’ έναν τρομακτικό φόβο ή μια παραιτημένη μοιρολατρία»
Τα εκατομμύρια των κομματιασμένων νεκρών στο Βερντέν και στον Μάρνη, οι άνδρες που θάφτηκαν ζωντανοί στα άθλια χαρακώματά τους, εκείνοι που θερίστηκαν στις ηλίθιες μάταιες επιθέσεις με την ξιφολόγχη εναντίον οχυρωμένων φωλεών πολυβόλων, σχημάτισαν το υπέρμετρα τρομερό όραμα εκείνης της γενιάς και των επιγόνων της. Τα ασυνήθιστα και παραμορφωμένα ανθρώπινα κινηματογραφικά τέρατα, όντα φρικτά κι αφύσικα που αναπαρήχθηκαν αποτυπωμένα στο κινηματογραφικό φιλμ, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αφαιρετική εξαΰλωση της υποβόσκουσας φρίκης και της αρρωστημένης πνευματικής λειτουργίας της εποχής, μια προβολή της εμπειρίας από την επαφή με την απόλυτη φρίκη των μαζικών σφαγείων.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ πιο ραγδαία στην ανατολική Ευρώπη: Οι μπολσεβίκοι εξαπέλυσαν ένα επιπλέον επαναστατικό ανθρωποκτόνο πανδαιμόνιο, πλημμυρίζοντας στο αίμα την Ρωσσία και την Ουγγαρία όταν κυριάρχησαν (στην δεύτερη φευγαλέα), ενώ τα «σοβιέτ» των απομάχων στρατιωτών και ναυτών εγκατέστησαν μια προσωρινή κομμουνιστική κυβέρνηση στην Βαυαρία, πριν εξοντωθούν ανηλεώς από τους απόμαχους βετεράνους των «Ελευθέρων Σωμάτων». Η μεταπολεμική οικονομική κρίση κλιμακώθηκε με κορύφωση το «μεγάλο Κραχ» : τεράστιες ουρές εξαθλιωμένων ανέργων παρατάσσονταν καθημερινά για να επιβιώσουν θρεφόμενοι με λειψά ανθρωπιστικά συσσίτια ή έσκαβαν στα σκουπίδια για φαγώσιμα υπολείμματα. Τρομακτικά σκέλεθρα με φρικτά πρόσωπα, πιο φοβεροί από τα φαντάσματα των ταινιών τρόμου, ξεφύτρωσαν ολόγυρα στις πόλεις της Ευρώπης.
Σ’ όλα τα ευρωπαϊκά έθνη προκλήθηκαν συνακόλουθοι γιγάντιοι πολιτικοί σπασμοί, ακόμη και σ’ εκείνα που είχαν παραμείνει αμέτοχα στην ανθρωποβόρα σύγκρουση. Οι όλο και περισσότεροι πειναλέοι άνεργοι, πολλοί απ’ αυτούς ανάπηροι πολέμου, βυθίζονταν στην ανέχεια, στην απόγνωση και στον εκφυλισμό βλέποντας γύρω τους ασθενικά παιδιά να πεθαίνουν από φυματίωση, γυναίκες κι έφηβους να παραδίνονται στην σεξουαλική διαχείριση της όποιας διαστροφής των πλουσίων. Θρονιασμένα πάνω στο υπόβαθρο αυτής της δύσοσμης παραλυτικής κοινωνιοπάθειας, κάποια πλουτοκρατικά παράσιτα ζούσαν ανέμελα μέσα στην χλιδή, αναζητώντας ποικίλες διεξόδους στην χορτάτη ανία τους.
Και τότε συνέβη το απρόσμενο θαύμα : σιγά – σιγά τα φαντάσματα σκόρπισαν, εξαφανίστηκαν. Η ίδια εκείνη γενιά που στάθηκε ολομόναχη απέναντι στο μεγάλο τίποτα, η γενιά των χαρακωμάτων, αποφάσισε ν’ αντιδράσει με τον άμεσο τρόπο που είχε διδαχτεί στο πεδίο μάχης : με την δράση. Ερμηνεύοντας το φαινόμενο του φασισμού ο φανατικός αντιφασίστας Αντρέ Μαλρώ είχε δίκιο όταν διαπίστωνε: «…ένας απαισιόδοξος άνθρωπος της δράσης είναι ή θα γίνει φασίστας». Κι οι άνθρωποι εκείνης της δοκιμασμένης γενιάς, που δεν είχαν κανένα λόγο να αισιοδοξούν για τα άθλια αύριο που τους περίμεναν, ξεπέρασαν την διάψευση των ελπίδων, την πικρή απογοήτευσή τους και τις συμφορές που τους επιβλήθηκαν, απαντώντας με οργανωμένη και ασταμάτητη πολιτική δράση. Είχε γεννηθεί ο φασισμός. Οργισμένος, βίαιος και ρωμαλέος.
Οι εξπρεσιονιστικοί και νατουραλιστικοί βρικόλακες, οι σαδιστές δολοφόνοι και διεστραμμένοι επιστήμονες, τα μισάνθρωπα φαντάσματα έσβησαν. Όπως συνέβη και στην πραγματική κοινωνία με τα αμφίφυλα θεάματα και θύματα των έκφυλων καμπαρέ, τους παραλυμένους θαμώνες τους, τις συφιλιδικές πόρνες και τους στοχαστικούς εστέτ κίναιδους. Ο αναδυόμενος κινηματογράφος κατέγραφε κι απέδιδε τις πανίσχυρες ορμητικές δυνάμεις της φύσης, την λατρεία του έρωτα και της δράσης, την ζωή και την χαρά της υγείας, την εθελοντική στράτευση, την τιμή και την πίστη στις πατρίδες και στις σημαίες, το πνεύμα της αυτοθυσίας και τον ηρωισμό….
Μετά το 1945, με την ήττα των Δυνάμεων της Παράδοσης, τα κινηματογραφικά τέρατα επανήλθαν «δριμύτερα» και για αρκετά χρόνια υπήρξαν βελτιωμένες ή μεταλλαγμένες «επανεκδόσεις» των προγόνων τους της μεσοπολεμικής περιόδου. Είχαν σα νέο βελτιωμένο επένδυμά τους τις εκάστοτε νεότερες τεχνολογικές κι επιστημονικές ανακαλύψεις και παρουσιαζόντουσαν στις ταινίες φτιασιδωμένα με νέα τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Γνώρισαν μια δεύτερη περίοδο κυρίαρχης παρουσίας στην 7η τέχνη και πέρασαν σε δεύτερη μοίρα αφότου στην δεκαετία του 70 εμφανίστηκαν σε αμέτρητες παραλλαγές οι Εμμανουέλες, οι εξωγήινοι, οι ανατολικές πολεμικές τέχνες και τα εύπεπτα …τραβολτικά μιούζικαλ.
Στην συστηματική προσπάθειά μας να ιχνηλατήσουμε την ανάδυση των ιδεών που πυροδότησαν ρηξικέλευθα την παγκόσμια ιστορία από το τέλος του Α’ Μεγάλου Πολέμου μέχρι την ρίψη της ατομικής βόμβας στην Χιροσίμα, οφείλουμε να καταγράψουμε με μεθοδικό και πολυσυλλεκτικό τρόπο την λησμονημένη λάμψη τους, την λάμψη ενός νέου πολιτισμού που χάθηκε στα σπάργανά του, ανάμεσα στα ερείπια της Ευρώπης και στα μνήματα των τυχερών ή στα κελιά των άτυχων κηρύκων του.
Αυτός ο πολιτισμός υπήρξε σφριγηλός, γεμάτος ζωντάνια κι ενεργητικότητα. Φορείς του ήσαν εκατομμύρια γενναίων που καταδικάστηκαν στην ατίμωση ή την λησμονιά και πομποί του σπουδαίοι πνευματικοί γίγαντες. Γι αυτό και στις ημέρες μας, 66 χρόνια μετά την ισοπέδωση του Βερολίνου από τις σοβιετικές ορδές με την χαρωπή συνενοχή των αστών της Δύσης, σ’ ολόκληρη την Ήπειρό μας υπάρχουν νέοι Ευρωπαίοι που τον θαυμάζουν, τον πιστεύουν και τον υπερασπίζονται, μαχόμενοι από τις Πατρίδες τους για την Ευρώπη των Πατρίδων, ενάντια στον παγκοσμιοποιημένο χυλό της οικουμενικής πλουτοκρατίας και στους προαγωγούς του. Γι αυτό υπάρχουν οι αμετανόητοι απολογητές και λάτρεις των μεγάλων στοχαστών και καλλιτεχνών που εξέφρασαν στην αναζήτηση και στο έργο τους το Πνεύμα της Αληθινής Ευρώπης. Της Ευρώπης των Λαών της Λευκής Φυλής, των Σημαιών και των Σημαιοφόρων, της Πίστης, του Αγώνα και της Ελευθερίας.
Αυτό το Πνεύμα της Αληθινής Ευρώπης, της δικής μας Ευρώπης των Εθνικισμών, σχηματοποιήθηκε μέσα από μια πολύχρονη διαδικασία επίμοχθης ωρίμανσης και σφραγίστηκε από μιαν υπέρβαση των περιορισμών του ασφυκτικού ορθολογισμού του μασονικού διαφωτισμού. Στα τέλη του 18ου αιώνα η τάξη των ευγενών επρόκειτο να καταρρεύσει σε συντρίμμια. Πορευόταν ακολουθώντας μια τροχιά ενός προεξαγγελμένου θανάτου. Ο Μεσαίωνας και η πρώτη φάση της Αναγέννησης είχαν χαραχθεί ανεξίτηλα από την κυριαρχία και την υπεροχή των πολεμικών αριστοκρατιών. Η θεία δύναμη, αντιπροσωπευόμενη από τον κλήρο, ήταν στενότατα συνδεδεμένη με την επίγεια δύναμη, αντιπροσωπευόμενη από την αριστοκρατία. Η Αναγέννηση και ο επακόλουθός της ανθρωπισμός εξήγγειλαν την οριστική ρήξη μεταξύ των δύο αυτών θεμελιωδών κοινωνικών δυνάμεων και άνοιξαν τον δρόμο για την γαλλική επανάσταση, οπότε η εξουσία καταλήφθηκε από την «Τρίτη Τάξη» δηλαδή από τους αστούς. Η ιστορική πτώση των βαθύτατα εκφυλισμένων και διεφθαρμένων αριστοκρατιών ξεκίνησε με την εκθρόνιση του Λουδοβίκου του 16ου και την δαιμονική περίοδο της γαλλικής επανάστασης.
Αυτό το κοσμοϊστορικό συμβάν δεν είχε μόνον έναν ιδιαίτερο πολιτικό ή κοινωνικό χαρακτήρα, ούτε βέβαια υπήρξε ένας απότομος κι αιφνίδιος ιστορικός αυτοματισμός, αλλά ακολούθησε ως έμπρακτη εξωτερίκευση μετά μια μακρά περίοδο ιδεολογικής ωρίμανσης. Η γαλλική επανάσταση κυοφορήθηκε στην μήτρα του καρτεσιανού ορθολογισμού και γαλουχήθηκε από τα άμεσα παράγωγά του, τον γιακωβίνικο εθνικισμό και την φιλελεύθερη δημοκρατία. Η αναφορά στον ορθολογισμό μας ανάγει αυτόματα στην απόλυτη κυριαρχία της λογικής, κι αυτή υποδηλώνει εν τέλει την απόλυτη αποκήρυξη και άρνηση οποιουδήποτε πράγματος δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί από την λογική.
«Τέλος τα ένστικτα, τέλος σε οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από ταξινομήσιμα και μετρητά μεγέθη. Συνεπώς, τέλος σε οτιδήποτε υπήρξε ομοούσιο με την ίδια την ιστορία της Ευρώπης, απόρριψη των παραδόσεων κι εξαφάνιση κάθε στοιχείου που υφίσταται ως ανώτερό του ανθρώπου και τον υποβάλλει».
Αυτό ήταν το θεμέλιο πλέγμα των ιδεολικοπολιτικών αιτημάτων και των συνθημάτων που κυοφορήθηκε υπογείως μέσα στις αίθουσες των ευρωπαϊκών ανακτόρων και στα «σαλόνια» της εποχής, σχηματίζοντας την φερόμενη ως «Δημοκρατία των Γραμμάτων» (Respublica literaria). Αποτέλεσμα αυτής της διανοητικής «δημοκρατίας» των «σαλονάτων» (salonnières) «φιλοσόφων» υπήρξε η επαναστατική έκρηξη του 1789.
Ενάντια σ’ αυτό το ιδεολογικοπολιτικό πλέγμα οι εθνικισμοί κι ο επαναστατικός φασισμός εξαπέλυσαν την παθιασμένη τους άρνηση. Στην κοσμοθεώρησή τους ο άνθρωπος θεωρείται ως κάτι περισσότερο από ένα απλό εξελιγμένο πρωτεύον θηλαστικό μ’ εξελιγμένο εγκέφαλο κι η ζωή κάτι πολύ περισσότερο από την αναζήτηση της καλοζωίας και της διαρκούς ηδονιστικής ευτυχίας.
Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι οι Εθνικιστές επαναστάτες στράφηκαν ενάντια στον φιλελευθερισμό και την αστική δημοκρατία και τους πολιτικούς σχηματισμούς τους, οι οποίοι και αποτελούν τα απαίσια εκφυλιστικά τους παράγωγα (κομματοκρατία, γραφειοκρατία, θραύση της εθνικής ενότητας, ταξικός ανταγωνισμός) εγείροντας την απόλυτη ιδεολογική τους αντίθεση. Αναγνωρίζοντας στον φιλοσοφικό ορθολογισμό την πηγή προέλευσης της σάπιας αστικής δημοκρατίας και του πλουτοκρατικού φιλελευθερισμού, η εθνικιστική επαναστατική σκέψη επιδόθηκε κλιμακωτά στην απόρριψή του ορθολογισμού, στην συστηματική κριτική και την αποδόμησή του, επιτυγχάνοντας τελικά την υπέρβασή του.
Γ. Λ.
“Η έννοια του « Μύθου» βρίσκει το πληρέστερο νόημά της στην κορύφωση της μάχης ενάντια στον ψυχρό και αφαιρετικό ορθολογισμό. Σύμφωνα με τον θεωρητικό του επαναστατικού συνδικαλισμού Ζωρζ Σορέλ ο Μύθος διαθέτει μια σπουδαία ιδιαιτερότητα : «είναι μια άλογη πίστη η οποία προξενεί ενθουσιασμό και είναι αναμφισβήτητη». Ακριβώς αυτό το υπερλογικό, εξωλογικό, όσο κι ενθουσιώδες δομικό στοιχείο του Μύθου, είναι που διαποτίζει την πολιτική τροχιά όλων των εθνικιστικών επαναστατικών κινημάτων”
Τα πρώτα πολιτιστικά και πολιτικά κινήματα τα οποία συσχετίζονται με τον ιταλικό φασισμό εξέφρασαν εξ αρχής μιαν επικριτική τοποθέτηση, έντονα επικεντρωμένη κατά της φιλοσοφικής κυριαρχίας του ορθολογισμού. Το ίδιο το πολιτικό μανιφέστο των φουτουριστών εμπεριέχει την κεντρική ιδέα αυτής της κριτικής, με την δήλωσή τους : «το ένστικτο πρέπει ν’ αντικαταστήσει την λογική». Όμως σ’ εκείνη την περίοδο, το προφασιστικό κίνημα των φουτουριστών δεν είχε αποκτήσει ακόμη την πλήρη ιδεολογική ή αισθητική του απαρτίωση κι εξέφραζε μιαν έμμονη λατρεία, ακόμη κι απέναντι στα πλέον αδιάφορα ή ενοχλητικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου τους «μοντέρνου» κόσμου (είναι διάσημο ένα ποίημα του Φίλιπο Τομάζο Μαρινέττι αφιερωμένο σε μια ατμομηχανή, ενώ υπάρχουν πολυάριθμες ευλαβείς αναφορές τους στην τεχνολογία).
Ο φουτουρισμός έδρασε ως μια ιδιάζουσα υπέρβαση του ορθολογισμού, εκδηλώνοντας μια μοναδική προτίμηση σ’ έναν ιδιότυπο τεχνολογικό ανορθολογισμό και ταυτόχρονα υμνώντας μιαν ατημέλητη και ηρωική ζωή. Ο ίδιος ο Μαρινέττι όταν του ζητήθηκε να ορίσει τον φουτουρισμό, τον περιέγραψε ως ένα άθροισμα εθνικισμού και αναρχίας, ενώ οι φουτουριστές δεν δίστασαν να υιοθετήσουν ακραίες μηδενιστικές θέσεις. Την ίδια περίοδο στην Γαλλία, ο Ντρυ λα Ροσέλ, ένας νεαρός Γάλλος διανοούμενος, ο οποίος τραυματίστηκε σχεδόν θανάσιμα τρεις φορές στον Α’ Μεγάλο Πόλεμο, σφραγισμένος ανεξάλειπτα από την φρίκη του σφαγείου στο Βερντέν, υιοθέτησε παρόμοιες ανορθολογικές πεποιθήσεις. Η εμπλοκή του με τους σουρεαλιστές και με το κίνημα του ντανταϊσμού αναδεικνύει την πνευματική αγωνία του, τον εσωτερικό του αγώνα να αποδράσει από τις ασφυκτικές συντεταγμένες του ορθολογισμού. Σ’ αυτήν την φάση της πνευματικής του πορείας ο μεγάλος διανοούμενος δεν ορίζει προς πιά κατεύθυνση κινείται αυτή του η «απόδραση» και για ποιόν ευρύτερο σκοπό προτίθεται να λειτουργήσει.
Τόσο στην περίπτωση των φουτουριστών, όσο και στην περίπτωση του Ντρυ λα Ροσέλ και πολλών άλλων, αυτήν την περίοδο το μοναδικό επαρκές άλλοθι για την αίσθηση της ιδεολογικής τους κενότητας υπήρξε ο μηδενισμός. Αργότερα, εγκαταλείποντας το αρχικό τους ιδεολογικό τραύλισμα θα συμμετάσχουν στον σχηματισμό του Πνεύματος της Άλλης Ευρώπης και ξεπερνώντας δραστικά τον μηδενισμό θα συνδεθούν άρρηκτα και θα ταυτιστούν με τον φασισμό.
Σιγά – σιγά όλοι οι Εθνικιστές κι επαναστάτες διανοούμενοι θ’ αντιληφθούν πως η ανθρώπινη ύπαρξη κυριαρχείται πολύ περισσότερο από βαθειά ριζωμένες ενστικτώδεις δυνάμεις παρά από την λογική. Η ψυχανάλυση, που μόλις έχει σχηματοποιηθεί σε συστηματική πράξη, φθάνει σε ανάλογα συμπεράσματα, αν και ιδωμένα από μια κατατονική, χλιαρή και διαλυτική οπτική. Η θεμελιώδης διαφορά που υφίσταται μεταξύ των ψυχαναλυτικών σχολών και του Πνεύματος της Άλλης Ευρώπης που προσεγγίζουμε, έγκειται στο ότι οι πρώτες περιορίζονται στην δήλωση ύπαρξης δυνάμεων που λειτουργούν σε εξωλογικό υποσυνείδητο επίπεδο και στην αναλυτική τους εξέταση. Αντίθετα, η φασιστική θεώρηση αναδεικνύει και κηρύττει δυνάμεις τέτοιου χαρακτήρα, δυνάμεις οι οποίες συναγωνίζονται με την θέληση για την δημιουργία και την μορφοποίηση αξιών και όρων ζωής, που αποσκοπούν να εξευγενίσουν τον άνθρωπο, ολοκληρώνοντας τον μέσω της διοχέτευσης του βαθύτερου ζωικού είναι σε μιαν ανώτερη συνείδηση.
Ο Διδάσκαλος Έβολα σχολιάζοντας από την φασιστική οπτική την ψυχανάλυση, την ορίζει ως ένα ρεύμα νέο – πνευματισμού που αντανακλά τα κατώτερα ένστικτα του σύγχρονου ανθρώπου και κατατρίβεται μ’ αυτά, σε αντίθεση με τον φασισμό ο οποίος είναι «η επικύρωση της διπλής φύσης του προσώπου : ανθρώπινης και πνευματικής».
Η έννοια του « Μύθου» βρίσκει το πληρέστερο νόημά της στην κορύφωση της μάχης ενάντια στον ψυχρό και αφαιρετικό ορθολογισμό. Σύμφωνα με τον θεωρητικό του επαναστατικού συνδικαλισμού Ζωρζ Σορέλ ο Μύθος διαθέτει μια σπουδαία ιδιαιτερότητα : «είναι μια άλογη πίστη η οποία προξενεί ενθουσιασμό και είναι αναμφισβήτητη». Ακριβώς αυτό το υπερλογικό, εξωλογικό, όσο κι ενθουσιώδες δομικό στοιχείο του Μύθου, διαποτίζει όλη την φασιστική λογοτεχνία, όπως και την πολιτική τροχιά όλων των εθνικιστικών επαναστατικών κινημάτων : Ο ιταλικός φασισμός αναβίβασε στην κατηγορία του Μύθου το μυστικό περιεχόμενο της ρωμαϊκότητας. Ο γαλλικός φασισμός μετέπλασε τα τραγικά συμβάντα της μεγάλης αιματηρής σύγκρουσης των μαχητών του ενάντια στις γιγάντιες δυνάμεις καταστολής στις 14 Φεβρουαρίου 1934 και τους δολοφονημένους εθνικιστές, ορθώνοντας ως σύμβολο υπεριστορικής και μυθικής διάστασης την αυτοθυσία του αίματος των πιστών. Οι Μύθοι του Αίματος, της Πατρίδας και της Εθνικής Ενότητας έγιναν οι ιδεολογικοί πυλώνες της «Νέας Ευρώπης» του Μεσοπολέμου.
Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ του Μύθου και της ουτοπίας έγκειται στην δυνατότητα πραγματοποίησης κι εκπλήρωσης του πρώτου. Είναι δε ιδιαίτερα αξιοπερίεργο το γεγονός ότι, οι ριζωμένες στον ορθολογισμό ιδεολογίες αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες ουτοπίες. Έτσι, για παράδειγμα ο μαρξισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακραίος ορθολογισμός, ο οποίος μέσα στην αιτιοκρατική λογική του προβάλλει την ουτοπία μιας αταξικής κοινωνίας, ενός επίγειου προλεταριακού παραδείσου ανυπόστατης κι εξαναγκαστικής ισότητας.
Η ανεπάρκεια του στείρου ορθολογισμού προβλήθηκε ολοφάνερα στις θέσεις των Εθνικιστικών επαναστατικών ιδεολογιών, οι οποίες απέδειξαν ότι μπορούν να οικοδομούνται πραγματικότητες στηριγμένες στα βαθιά θεμέλια των Μύθων. Ο Μύθος παράγοντας ανυπέρβλητους ενθουσιασμούς κι ενθουσιώδεις αγωνιστές γεννά πολιτικές πραγματικότητες. Αντίθετα ο καρτεσιανός, ο θετικιστικός και ο διαλεκτικός ορθολογισμός καταλήγουν σε ουτοπίες, καθώς αγνοούν ή υποτιμούν τις δυνάμεις του ενστίκτου και του πνεύματος.
Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός μυθοποιεί τους ίδιους τους ήρωές του. Ο χαρισματικός συγγραφέας Χανς Γιόστ, ο μεγαλύτερος λογοτέχνης της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, έγραψε την βιογραφία του Άλμπερτ Λέο Σλάγκετερ, του εκτελεσμένου από τα γαλλικά κατοχικά στρατεύματα αγωνιστή, αποδίδοντας με εξαιρετική μαεστρία την υπεράνθρωπη διάσταση του χαρακτήρα του, διάσταση που ταύτισε τον γενναίο πολεμιστή με το νιτσεϊκό αρχέτυπο του ήρωα. Ανάλογη υπήρξε η μετουσίωση της προσωπικότητας του δολοφονημένου από τους μπολσεβίκους αξέχαστου ταγματεφοδίτη Χόρστ Βέσσελ, που απετέλεσε το ηρωικό πρότυπο της Χιτλερικής Νεολαίας και δοξάστηκε από τον Δόκτορα Γκαίμπελς.
Αξίζει να επισημανθεί πως η περιβόητη φράση «όταν ακούω την λέξη κουλτούρα τραβάω το περίστροφό μου» (και οι ποικίλες παραλλαγές της) που αποδίδεται εσφαλμένα στον Χέρμαν Γκαίρινγκ, λέχθηκε από το στόμα ενός από τα πρόσωπα του «Σλάγκετερ», είναι δηλαδή φράση του Γιόστ. Μέσα στο γενικό αξιακό και συμβολικό περιεχόμενο του συνολικού έργου, η φράση αυτή σφραγίζει, ως αναγκαία κορύφωσή του, την καταδίκη του ορθολογικού πολιτισμού και της στρουθοκαμηλικής αναζήτησής του που αρνείται φοβικά να μιλήσει για το πλέον οριακό γεγονός της ανθρώπινης ζωής τον πόλεμο, την μάχη και τον θάνατο.
Κι άλλοι συγγραφείς καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα, ενώ πιθανότατα ο Λουί Φερντινάν Σελίν είναι εκείνος που φθάνει σε κάποιες πλέον ακραίες αισθητικές θέσεις. Γιά να προσεγγιστεί η ουσία του δικού του συνολικού έργου, είναι αναγκαίο να αναζητηθεί μεθοδικά το απόλυτο και υπερλογικό του στοιχείο. Κάθε μία από τις νουβέλες του μας δείχνει κάποιες προσωπικότητες που βρίσκονται ολότελα έξω από κάθε φορμαλισμό. Τα όνειρα, οι αιφνίδιες και αντιδογματικές ψευδαισθήσεις, αφορούν σχεδόν πάγια χαρακτηριστικά των γραπτών του, τα οποία είναι μεν συνήθη στους περισσότερους λογοτέχνες αυτού του ιδεολογικού χώρου, αλλά στον Σελίν βρήκαν τον πλέον προσοντούχο αντιπρόσωπό τους.
Ο Μπούτρος, ο πρωταγωνιστής ήρωας του βιβλίου του Ντρυ λα Ροσέλ «Μιά γυναίκα στο παράθυρό της», παρά το ότι είναι ένας Έλληνας κομμουνιστής, υιοθετεί τυπικές, χαρακτηριστικές νιτσεϊκές θέσεις. Ο ίδιος ο σφοδρός έρωτάς του, προς την ηρωίδα του έργου Μαργκώ γεννιέται ολότελα απρόσμενα, κράμα περηφάνιας κι εξωλογικού ενστίκτου. Ο Σεμμελβάϊς, ο πρωταγωνιστής του ομώνυμου έργου του Σελίν, αν και προχωρεί μ’ εμπειρική, λογική και συστηματική μορφή την επιστημονική έρευνά του γιά την οστρακιά, δεν αποφεύγει την τελική βύθισή του σ’ ένα απερίσκεπτο κι ενστικτώδες χαοτικό σύμπαν.
Το ίδιο συμβαίνει με τον σπουδαίο Γερμανοαυστριακό συγγραφέα του φανταστικού Γκούσταφ Μέϋρινκ (ψευδώνυμο του Γκούσταφ Μάγιερ) που εκπόνησε με εμβρίθεια στο άρτιο εργαστήρι του μυαλού του δυό ξεχωριστές νουβέλες «Το γκόλεμ» και το «Πράσινο πρόσωπο», στις οποίες αποκαλύπτονται φανταστικά, ανύπαρκτα όντα και δρούν στον φυσικό κόσμο, μάλιστα δε συγκρουόμενα με το πεπρωμένο τους. Το «γκόλεμ», τρομερό φονικό τέρας δημιουργημένο από την καμπαλιστική μαγεία του ραβίνου της Πράγας στρέφεται τελικά ενάντια στον δημιουργό του. Η νουβέλα που εκτυλίσσεται σ’ έναν ονειρικό κόσμο, σε μιαν «ονειρόχωρα», κατορθώνει να δημιουργήσει μια ζοφερή ψυχαναγκαστική ατμόσφαιρα ανήσυχων προαισθημάτων κι ενοχλητικών αισθητικών συνθέσεων.
Οι Γάλλοι Εθνικιστές συγγραφείς έπρεπε να δομήσουν την λογοτεχνική τους παραγωγή προσπαθώντας να υπερβούν δύο εμπόδια που στην αρχή φάνηκαν ανυπέρβλητα : αφ’ ενός τον παραδοσιακό καρτεσιανισμό της γαλλικής σκέψης, από τον οποίον ο τιτάνιος Μπρασιγιάκ δεν μπόρεσε ν’ απεκδυθεί μέχρι το τελευταίο του έργο, τα «Ποιήματα της Φρεν» (γραμμένα στην ομώνυμη φυλακή). Αφ’ ετέρου, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο γαλλικός Επαναστατικός Εθνικισμός ήταν κατά πολύ επηρεασμένος από τον Σαρλ Μωράς, τον διανοούμενο αρχηγό της «Γαλλικής Δράσης» (Action Francaise) που εφήρμοζε μια λατρεία νεοκλασικιστικού χαρακτήρα προς την λογική. Ίσως αυτά τα στοιχεία να αποτελούν ταυτόχρονα και την αιτία για την ελλειμματική προθυμία υπέρβασης που επέδειξαν οι Γάλλοι Εθνικιστές, από την εποχή του ρομαντικού Σατωμπριάν έως τους στρατευμένους Σελίν, Λα Ροσέλ και Μπρασιγιάκ, οι οποίοι αναπληρωτικά και αντισταθμιστικά υιοθέτησαν περισσότερο ακραίες αντιορθολογικές τοποθετήσεις.
Όπως και νάχει, δεν χωρεί ούτε η μικρότερη αμφιβολία πως αν όλοι οι Ιταλοί Εθνικιστές συγγραφείς της υπό εξέταση περιόδου, (καθώς κι οι Βρετανοί, Γάλλοι και κυρίως Γερμανοί ομοϊδεάτες τους), δεν είχαν βρει στον φασισμό την διέξοδο της αναζήτησής τους, θα κατέληγαν σ ένα μηδενισμό νέο-αναρχικού τύπου. Ο αντιφασίστας μελετητής του φασισμού Άλασταιρ Χάμιλτον στο διάσημο βιβλίο του « Η γοητεία του φασισμού – Μια μελέτη των διανοουμένων και του φασισμού 1919-1945», αναφέρει χαρακτηριστικά πως όλοι αυτοί οι στοχαστές βρήκαν στην φασιστική πνευματικότητα την λυτρωτική τους «ψευδαίσθηση».Πράγματι, μπορεί κάποιος ν’ ανιχνεύσει τεκμαρτά αυτόν τον σπερματικό μηδενισμό αναρχικού χαρακτήρα στα πρώιμα κείμενα των φουτουριστών, στα μανιφέστα των πρώτων Γάλλων φασιστών, καθώς και στην χαραυγή του ισπανικού φασισμού. Μήπως τα αρχικά κείμενα του Χιμένεθ Καμπαλλέρο και οι πρώτες ενότητες από το βιβλίο «Η κατάκτηση του κράτους» του Ραμίρο Λεντέσμα Ράμος δεν είναι ολοφάνερα συμβατά κι αφομοιώσιμα στο μανιφέστο και στα παράγωγα των φουτουριστών;
Χθες και σήμερα η ιδέα της «υπέρβασης του μηδενισμού» κυριαρχεί στην σκέψη των στρατευμένων επαναστατών Εθνικιστών. Τίποτε που απαρτίζει τον σύγχρονο κόσμο δεν αξίζει να διασωθεί. Ο Ντρυ Λα Ροσέλ γράφει στον «Νέο Ευρωπαίο» : «…Όλες οι αξίες με τις οποίες ζήσαμε εξαφανίζονται…» και συνεχίζει προχωρώντας πιο επιθετικά : «….Καταβάλλω προσπάθεια να τις προσεγγίσω, αγγίζοντάς τες με το δάκτυλο των τόσο φρικτών και τόσο κυριαρχικών χαρακτήρων της εποχής μου, ως ήδη εξουθενωμένος άνθρωπος, αδύναμος να ξεφύγει από την μοιρολατρία που αυτοί διατυπώνουν».
Αυτή η δήλωση του Γάλλου στοχαστή αποδίδει την μύχια ψυχική ενέργεια του φασισμού, απηχεί την ακριβή κατεύθυνση της εθνικιστικής σκέψης για μιαν «Εξέγερση Ενάντια στον Σύγχρονο Κόσμο» (όπως ακριβώς συντάχθηκε ο τίτλος του σπουδαίου ομώνυμου έργου του Έβολα), που απηχεί την απόφαση καθολικής ανατροπής αυτού του κόσμου και την καταστροφή του. Δίχως να ξεπέσουμε στον ευτελή και ζωώδη μηδενισμό των «αγανακτισμένων» αναρχικών. Η απαισιόδοξη και συνάμα ανυποχώρητη κριτική μας πρέπει να συνδυαστεί μ’ έναν παθιασμένο εθελοντικό ακτιβισμό, που μπορεί να μετατρέψει τον απογοητευμένο περιθωριακό σε ηρωικό στρατιώτη.
Ακριβώς όπως υπέδειξε αυτή η αξιολάτρευτη γενιά των μεταπολεμικά καταραμένων στοχαστών. Όπως εκείνη την μαγική στιγμή, όταν η πρώτη μεσοπολεμική γενιά έστρεψε τα μάτια της στην χιλιόχρονη εθνική παράδοση, στις αρχέγονες φυλετικές ρίζες κι ανακάλυψε κάποιες αμετάβλητες αιώνιες αξίες, αποφασίζοντας να τις συνταιριάξει με τα επιτεύγματα του 20ου αιώνα σε πρωτόγνωρη τολμηρή δράση. Αυτή ήταν η γενιά που ξεπέρασε τον μηδενισμό και έφθασε στον φασισμό.
Αν υπάρχει κάτι στο συνολικό ιστορικό πολιτικό φάσμα, ολότελα απομακρυσμένο και αποξενωμένο από το αστικό και συντηρητικό πνεύμα (αυτό που διαποτίζει αρνητικά και απαξιωτικά τις αστικές «δεξιές»), αυτό το κάτι είναι ο φασισμός και η θέλησή του για πλανητική αλλαγή. Μάλιστα ορισμένοι στοχαστές αποδίδουν εν μέρει την αποτυχία του φασισμού στο γεγονός ότι κάποιες τάσεις του υπερεκτίμησαν τα συντεχνιακά πολιτιστικά του χαρακτηριστικά σε σχέση με τα ηθικά ανάλογα χαρακτηριστικά του, εκτονώνοντας έτσι την διαπρύσια ιδεολογική του ορμή σε ηπιότερες μεριστικές αναζητήσεις.
Έτσι προέκυψε και η οψιμότερη σοσιαλιστική τάση του, εκείνη της φασιστικής «κοινωνικής δημοκρατία»ς, η οποία σε συγκεκριμένες πολιτικές πτυχές της και κρίσιμες ιστορικές στιγμές δεν αξίωσε επαρκώς την υπεροχή της πολιτιστικής ή ηθικής πρωτοκαθεδρίας στο φασιστικό εποικοδόμημα, αλλά εγκολπώθηκε τις προτεραιότητες εξισωτικού χαρακτήρα των συστατικών πολιτειακών παραμέτρων.
Παραμένει ολοφάνερο και αυτονόητο ότι όταν ένας φασίστας τοποθετείται μιλώντας σ’ έναν αστό με την «παραδοχή» : «εμείς περιφρονούμε, σιχαινόμαστε και μισούμε την άνετη ζωή», είναι πιθανότατο πως ο αστός θα τον κοιτάξει με πηγαία κι ανυπόκριτη έκπληξη, εμβρόντητος ! Είναι ακριβώς η ίδια αντίδραση όπως εκείνη που επέδειξαν οι διανοούμενοι του Μπούργκος, καθώς δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν και να κατανοήσουν την θρυλική φράση του Μιλάν Αστράϋ «Ζήτω ο θάνατος!». Αυτή η κραυγή απέχει πολύ από την ανόητη και ρηχή ερμηνευτική συνεκδοχή των αστών και των μαρξιστών που προσπάθησαν να την αποκωδικοποιήσουν. Δεν είναι καθόλου νοσηρή ή ασυνείδητη, και λέχθηκε απολύτως συνειδητά από τον Εθνικιστή Ισπανό πολεμιστή, έμφορτη με το μεγαλειώδες ηθικό νόημά της : «Ζήτω ο θάνατος», αντίθετα σ’ εκείνους που λένε «ζήτω η άνεση κι η πολυτέλεια». «Ζήτω ο θάνατος», γιατί τελικά η ζωή του ανθρώπου είναι μια πρόκληση, μια συνεχής μάχη με τον θάνατο. «Ζήτω ο θάνατος», γιατί ο φασισμός εμπνευσμένος από την αξέχαστη ευρωπαϊκή παράδοση, δεν λησμόνησε ποτέ τον ηθικό πυρήνα που καθόρισε την ιστορική παρουσία της Σπάρτης, ως κατ’ εξοχήν Πολιτείας του Λευκού Ανθρώπου : Μόνον η περιφρόνηση του θανάτου χαρίζει Ελευθερία ! Είναι αυτή η ίδια διαχρονική επιταγή που σφράγισε στην νεότερη ιστορία την ελληνική Εθνεγερσία με το επαναστατικό σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» το οποίο συνήγειρε τον Λαό μας.
Αξίζει να επισημανθεί και να τονισθεί η στάση απέναντι στον θάνατο εκ μέρους των ανδρών που έφεραν το Πνεύμα της Αληθινής Ευρώπης, ιδωμένη μέσα στις γραμμές των «Σημειωματαρίων» του Ανρύ ντε Μοντερλάν : «… η ύστατη πράξη με την οποία ένας άνδρας μπορεί να δείξει πως κυριαρχεί στην ζωή και ότι δεν κυριαρχήθηκε …..οι δυό πιο ωραίες μορφές για ν’ αφήσεις αυτόν τον κόσμο, είναι να πεθάνεις ή να σκοτώσεις….όχι η ανεύθυνη κι απερίσκεπτη αυτοκτονία, αλλά η στοχαστική , εκφραστική αυτοκτονία». Είναι πρόδηλα λογικό ότι απέναντι σε τέτοιες αριστοκρατικές και παράλογες θεωρήσεις, ένας εκπρόσωπος της «Τρίτης Τάξης» (αστοί) ή της «Τέταρτης Τάξης» («προλετάριοι») σκέπτεται άμεσα ότι αποτελούν φιλοπαίγμονα παραληρήματα ή υφολογικές επιδείξεις. Ο Γιουκίο Μισίμα και ο Ντρυ Λα Ροσέλ σκέφθηκαν αντίθετα και το έγραψαν με το αίμα τους….
«Υπό πνευματική έννοια, υφίσταται πράγματι κάτι δραστικό το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως προσανατολισμός των δυνάμεών μας της αντίστασης και της ανύψωσης: Αυτό είναι το πνεύμα της λεγεώνας, είναι η στάση εκείνου που γνωρίζει να επιλέγει τον σκληρότατο δρόμο, εκείνου που γνωρίζει να μάχεται αν και συνειδητοποιεί ότι η μάχη έχει χαθεί υλικά, εκείνου που γνωρίζει να ξαναζωντανεύει και να επιβεβαιώνει τα λόγια του παλαιού θρύλου «η πίστη είναι δυνατότερη από την φωτιά» – Ιούλιος Έβολα : «Προσανατολισμοί» – 3ο Κεφάλαιο.
Πριν καν υπάρξει πολιτικό δόγμα στον ιστορικό φασισμό, αυτός είχε ήδη αποδείξει πως πυρπολεί τις νεανικές καρδιές. Ολοφάνερα, η δράση είχε προηγηθεί της θεωρίας.Μάλιστα δεν είναι καθόλου σπάνια η διαπίστωση πως σε πάμπολλους Επαναστατικούς Εθνικισμούς, σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του πλανήτη, υφίσταται μια ιδιάζουσα επιφύλαξη, εχθρότητα και περιφρόνηση προς τις εξωπραγματικές κι αφηρημένες ιδεολογικές προσεγγίσεις, καθώς και μια απόλυτη απόρριψη του διανοουμενισμού και του ακαδημαϊσμού στην σκέψη.
Θα μπορούσε να ειπωθεί με ακρίβεια ότι, αυτή η μεγαλόπνοη αν και ιστορικά βραχύβια πολιτική τάση κλήθηκε να συγχρονίσει την επαναστατική πρακτική με την θεωρητική ανάπτυξη, ενώ τις περισσότερες φορές η πρακτική προηγήθηκε της θεωρίας. Σημαντικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δυναμικής συνύπαρξης δράσης – θεωρίας αποτελούν οι νεαροί Ισπανοί εκδότες της «Κατάκτησης του Κράτους», εντύπου σε κάθε τεύχος του οποίου παρατηρείται μια όλο και ευρύτερη και ακριβέστερη θεωρητική προσέγγιση. Όμως από το πρώτο ήδη τεύχος οι πωλητές του έπρεπε να το διακινούν στους δρόμους βαλλόμενοι πολλές φορές από πυρά ενόπλων εχθρών.
Η εικόνα του νεαρού στρατευμένου φασίστα απέχει πολύ από εκείνη του ρηχού διανοούμενου που καταπονείται από ασύνδετες σκέψεις και αναρωτιέται περιστασιακά για την πιθανότητα του ενδεχομένου σφάλματος. Στον φασισμό οι ασάφειες κι οι αφαιρετικές λογικές γενικεύσεις των αστών φιλελευθεροδημοκρατών, αντικαταστάθηκαν από την μύχια πεποίθηση πως οι πηγαίες εμπνεύσεις είναι πάντοτε αληθινές. Ακόμη περισσότερο, όλα τα πρόσωπα που χαρακτηρίστηκαν ως «φασίστες διανοούμενοι» πόρω απέχουν από το cliché του κλασικού «διανοούμενου». Ο Ερνστ Γιούνγκερ πέρασε μακρό διάστημα στο μέτωπο και παρασημοφορήθηκε με το ύπατο παράσημο ανδρείας «Pour le mérite», ο Μαρινέττι και ο Ντ’ Αννούντσιο πολέμησαν στα χαρακώματα, είχαν δηλαδή ανάλογες πολεμικές εμπειρίες με τον Μουσσολίνι και τον Χίτλερ. Ο Ντρυ Λα Ροσέλ και ο Σελίν στρατεύθηκαν το 1914 και έκτοτε πάντα διακήρυτταν ότι πολέμησαν στην πρώτη γραμμή από πεποίθηση κι όχι από υποχρέωση.
H «Μάχη του Βερολίνου» του Γιόζεφ Γκαίμπελς, δηλαδή ενός κορυφαίου κλασσικού Εθνικοσοσιαλιστή διανοούμενου, συσχετίζει συνθετικά τις επώδυνες και αγωνιώδεις άμεσες εμπειρίες που βίωσε στην πάλη για την κατάκτηση του Βερολίνου από τους μαχητές του νέου ιδεώδους. Όμως το όραμα του πολιτικού καθοδηγητή και «αντιδιανοούμενου» ιδεολόγου, εκφράζεται από τον απόλυτο στοχαστή Γκαίμπελς στο έργο του «Μίκαελ, ένα γερμανικό πεπρωμένο», όπου συνθέτει τα χαρακτηριστικά τα οποία συνιστούν το αρχέτυπο του νέου τύπου ανθρώπου του Εθνικοσοσιαλισμού : τον άνθρωπο με συνείδηση της Λαϊκής Κοινότητας, ολοκληρωτικά στραμμένο στην δράση, στην οποία βρίσκει την δικαίωση της ύπαρξής του και νόημα στην ζωή. Ο Εθνικοσοσιαλιστής μαχητής ταγμένος στον αγώνα υπέρ της Λαϊκής Κοινότητας, αποτελεί το παράδειγμα για την αφύπνιση των ναρκωμένων κι εξαπατημένων μαζών. Η ίδια η ζωή του Γιόζεφ Γκαίμπελς και η διαρκής στράτευσή του στην Ιδέα μέχρι το τέλος στο Βερολίνο, αποτελούν ένα εξαίρετο δείγμα του όρου «Εθνικοσοσιαλιστής Μαχητής».
Ο μάρτυρας του ισπανικού Εθνικισμού και αρχηγός της Φάλαγγας, Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα έγραψε με απλότητα και σαφήνεια πως η σκέψη αποκομμένη από την δράση είναι «καθάριος βαρβαρισμός». Από την τοποθέτηση αυτήν, την οποία ο παράφορος μαχητής προέταξε ως αξίωμα, πρέπει να θυμόμαστε ότι όταν εκδηλώνεται η πνευματική δραστηριότητα των Εθνικιστών δεν ξεπέφτει ποτέ σ’ έναν επιπόλαιο ευτελή διανοουμενίστικο αυτάρεσκο λόγο, αλλά είναι έκφανση ενός «ζωντανού δόγματος», όπως ξεκάθαρα περιέγραψε ο Μουσσολίνι στο «Δόγμα του Φασισμού».
Φυσικά η δράση από μόνη της δεν επαρκεί μακροπρόθεσμα. Είναι πάνω απ’ όλα μια εντύπωση του παρόντος, που δεν μπορεί να εκταθεί επί μακρό χρόνο. Αποστολή της ιδεολογίας είναι να συστηματοποιήσει τις εμπνεύσεις, να συντονίσει τις ιδέες με τα διαθέσιμα μέσα, να σχηματοποιήσει τους αντικειμενικούς σκοπούς της πάλης. Την στιγμή κατά την οποία ο Πολιτικός Στρατιώτης μεταμορφώνει την αρχική του αεικίνητη ανησυχία σε πολιτική σκέψη, τότε προσεγγίζει τον ιδεώδη «τύπο του φασίστα» τον οποίο μας προσέφερε ο Ντρυ Λα Ροσέλ στον συμβολισμό του «Ιππέα» του : «……Οι άνθρωποι της δράσης ποτέ δεν είναι πιο σημαντικοί από την στιγμή που γίνονται επαρκείς στην σκέψη, κι οι άνθρωποι της σκέψης δεν αξίζουν περισσότερο από την αιτία της εμβρυικής σκέψης που προξενούν στους ανθρώπους της δράσης». Απαιτεί πράγματι διαρκή συνειδητή προσπάθεια η ανεύρεση της αληθινής ισορροπίας μεταξύ αυτών των δύο πόλων. Ο Τζοβάνι Τζεντίλε, ο επίσημος ιδεολόγος του φασιστικού καθεστώτος έγραψε σ’ ένα από τα άρθρα του κάτι ανάλογο : «Στον φασισμό η σκέψη κι η δράση συμφωνούν απόλυτα. Ουδεμία αξία αποδίδεται στην σκέψη όταν αυτή δεν έχει μεταφερθεί ή εκφραστεί στην δράση. Αυτό το στοιχείο ερμηνεύει την αντιδιανοουμενίστικη αντιπαράθεση, δηλαδή ένα από τα αγαπημένα αντικείμενα των φασιστών….ο διανοουμενισμός είναι σκέψη χωριστά από την δράση, επιστήμη χωριστά από την ζωή, εγκέφαλος χωριστά από το σώμα, θεωρία χωριστά από την πράξη».
Συντονισμένοι στον ίδιο πνευματικό τόνο πορεύθηκαν κι «οι άνθρωποι του Αρχηγού», οι Ρουμάνοι λεγεωνάριοι της «Σιδηράς Φρουράς», οι οποίοι αγνοώντας πιθανότατα την ίδια γνώμη άλλων παρόμοιων κινημάτων των άλλων χωρών, έγραφαν στο κείμενό τους για τους «Θεμελιώδεις κανόνες της Φρουράς» : «Μίλα λίγο, αποδίδοντας ότι χρειάζεται αναγκαστικά, όταν χρειάζεται αναγκαστικά. Το επιχείρημά σου να έχει δεδομένα. Δράσε αφήνοντας τους άλλους να μιλούν για τον εαυτό τους. Περπάτα μόνο στο δρόμο της τιμής. Πολέμα, ποτέ δεν θα επιφορτιστείς όνειδος». Σ’ ένα άλλο από τα θεμελιώδη κείμενα της Φρουράς, το «Βιβλίο του Αρχηγού» διαβάζουμε επίσης για το κριτήριο περί του πρακτέου : « Ο λεγεωνάριος δεν λογομαχεί με κανένα. Περιφρονεί τους άθλιους πολιτικούς κι ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να τον σύρει σε συζήτηση μαζί τους… Αγάπησε τον θάνατο, γιατί το αίμα σου θα βοηθήσει στην δημιουργία της λεγεωναριακής Ρουμανίας».
Όλες οι προαναφερόμενες γνώμες είναι στοιχειωδώς επαρκείς ώστε να μας προσφέρουν μια στοιχειώδη περιγραφική αντίληψη σχετικά με την άποψη που ενέχει η εθνικιστική, εθνικοσοσιαλιστική και φασιστική κοσμοθεώρηση για την σκέψη και την δράση. Η δράση έχει μεν προτεραιότητα σε σχέση με την σκέψη, αλλά τελικά διατηρεί την ιδιαίτερη σημαντικότητά της, επειδή αποτελεί το επιστέγασμα μιας αντιορθολογιστικής, ενστικτώδους κι αυτόματα αντιληπτής σκέψης.
Ο αείμνηστος Διδάσκαλος Έβολα σε μια σωρεία έργων του προσέγγισε από την σκοπιά της Παράδοσης την ουσιώδη πνευματική διαφορά μεταξύ της «Ανατολής» και της «Δύσης»: Η δεύτερη αξιώνει την δράση ως κορυφαία αξία, σαφώς σπουδαιότερη σε σύγκριση με τον διαλογισμό, ενώ ακριβώς την αντίθετη προτεραιότητα αποδέχεται η πρώτη. Προφανώς ο Επαναστατικός Εθνικισμός ως πεμπτουσία της ευρωπαϊκής – δυτικής Παράδοσης δεν επρόκειτο να αναψηλαφήσει και να επαναξιώσει την δυτική οπτική για την «πρωτεύουσα» δράση. Απλώς την εμπλούτισε με ευρύτερο βεληνεκές και της προσέθεσε λεπτότερες πνευματικές αποχρώσεις, διεισδύοντας στην μελέτη και ανατολικών πηγών και τρόπων, όπως το γιόγκα.
Τίποτε δεν υπερβαίνει αξιολογικά την δράση. Ο Ζιλ, ο ήρωας του ομώνυμου κορυφαίου έργου του Ντρυ Λα Ροσέλ (1939), απολαμβάνει να καταρρακώνει τους «ακαδημαϊκούς φωστήρες» της εποχής, χλευάζει την απίστευτα ενοχλητική τους συνήθεια να μιλάνε ασταμάτητα δίχως καμία ουσία και καταλήγει : «Τι είναι οι λέξεις σε σύγκριση με τις αισθήσεις;» Στον Σελίν αυτή η απόρριψη του «συνήθους» ακαδημαϊκού κατεστημένου και της «διανόησης» είναι πιο ακραία : Δυο κεντρικοί χαρακτήρες στις νουβέλες του, ο Σεμμελβάϊς και ο Ντεστούς (το πραγματικό επώνυμο του Σελίν) είναι γιατροί, κανείς τους όμως δεν διατηρεί καμιάν απόλυτη πίστη στις πειραματικές μεθόδους, ενώ αμφότεροι προτιμούν και τιμούν την ενστικτώδη και ποιητική γνώση και αντίληψη.
Το ανθρώπινο δράμα που αποδίδεται με το έργο του Σελίν βασίζεται σ’ εκείνα τα κεντρικά πρόσωπα – ήρωες, τα οποία είναι αιχμάλωτοι μιας ελεεινής κοινωνίας που απορρίπτει καθετί έξω από την στείρα και μηχανιστική λογική. Ο Μπρασιγιάκ μοιράζεται ταυτόσημες απόψεις με τον Σελίν, στο εξαιρετικό του «Γράμμα σ’ έναν στρατιώτη της κλάσης του ‘60», όπου γράφει :«Οι ιδέες δεν γεννήθηκαν σε μένα από τίποτε περισσότερο παρά από την επαφή με τις επίγειες πραγματικότητες, όλες σχετίζονται άμεσα μ’ ότι έχω αισθανθεί κι έχω ζήσει».
Αντίθετα με πολυάριθμους διάσημους και «διάσημους» αντιφασίστες συγγραφείς, πιστεύουμε ανυποχώρητα πως η «προτεραιότητα στην δράση» δεν αποτελεί για κανένα λόγο αιτία μιας υποτιθέμενης ιδεολογικής ανεπάρκειας των εθνικισμών, του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Η ιδεολογία συνέχισε να συμπληρώνεται και κυριολεκτικά έλαμψε μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Βέβαια ο Χοσέ Αντόνιο του 1931 δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος όταν μιλάει ως επικεφαλής της μαζικής και δυναμικής Φάλαγγας στο θέατρο Κομέδια της Μαδρίτης, μ’ εκείνον που πριν λίγα χρόνια κήρυττε μπροστά σε κλιμακωτά αυξανόμενα ακροατήρια μαθητών και σπουδαστών σε νοικιασμένες κινηματογραφικές αίθουσες. Ο Μουσσολίνι της δεκαετίας του ’20 δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον «Ντούτσε» της τελευταίας δημόσιας ομιλίας στο «Λυρικό Θέατρο» του Μιλάνου. Όπως ακριβώς υπό αυστηρά πνευματική έννοια τα προφασιστικά, ντανταϊστικά και σουρεαλιστικά ενδιαφέροντα του Ντρυ Λα Ροσέλ, αποτελούν προϊόντα μιας άλλης διανοητικής τροχιάς από εκείνη του «Ιππέα», του «Ζιλ» ή του «Νέου Ευρωπαίου». Σ’ όλα τους όμως υφίσταται αδιάκοπη μια ανοδική και συμπαγής εξελικτική τροχιά που εκπτύσσεται. Δεν αποτελούν στοχαστικά χάσματα ή χαρακτηριστικά νοητικής ασυνέχειας.
Σε κάθε ιστορική στιγμή αυτές οι αναζητήσεις δεν έπαψαν να επιδιώκουν και να προσεγγίζουν την συμπυκνωμένη ουσία, την βαθύτερη έννοια των «αιωνίων αξιών» στις οποίες αναφερόταν συχνά ο Χοσέ Αντόνιο και τις οποίες αφομοίωσε έμπρακτα ενσωματώνοντάς τις στην σκέψη του το σύνολο των δημιουργών της Αληθινής Ευρώπης. Αυτή η ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις διαδηλώσεις και στις μάχες του πεζοδρομίου, στα οδοφράγματα, στα χαρακώματα, υπό τις βροντές των πυροβόλων ή απλά ξεπήδησε ως παράγωγο του εσωτερικού τους αγώνα για αυτοϋπέρβαση των κατώτερων ζωωδών ανθρώπινων χαρακτηριστικών που περικλείονται εγγενώς στην ύπαρξη.
Η αίσθηση της ενεργούς μαχητικής δραστηριότητας του φασισμού μας οδηγεί να εξετάσουμε εμβριθέστερα άλλα τρία χαρακτηριστικά του, τα οποία αλληλοσυναρτώνται ισχυρά : η λατρεία της νιότης, η αίσθηση της βίας και η αποδοχή μιας καταφατικής «δραστικής αντίληψης» της ιστορίας που θέλει τον άνθρωπο δημιουργό – γεννήτορά κι όχι αντικείμενο της ιστορικής διαδικασίας. Αυτή η αντίληψη εγκολπώνει στο φασιστικό δρώμενο και φαινόμενο την «θεωρία της ελίτ», για την οποία «η ελίτ», οι « πρότιμοι μεταξύ των ομοίων» της Λαϊκής Κοινότητας καθοδηγούν την ιστορική εξέλιξη. Η συστηματική αναζήτησή μας προς αυτήν την θεωρητική κατεύθυνση, μας οδηγεί επίσης να εξετάσουμε το έργο του Βιλφρέντο Παρέτο και των αντικομφορμιστών στοχαστών της γαλλικής «Νέας Τάξης» του Μεσοπολέμου.
Κατά την αναδίφηση του σαγηνευτικού πλέγματος ιδεών της Αληθινής Ευρώπης οφείλουμε επίσης να ψηλαφήσουμε μιαν ακόμη πτυχή τους : την δυναμική σχέση του διπόλου φασισμός – μιλιταρισμός (με τον στρατό νοούμενο ως πραγματικό συστατικό στοιχείο των ανθρωπίνων κοινωνιών, την στρατοκρατία ως δυνητική του χρηστική διοχέτευση της εξουσίας και την στρατολατρεία με τον στρατό νοούμενο ως ιδέα και πίστη). Το μιλιταριστικό στοιχείο είναι παρόν στα έργα πολλών στοχαστών του φασισμού, αν και όχι πάντοτε στις ίδιες αναλογίες ή με την ίδια οπτική : Ο Σελίν στο «Τροφή των πυροβόλων» (1949), εγκύπτει στην απερίσκεπτη κι ασυλλόγιστη μορφή των στρατιωτικών κοινωνιών, φθάνοντας σε καταγγελία και ειρωνική περιφρόνησή τους. Η κριτική του εστιάζεται στο γεγονός ότι ο μεσαιωνικός δυτικοευρωπαίος στρατιώτης / «σολδάτος» (soldat-soldier-soldato) υπήρξε ένας μισθοφόρος που μαχόταν με αμοιβή το μίσθιο – «σόλδιο». Ακόμη επισημαίνει ότι η εξωτερικοί τύποι της πειθαρχίας μετέτρεψαν τελικά την στρατιωτική ζωή σε καθαρή ρουτίνα. Πιθανόν ο πολύς Σελίν δεν διατηρούσε καλές αναμνήσεις από την περίοδο της θητείας του (όπως άλλωστε και πολυάριθμοι σύγχρονοί μας νέοι άνθρωποι αναθυμούνται με μικρή ή μεγάλη αντιπάθεια αυτήν την φάση της ζωής τους). Ο Σελίν προσεγγίζει ωμά το ζήτημα με τον απροσχημάτιστο υποκειμενισμό του, αναδεικνύοντας τα ελαττώματα στο στράτευμα της εποχής του. Αντίθετα ο Μοντερλάν, ο Έβολα, ο Ντρυ Λα Ροσέλ και γενικά οι Γερμανοί στοχαστές, εξασκούν μια μετριοπαθέστερη κριτική. Ο Γιούνγκερ αηδιασμένος με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του (και εν μέρει απογοητευμένος ακόμη και με την έλευση της εθνικοσοσιαλιστικής περιόδου), βρήκε την ψυχολογική του λύτρωση επανερχόμενος στις τάξεις της Βέρμαχτ.
Στο περιεχόμενο του εβολιανού έργου η στρατιωτική εμπειρία δεν καθορίζεται με πραγματιστικούς όρους, αλλά εξετάζεται στην εσωτερική και κοσμοθρησκευτική της διάσταση, αντίθετα από την πρακτική διάσταση που της απέδιδαν οι Μαρινέττι και Ντ’ Αννούντσιο, ως οργάνου ολοκλήρωσης της αυτοκρατορικής Ιταλίας. Για παράδειγμα ο Έβολα παρατηρεί πως οι στρατιωτικές κοινωνίες είναι «οι μόνες που διατηρούν μιαν αντιστοιχία προς εκείνη την δύναμη που μπορεί να περισώσει τον ευρωπαϊκό κόσμο», καθώς διατηρούν, έστω και υπό στενήν έννοια, μιαν ομάδα αξιών που έχουν εξαφανιστεί στις μη στρατιωτικές κοινωνίες. Στο «Άνθρωποι και ερείπια» ο Έβολα γράφει χαρακτηριστικά : « Η αίσθηση της ιεραρχίας, οι σχέσεις διοίκησης και υπακοής, το θάρρος, τα αισθήματα τιμής και πίστης, συγκεκριμένες μορφές μιας δραστικής αποπροσωποποίησης που μπορούν να φθάσουν στην ανώνυμη θυσία, καθάριες κι απροκάλυπτες σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο, συναγωνιστή προς συναγωνιστή, αυτές είναι οι χαρακτηριστικές ζωντανές αξίες των “ανθρώπινων κοινωνιών”. Οτιδήποτε αφορά στην επικράτεια του στρατού και του πολέμου, αντιπροσωπεύει ένα ξέχωρο στοιχείο αυτού του συστήματος αξιών».
Ομοίως ο Ντρυ Λα Ροσέλ είδε στις στρατιωτικές κοινωνίες την πεμπτουσία της ανόρθωσης των ευρωπαϊκών αξιών, καθώς σ’ αυτές τις κοινωνίες διατηρείται και καλλιεργείται μια μεγαλύτερη πιθανότητα να φθάσει ο άνθρωπος στην απόλυτη θυσία, θυσιάζοντας την ίδια του την ύπαρξη. Έγραψε στον «Νέο Ευρωπαίο» : «Τίποτα δεν κυριαρχείται δίχως αίμα» και «Έχω εμπιστοσύνη σ’ ένα αναζωογονητικό λουτρό αίματος, όπως ένας γέροντας στα πρόθυρα του θανάτου»». Όταν κάποιος Γάλλος του Μεσοπολέμου, όπως ο Ντρυ Λα Ροσέλ συμμετείχε στο «Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα» του Ζακ Ντοριό, δεν αντιμετώπιζε αυτόν τον σχηματισμό ως κόμμα, αλλά ως ένα μάχιμο τάγμα πιστών μαχητών, ως μια εθνοφυλακή.
Ο Κλωντέλ υπερασπιζόμενος μιαν αρρενωπή και αριστοκρατική κοινωνία πολεμιστών, είδε από την σκοπιά του στον πόλεμο την πιο αρχέγονη και γι’ αυτό την πιο φυσική μορφή επικοινωνίας κι επίλυσης των προβλημάτων : « Το ξίφος είναι ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δυό καρδιές». Ανάλογη αίσθηση για τον στρατιώτη – μαχητή εκφράζει ο Γκούσταφ Μέϋρινκ στο «Πράσινο πρόσωπο» : «Το παν είναι η επαγρύπνηση, το να παραμένεις ο φρουρός….».
Με την οπτική αυτή, ο στρατός ενέχει θέση αντιπροσώπου της Τάξης σε κάθε στιγμή χάους, ο πόλεμος (ο αγώνας) αποτελεί εκείνο το κρίσιμο στοιχείο της ζωής που δοκιμάζει κι εξευγενίζει τις θελήσεις. Η στρατιωτική πράξη, η δράση είναι ένα αυθεντικό, δημιουργικό καθημερινό καθήκον, που αποτελεί την φυσική επιβεβαίωση της κοινότητας και της συμμετοχής, ενάντια στην καθημερινότητα της συνήθειας της «δουλειάς – δουλείας» η οποία γεννά την αποξένωση και την ρήξη των κοινοτικών δεσμών, οδηγημένη από τις δυνάμεις του χρήματος.
Όλοι οι προαναφερόμενοι προβληματισμοί σχετίζονται επίσης με την απόρριψη του ορθολογισμού, την πάλη εναντίον του και την υπέρβασή του: Εκεί όπου η λογική στριγγλίζει «προσοχή!», η δράση απαιτεί ηρωισμό, εκεί όπου η λογική αναζητά ασφάλεια η δράση ανταποκρίνεται με τιμή και αφοσίωση. Όπου ο ορθολογισμός υποδεικνύει απεμπλοκή, αποστασιοποίηση, αδιαφορία κι ανευθυνότητα, η δράση απαντά με υπευθυνότητα και ιεραρχία, μ’ άλλα λόγια εγκαθιστά την Τάξη και μέσω της επιδίωξής της οδηγείται στην συντριβή των «κακώς κειμένων», στην Επανάσταση.
Σ’ αυτήν την συνειρμική τροχιά είναι σκόπιμο ν’ αναφερθούμε σε μια φράση από το άρθρο «Η αναγκαία επανάσταση» του Αρνώ Νταντιέ, του πρόωρα χαμένου στοχαστή της γαλλικής «Νέας Τάξης» [και συγγραφέα του «Αμερικανικού Καρκίνου» (1933)] :«…Όταν η Τάξη δεν βρίσκεται στην θέση της κρατούσας τάξης, τότε είναι βέβαιο ότι βρίσκεται στην Επανάσταση, κι η μόνη επανάσταση την οποία σκεφτόμαστε είναι η Επανάσταση της Τάξης».
«Eγκαταλείψαμε τις αίθουσες διαλέξεων, τα σχολικά θρανία και τον πάγκο της δουλειάς μέσα σε λίγες εβδομάδες εκπαίδευσης και γίναμε όλοι ένα σώμα, τρανό κι ενθουσιασμένο. Είχαμε ανδρωθεί σ’ ένα κλίμα ασφάλειας και στα στήθη μας φώλιαζε ο πόθος για το ασυνήθιστο, για τον μεγάλο κίνδυνο. Τότε, μας μάγεψε ο πόλεμος όπως το μεθύσι. Πορευτήκαμε σε μια βροχή από άνθη, μεθυσμένοι από τα τριαντάφυλλα και το αίμα. Άλλωστε ο πόλεμος έπρεπε να μας φέρει κάτι μεγάλο, ισχυρό, πανηγυρικό. Mας φάνηκε ως ένα ανδρικό κατόρθωμα, μια εύθυμη μάχη τυφεκιοφόρων σ’ ανθισμένα λιβάδια ποτισμένα μ’ αίμα. Δεν υπάρχει πιο ωραίος θάνατος σ’ αυτόν τον κόσμο… Ω! αρκεί μονάχα να μην παραμείνουμε στο σπίτι, φθάνει μόνο να μπορέσουμε να συμμετέχουμε….»
Ερνστ Γιούνγκερ, «Στις καταιγίδες από ατσάλι» (1920)
Αβασάνιστα ημιμαθείς εσμοί αμόρφωτων σχολιαστών, που μετέρχονται εργολαβικά την «δημοκρατική διαφώτιση» των λαϊκών μαζών με ιερεμιάδες και ρηχούς μονόλογους απίθανης ελαφρότητας, γεμάτοι «αντιφασιστικό» οίστρο (εξαντλούμενο συνήθως σε κουραστικά μηρυκάσματα του «πολιτικά ορθού» συρμού), παραμένουν επιτηδευμένα εκτός ουσίας, όταν …εγκύπτουν δήθεν στην «καταραμένη» Αληθινή Ευρώπη του Μεσοπολέμου, στην Ευρώπη των Εθνικισμών. Έχοντας βαθειά άγνοιά ως προς το ιδεολογικό περιεχόμενό της και την ιστορία της, κατατρίβονται σε ακατάπαυστους αφορισμούς γιά κάθε πτυχή του αθάνατου πνεύματος της Αληθινής Ευρώπης, σε διαρκή συκοφαντία των «σκοτεινών» καταβολών του και σε συνεχή στερεοτυπικό εξορκισμό των τρομακτικών κινδύνων που εγκυμονεί γιά την …. παγόσμια νεοεποχίτικη δημοκρατία των ομογενοποιημένων όχλων.
Εμείς ξέρουμε καλά ότι η Αληθινή Ευρώπη του Μεσοπολέμου ήταν η σφριγηλή και ζείδωρη μήτρα που γέννησε ό,τι άξιζε πραγματικά στον 20ον αιώνα. Κι αυτό το συγκλονιστικό γεγονός επιθυμούμε να παρουσιάσουμε και να εξηγήσουμε ποικιλότροπα με την προσέγγισή μας.
Οι επαναστάτες εθνικιστές της Αληθινής Ευρώπης πίστευαν ότι οι εγγενείς αρετές του Λαού ήταν σαφώς ανώτερες τόσο από τις καταστρεπτικές επιρροές του δυτικού καπιταλισμού και φιλελευθερισμού, όσο και από τα «κοινωνικά αγαθά» του μαρξιστικού σοσιαλισμού και του μπολσεβικισμού. Aυτή τους η ακλόνητη πίστη προσέδωσε στα κείμενά τους έναν κυρίαρχο και συνεπή αντιμοντερνιστικό τόνο. Yπεράσπισαν με πάθος τον παραδοσιακό Λαϊκό Πολιτισμό ενάντια στον κοσμοπολίτικο τεχνικό πολιτισμό. Ο πρώτος, που έχει τις ρίζες του στον Λαό, είναι φυσικός, ανεκτίμητος, ζωντανός και ξεχωριστός. Ο δεύτερος είναι άψυχος, εξωτερικός, τεχνητός και αγοραίος. Αποτελεί παράγωγο των σιωνιστών και των πλουτοκρατών συνεργατών τους και λειτουργεί ως δόλιο μέσο εξάλειψης των εθνών κι υποταγής των συνειδήσεων.
Οι επαναστάτες εθνικιστές όλων των τάσεων υποστήριξαν ότι, η «κοινότητα» ήταν το «αφ’ εαυτού αγαθό», μια φυσικά ενωμένη κι ειλικρινής συλλογικότητα, στηριγμένη στον Λαό και στην αλληλεγγύη, σ’ αντίθεση με την υποκριτική, πολυχασμένη, κατακερματισμένη κι εκφυλισμένη «κοινωνία», στηριγμένη στον όχλο και τα ιδιοτελή συμφέροντα. H ιδέα της Λαϊκής Κοινότητας, προσέλαβε κατόπιν στην μετεξέλιξή της ως κομβικού πολιτικού άξονα, όλες τις επιπλέον αναγκαίες, αυτεξούσιες και «αυτοκρατορικές» προεκτάσεις. Διακήρυσσε την ύπαρξη μιας άθραυστης κοινωνικής αρμονίας, ικανής να υπερβεί και να θεραπέυσει οριστικά τις υπάρχουσες κοινωνικές συγκρούσεις. Οι τολμηροί Ευρωπαίοι επαναστάτες στοχαστές του Μεσοπολέμου οραματίσθηκαν μια «Νέα Πολιτεία», ικανή να εγκαθιδρύσει μιαν ηθική βάση για την προσωπική θυσία και την συναρμογή με την πολιτειακή συλλογική δύναμη, προσφέροντας «πρόσωπο» στα άμορφα άτομα της απαθλιωμένης αγελαίας μάζας. Μιά Πολιτεία ικανή να εξαλείψει τον όχλο, να ανασυστήσει και ν’ ανυψώσει τον Λαό.
Στην μία πλευρά έστεκε ο Λαός, η φυσική και διαχρονική κοινότητα του αίματος, της φυλής και της πολιτιστικής παράδοσης. Στην άλλη βρισκόταν η απειλή του «αμερικανισμού», ο φιλελευθερισμός, το εμπόριο, ο υλισμός, το κοινοβούλιο με τα πολιτικά του κόμματα και η αστική δημοκρατία. O εθνικισμός λειτούργησε ως μια σωτήρια εγκόσμια θρησκεία ικανή να προσφέρει την εναλλακτική λύση, σ’ έναν κόσμο που υπέφερε από υπερβολική δόση καπιταλιστικού και κομμουνιστικού υλισμού. O εθνικιστικός ιδεαλισμός ήταν προορισμένος να θριαμβεύσει επί της λογικής των αριθμών και του χρήματος : εφ όλων των εγωιστικών συμφερόντων, των απάτριδων πλουτοκρατών, των συνωμοτικών συνδικάτων και επί της υλιστικής, μικρόψυχης φιλοσοφίας των αριστερών κομμάτων. Eνώ η κάθε αριστερά επεδίωκε το τέλος της οικονομικής κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω στην κοινωνική ζωή μέσω μιας σοσιαλιστικής μετάβασης ή μιας κομμουνιστικής επανάστασης (με γνώμονα μια θεωρία με …οικονομικές βάσεις!), οι άνθρωποι των ιδεών της Αληθινής Ευρώπης επιδίωκαν την κατάργηση της κυριαρχίας της πλουτοκρατίας και της αστικής τάξης με την εθνικοποίηση των μαζών και τον σχηματισμό της Νέας Πολιτείας, του Λαϊκού Κράτους.
Σε μιά πρώτη επιδερμική προσέγγιση, μοιάζει αλλά δεν είναι καθόλου περίεργο ή παράδοξο το γεγονός ότι συχνότατα όλοι σχεδόν οι συγγραφείς κι οι ερευνητές που αισθάνθηκαν έλξη από τις εθνικοεπαναστατικές ιδέες δεν διακήρυξαν οι ίδιοι πως είννι είτε φασίστες είτε εθνικοσοσιαλιστές, πλην εξαιρέσεων. Όμως δεν χρειάστηκε ποτέ να το διακηρύξουν, γιατί απλά το υλοποίησαν με την στάση και την πράξη τους. Ο Σελίν αν και επέδειξε ανοικτά κι ανεπιφύλακτα την συμπάθειά του προς τον εθνικοσοσιαλισμό, ουδέποτε δήλωσε συγκεκριμμένα πως είναι εθνικοσοσιαλιστής. Ο Ντρυ Λα Ροσέλ και ο Μπρασιγιάκ σ’ όλη τους την ζωή διατήρησαν τη δική τους ξεχωριστή κοσμοθεωρητική τοποθέτηση σε σύγκριση με το πολιτικό περιβάλλον της εποχής τους κι όταν αποδέχθηκαν υπερήφανα τον τίτλο του φασίστα, αυτό ήταν η θαραλέα και αντίδρασή τους στον εξωτερικό χαρακτηρισμό που τους αποδόθηκε ως πρόκληση, στην οποία απάντησαν, λαμβάνοντας την θέση των «καταραμένων» φασιστών.
Σ΄ αυτό ακριβώς το πνεύμα κινείται η δήλωση του ιδανικού αυτόχειρα Ντρυ Λα Ροσέλ στο κείμενό του της 20ης Νοεμβρίου του 1943 «Εθνική Επανάσταση», όπου γράφει: «…εισπράξαμε τον χαρακτηρισμό του φασίστα από το στόμα των αντιπάλων μας, απ΄ όλη την ψευτοδημοκρατική κι αντιφασιστική κλίκα, και τον εκλάβαμε ως πρόκληση στην οποίαν απαντήσαμε με κατάφαση…». Ο ιδιαίτερος … απαξιωτικός χαρακτηρισμός του Γιούνγκερ ήταν «συντηρητικός επαναστάστης». Ο Χανς Γιόστ και ο Έρβιν Κολμπενχάγιερ στρατεύθηκαν στο NSDAP, ενώ αντίθετα ο Ιούλιος Έβολα ποτέ δεν έγινε μέλλος του φασιστικού κόμματος. Ούτε ο Μοντερλάν, ούτε ο Μπρασιγιάκ έγιναν μέλη κάποιου ανάλογου πολιτικού φορέα, όπως επίσης ο Κνουτ Χάμσουν και ο Γκόντφρηντ Μπεν.
Εν πάσει περιπτώσει, είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως οι στοχαστές την Αληθινής Ευρώπης εκδήλωσαν μια διάθεση να μη συνδεθούν άμεσα με τα φασιστικά κόμματα και κινήματα που έδρασαν στην εποχή τους. Αυτό το στοιχείο επανακαθορίζει και επαναξιώνει ισχυρότατα την άποψη πως αυτοί οι δημιουργοί πρώτ΄ απ΄ όλα εξέφραζαν μία ξεχωριστή, ιδιαίτερη δική τους ηθική που συμφωνούσε απόλυτα με το πολιτικό πεδίο δράσης και διάδοσης του επαναστατικού φασισμού σ’ όλη την Ευρώπη ή και ενίοτε το υπερκάλυπτε! Συνεπώς η ανέλιξη του έργου τους επηρεάστηκε μεν από την αναπτυσσόμενη πολιτική δραστηριότητα αυτών των ιδεών, αλλά συνάμα συνέτεινε στην ζύμωση και στην σχηματοποίησή τους. Δεν δήλωσαν φασίστες, ήταν φασίστες ! Δεν επηρεάστηκαν από την κοσμοθεώρηση του φασισμού, του εθνικοσοσιαλισμού και του εθνικισμού, αλλά υπήρξαν δραστικές συνιστώσες της !
Η μεθοδική μελέτη του συνόλου των εθνικιστικών επαναστατικών κινημάτων της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, των επιγόνων τους αλλά και των αναλόγων εξωευρωπαϊκών διάσπαρτων εκδηλώσεών τους στον χώρο του πνεύματος (όπως στην μεταπολεμική περίπτωση του Γιουκίο Μισίμα), μας οδηγεί να εστιάσουμε σε ένα σαφές και αναμφισβήτητο συμπέρασμα : πέρα από τις διαφορετικές τοποθετήσεις αυτών των κινημάτων στα εθνικά προβλήματα των χωρών τους ή τις διαφορετικές τοποθετήσεις τους στα κοινωνικά προβλήματα (συντεχνιασμός, οργανικισμός, αντιμαρξιστικός κρατικός σοσιαλισμός κλπ), το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, που προδίδει την εξαιρετικά ισχυρή μεταξύ τους συνάφεια και ομοιομορφία, αυτό το χαρακτηριστικό που αποτελεί γέννημα και κληρονομιά του επαναστατικού εθνικισμού είναι η κοινή ηθική που αναπτύχθηκε σ΄ όλες τις απέχουσες χωροχρονικά εκδοχές κι΄ εκφάνσεις του. Όπως αυτό το στοιχείο συνδέει ισχυρά τα ανάλογα πολιτικά κινήματα, ανάλογα η κοινή ηθική αντίληψη και στάση συνδέει όλους τους στοχαστές της Αληθινής Ευρώπης, που παρήγαγαν τα έργα τους είτε στρατευμένοι μέσα στις γραμμές αυτών των κινημάτων, είτε αλληλέγγυοί τους άν και ανεξάρτητοι και οργανωτικά ανένταχτοι.
Αυτή η ηθική χαρακτηρίζεται από ένα χαλύβδινο αξιακό ικρίωμα στην κορυφή του οποίου βρίσκονται δύο όροι : Το Πρόσωπο και η Ελευθερία του. Το άτομο ως έννοια παριστά ένα αδιαφοροποίητο μικροσκοπικό κομμάτι μιας ανθρωπομάζας, ένα κομμάτι που δεν ξεχωρίζει από καμία διαφορετική ποιότητα. Είναι ένας απλός άψυχος αριθμός που παρατίθεται δίπλα σε άλλους αριθμούς, με παντελή έλλειψη προσωπικότητας, ιδιαισθησίας, αληθινής μορφής και απουσία υπαρξιακού αιτίου. Αντίθετα, η έννοια του Προσώπου είναι εξαιρετικά ποιοτική στη συγκρότησή της : έχει διττή διάσταση, βιολογική και συνάμα πνευματική. Η βιολογική πτυχή του προσώπου το καθιστά προφανώς αντικείμενο των φυσικών και βιολογικών νόμων, όμως η πνευματική πτυχή του το διαφορίζει σαφέστατα «κατ’ αρχήν» από τις άλλες ανάλογες μοναδικές οντότητες, με βάση το βαθμό της πνευματικής εξέλιξης που η κάθε μία τους διαθέτει.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, η ανθρώπινη ζωή γίνεται νοητή ως μία αδιάκοπη αγωνιστική τροχιά πνευματικής πραγμάτωσης κι΄ επίτευξης, μία πορεία αυτοεκπαίδευσης και αυτοϋπέρβασης. Με την οπτική αυτήν, η ελευθερία νοείται ως η δυνατότητα του ανθρώπου να ολοκληρώσει αυτήν την τροχιά του, διασχίζοντας και υπερβαίνοντας το εμπόδια του εσωτερικού και εξωτερικού του κόσμου. Συνεπώς, η άρτια, φυσική και δίκαια ιεράρχηση των προσώπων που απορρέει απ΄ αυτήν την ανέλιξή τους στη ζωή, δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά μόνο διαφορετικούς βαθμούς πραγμάτωσης κι΄ αφομοίωσης – εσωτερίκευσης των αξιών. Όλες οι διαχρονικές αξίες του πολιτισμού, ομοούσιες με τον Ευρωπαίο άνθρωπο (τιμή, πίστη, αυτοθυσία, σεβσμός…), αντιπροσωπεύουν τα κοινωνικά εχέγγυα και τους άγραφους νόμους, που ανάγονται απ΄ευθείας στην πρωτοπροϊστορία και στην μυθική περίοδο, είναι δε απόλυτα ικανές όχι μόνο να διασφαλίσουν την επιτυχημένη πορεία του ανθρώπου και τις γενικές κοινωνικές σχέσεις, αλλά επίσης επαρκούν γιά να ρυθμίσουν τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ δύο προσώπων.
Ταυτόχρονα με την ξεκάθαρη όσο κι΄ εκτεταμένη σημασία που προσλαμβάνει το Πρόσωπο στην αντίληψη των στοχαστών της Αληθινής Ευρώπης γεννήθηκε και η χολερική κριτική της εχθρικής διανόησης που διακήρυξε: «Ο φασισμός είναι ο απόλυτος περσοναλισμός». Η μαρξιστική και αστοφιλελεύθερη σκέψη, προκατειλημμένη και δέσμια της χυδαίας αιτιοκρατίας, αδυνατώντας να αποδεχθεί την διαφορετική θεώρηση των επαναστατικών εθνικισμών, την δαιμονοποιεί και απαντά με χαρακηρισμούς απαξίωσης ή στερεοτυπικούς αφορισμούς. Αυτή η μεθοδευμένη λυσσαλέα και αδιάκοπη στάση του «αντιφασιστικού μπλοκ» καθιστά από μόνη της ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη κι αληθινά σπουδαία (χρήζουσα σπουδής) την ιστορία και όλο το πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο φάσμα των ιδεών που γέννησε τους επαναστατικούς εθνικισμούς και ξεπήδησε από τους στοχαστές τους.
Κάθε επαναστατικός εθνικισμός, με όποια μορφη κι αν προσέλαβε αυτός, ανέτρεξε στο ένδοξο παρελθόν των εθνών μέχρι τις αρχέγονες φυλετικές τους καταβολές, βρίσκοντας τις αιώνιες ρίζες και τις διαχρονικές αξίες της καλλιτεχνικής έκφρασης που είναι ικανές να αποδώσουν μορφή στις αιώνιες αλήθειες.Η καλλιτεχνική αναζήτηση της Αληθινής Ευρώπης, στοχαστική και ταυτόχρονα μαχητική, βρήκε στην αναγνωρισμενη και καταξιωμένη ανά τους αιώνες τέχνη της Λευκής Φυλής και των εθνών της, εκείνα τα αψεγάδιαστα πρότυπα στοιχεία που είναι ικανά να της δώσουν κύρος, απολυτότητα και ορμή κυριαρχίας στην εξελισσόμενη πάλη των ιδεών. Τα συνέθεσε με φυσιοκρατική και εμπειριοκρατική νοοτροπία και σχημάτισε δραστικά την ρωμαλέα τέχνη της. Αυτή η τέχνη πλαισιώθηκε μ’ έναν πραγματικό, αστραφτερό κι αδίστακτο κώδικα αισθητικής επικοινωνίας : ενιαίο, αδιασπαστο, απαρτιωμένα και απόλυτα αντικειμενικό, ο οποίος δεν επιτρέπει σε καμιάν ατέλεια να υποκριθεί την πρωτοπορία, σε κανένα έλειμμα να παραστήσει την εναλλακτικότητα, όπως ακριβώς το υπέροχο και συνάμα ανηλεές φώς του αττικού ουρανού αποκαλύπτει και καταδικάζει κάθε ευτελές πλαστικό ψεγάδι.
Αυτό που αναζητείται επίμοχθα, που διαφυλάσσεται παθιασμένα, που προβάλλεται περήφανα, που τονίζεται και συνάμα συντονίζει είναι το σταθερό, το αμεταβλητο, το αιώνιο, οι διαχρονικές αξίες, κληρονόμος και συνεχιστής των οποίων ειναι ο επαναστατικός εθνικισμός. Αυτή η πνευματική κατεύθυνση των στοχαστών της Αληθινής Ευρώπης προσδιόρισε την αντιμετώπιση που επιφύλαξαν εκείνοι στο πολιτιστικό δημιούργημα αλλά και στον δημιουργό του, στην αναζήτηση της ολοκληρωτικής καλλιτεχνικής έκφρασης, της τεχνης.
Η τεχνη όντας αισθητικό αντικείμενο, δεν μπορεί βεβαίως γιά κανένα λόγο να καταστεί ένα στοιχείο εξωβιολογικό, άψυχο και μηχανιστικό. Προσεγγίζεται κι εξηγείται με όρους αντικειμενικούς κι αιώνιους, καθώς η καλλιτεχνική εκφραση αποτελεί πρωτίστως την αποδειξη της διαχρονικής παρουσίας της φυλης. Η τέχνη που αναζήτησε και μορφοποίησε η Αληθινή Ευρώπη του Μεσοπολέμου υπήρξε απλά η πλέον άψογη σκηνοθεσία της αισθητικής απόδοσης των φυσικών αυταπόδεικτων αληθειών. Όμως η αλήθεια είναι συλλογικό προϊόν, που δεν εκδηλώνεται και δεν φανερώνεται παρά μόνο μέσα στους συλλογικούς αγώνες, όπου ο άνθρωπος υπερβαίνει μαχητικά τα «άσχημα» όρια και το υλοκεντρικό κέλυφος του αριθμοποιημένου άψυχου ατόμου (ανίκανου να γνωρίσει από μόνο του την αλήθεια), οπότε συγκρουόμενος με το περιβάλλον και το πεπρωμένο αποκτά μορφή, σχηματοποιεί το πρόσωπό του, αποκτά «ιδιοπροσωπία» και κοινωνεί την διαχρονική αλήθεια της Λαϊκής Κοινότητας και της Φυλετικής Ψυχής
Στο αξιακό σύστημα της Αληθινής Ευρώπης, η αισθητική αποτίμηση δεν σχετίζεται με την ηθική αποτίμηση ούτε λειτουργεί άσχετα μ’ αυτήν, γιατί απλούστατα είναι και λειτουργεί η ίδια ως εξωτερικευμένη ηθική αποτίμηση μιας διαφοροποιημένης κλίμακας αξιών που κείται πέραν του καλού και του κακού. Υπ’ αυτήν την έννοια οι φασίστες, οι εθνικοσοσιαλιστές και οι εθνικιστές στοχαστές και δημιουργοί, υπήρξαν οι απόλυτοι και γνησιότεροι «αισθητικοί». Επεδίωξαν με κάθε κόστος την αισθητική καθαρότητα στην κοινωνία κι αποδέχθηκαν το δυσβάστακτο καθήκον της αισθητικής αποκάθαρσης κι αναγέννησης, που σφραγίζει κυρίαρχα την ίδια την πραγματική επαναστατική πολιτική πράξη της κοινωνικής αλλαγής.
H πολιτική και κοινωνική αλλαγή γι’ αυτούς τους μαχητέες του πνεύματος δεν νοήθηκε ως νομοτελιακή κοινωνική διαδικασία με την μηχανιστική πεζότητα μιας καθημερινής πράξης, αλλά ως αυτόβουλη ηρωική δράση και λαμπερή ενέργεια, ως όχημα μετάβασης στα Ηλύσια Πεδία. Αναζήτησαν και αποπειράθηκαν μιαν αισθητική μετουσίωση της πολιτικής, στην οποία προκειμένου να πραγματωθεί η τέλεια μορφή περιστασιακά θυσιάζεται δίχως μικρόψυχους ενδοιασμούς το περιεχόμενο. Τα μεγαλειώδη έργα απιτούν μεγάλες θυσίες.
Μάλιστα όλες οι προσπάθειες να σμίξει οριστικά η πολιτική με την αισθητική κορυφώθηκαν με αφορμή τον πόλεμο. Για όλους αυτούς τους Τραγικούς στοχαστές και καλλιτέχνες ο πόλεμος υπήρξε η πλέον υψικόρυφη και γνήσια έκφραση της πραγματωμένης αισθητικής. Ο Φίλιππο Τομάζο Μαρινέτι ο αξέχαστος ηγέτης των φουτουριστών, εξέφανε το ρηξικέλευθο αισθητικό εγκώμιο του πολέμου γράφοντας στο «Μανιφέστο» των φουτουριστών : «Γιά τον πόλεμο, μοναδική υγεία του κόσμου, γιά την λατρεία της βίας, της δύναμης και της ταχύτητας, γιά τις όμορφες ιδέες που σκοτώνουν…». Προσκαλώντας τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τους μουσουργούς να εμπνευστούν από την αισθητική του πολέμου, έψαλε την ομορφιά του, αναδεικνύοντας τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων που μοιάζουν με «πύρινες ορχιδέες», γιατί προσφέρει καινούργιες επινοήσεις με «νέα γεωμετρικά σχέδια όπως τα τανκς και τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα», «..επειδή μεταλλοποιείται το ανθρώπινο σώμα, επειδή η μάχη στον πόλεμο μοιάζει με συμφωνία…». Αντίστοιχα, ο Ερνστ Γιούνγκερ στο έργο του «Στις καταιγίδες από ατσάλι» (1920) – ένα πολεμικό ημερολόγιο του Α’ Μεγάλου Πολέμου – περιγράφει τι τον ενέπνευσε ως νεαρό εθελοντή μαζί με τους άλλους εθελοντές στο ξεκίνημα εκείνου του ανθρωποβόρου πολέμου : «Eγκαταλείψαμε τις αίθουσες διαλέξεων, τα σχολικά θρανία και τον πάγκο της δουλειάς μέσα σε λίγες εβδομάδες εκπαίδευσης και γίναμε όλοι ένα σώμα, τρανό κι ενθουσιασμένο. Είχαμε ανδρωθεί σ’ ένα κλίμα ασφάλειας και στα στήθη μας φώλιαζε ο πόθος για το ασύνηθο, για τον μεγάλο κίνδυνο. Τότε, μας μάγεψε ο πόλεμος όπως το μεθύσι. Πορευτήκαμε σε μια βροχή από άνθη, μεθυσμένοι από τα τριαντάφυλλα και το αίμα. Άλλωστε ο πόλεμος έπρεπε να μας φέρει κάτι μεγάλο, ισχυρό, πανηγυρικό. Mας φάνηκε ως ένα ανδρικό κατόρθωμα, μια εύθυμη μάχη τυφεκιοφόρων σ’ ανθισμένα λιβάδια ποτισμένα μ’ αίμα. Δεν υπάρχει πιο ωραίος θάνατος σ’ αυτόν τον κόσμο… Ω! αρκεί μονάχα να μην παραμείνουμε στο σπίτι, φθάνει μόνο να μπορέσουμε να συμμετέχουμε….»
«…Σε μιαν εποχή που πασχίζει να μιλάει μόνο για την μάζα, η σωτηρία μας είναι ότι κάποια πρόσωπα συνεχίζουν ακατανίκητα σαν οχυρά»
Είναι ολοφάνερη η ιδεολογικοπολιτική ανάγκη να διευρύνουμε τον ορίζοντα της ελευθερίας της σκέψης μας, αναζητώντας συστηματικά τις απόψεις, τις τοποθετήσεις, τα βιώματα και τους αξιακούς κώδικες των στοχαστών της Αληθινής Ευρώπης και να συλλέξουμε με την μέγιστη εφικτή λεπτομέρεια το έργο τους, καθώς αυτό δεν συμπεριλήφθηκε στην ολότητά του από τους εμπαθείς κι εχθρικούς μεταπολεμικούς σχολιαστές. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην ιχνηλάτηση όλων των πνευματικών συνδέσμων και των ηθικών τους εκφάνσεων, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από το έργο των «καταραμένων» στοχαστών της Αληθινής Ευρώπης, ώστε να αναπλάσουμε το μαγικό και σωτήριό του υφάδι μέσα από την ιστορία και τον θρύλο.
Ο διάσημος συντηρητικός Γάλλος αντιφασίστας και αντιρατσιστής λογοτέχνης Πωλ Κλωντέλ μας προσφέρει μιαν εξαιρετικά χρήσιμη κυνική διαπίστωση γράφοντας στο βιβλίο του «Προχειροφτιαγμένες μνήμες»: «…ο άνθρωπος είναι μια ακατέργαστη ύλη, πάνω στην οποία πρέπει να θέσουμε τ’ αναγκαία ερωτήματα, ώστε να πάρουμε απ’ αυτόν ότι μπορεί να μας προσφέρει. Είναι συνεπώς ασήμαντη μικρολογία να μεμφόμαστε την εκμετάλλευση του ανθρώπου, αντίθετα ο άνθρωπος είναι ένα ον που ζητεί να το εκμεταλλευθούν» (1954). Η συγκεκριμένη δήλωση του … δημοκράτη Γάλλου «ακαδημαϊκού» αποτυπώνει με ωμότητα την φιλοσοφική πεμπτουσία των επικριτών, των κατηγόρων της Αληθινής Ευρώπης, των ανθρώπων που απέρριψαν και καταδίκασαν τους «καταραμένους» αμφισβητίες του Μεσοπολέμου.
Στον αντίποδα αυτής της φλεγματικής απανθρωπιάς και της συναίνεσης στην ανομία, στέκει το ρωμαλέο όραμα του «κολασμένου» αυτόχειρα Ντρυ Λα Ροσέλ, που θεωρεί τον άνθρωπο ως «ον που αναζητεί τον εαυτό του» απηχώντας την δελφική επιταγή «γνώθι σ’ αυτόν» : Στα κείμενα και στις νουβέλες του, οι πρωταγωνιστές του είναι άνθρωποι που επάγουν διαρκώς σκληρά ερωτήματα στον εαυτό τους, αντιμετωπίζουν αγέρωχα ποικίλα υπαρξιακά διλήμματα αναπροσαρμόζοντας ακατάπαυστα την καθημερινότητά τους δίχως επιφύλαξη, έως ότου γινόμενοι «Πρόσωπα» ανακαλύψουν την καθοριστική πορεία της ζωής τους, την οποία και ακολουθούν ανεπιφύλακτα ως τον θάνατο. Οι νιτσεϊκοί αριστοκράτες του Λα Ροσέλ περιφρονούν και υπερβαίνουν την «ακατέργαστη ύλη» του κάθε Κλωντέλ, αντιμέτωποι με το πεπρωμένο γεμάτοι περηφάνια κι αποφασιστικότητα. Στα έργα του «Νέος Ευρωπαίος», «Ο ιππέας», «Ο Δικτάτωρ» και «Φωσφορισμός των βάλτων» ο Λα Ροσέλ μας προσφέρει ολοζώντανους τους ασυμβίβαστους ήρωές του : από τον Αλαίν του «Φωσφορισμού των βάλτων» που αυτοκτονεί απογοητευμένος από την αθλιότητα και την ανικανότητα που τον περικυκλώνει, ως τον νεαρό επαναστάτη στον «Νέο Ευρωπαίο» που ολοκληρώνει την αναζήτησή του σπεύδοντας να πολεμήσει στην Ισπανία μέσα από τις τάξεις των εθνικιστών στον εκεί φονικό εμφύλιο.
Αυτοί οι ήρωες κονιορτοποιούν την φημισμένη φράση του Μαρξ που αποπροσωποποιεί ολότελα τον άνθρωπο θεωρώντας τον «εργαλείο της ιστορίας». Αυτή η αρρωστημένη θεώρηση αποδίδει πυρηνικά, όχι μόνο την μαρξιστική άποψη αλλά και την άποψη όλων των μηχανιστών «ιδεολόγων» του κάθε φτηνιάρικου υλισμού. Αυτοί οι …διανοούμενοι απαλλάσσουν τον άνθρωπο από την «προσωπική» του ευθύνη, απαλείφοντας την ιδιαιτερότητα του διαφορισμού μεταξύ των ανθρώπων, που τελικά κινούνται δήθεν μόνο από οικονομικές και ενστικτώδεις δυνάμεις, ως εργαλεία της ιστορίας ή ως ζωώδη ενεργούμενα των επιθυμιών (βλ. ψυχαναλυτικές και πολλές κοινωνιολογικές σχολές υλιστικής κατεύθυνσης). Σ’ αυτήν την δαιμονική και αντιιστορική ρητορική οι ήρωες του Λα Ροσέλ και των άλλων συναγωνιστών του στοχαστών, απάντησαν : «…ο άνθρωπος είναι αυτό που θέλει να είναι, αυτό για το οποίο προετοιμάστηκε να προσπαθήσει να είναι, πορευόμενος στον δρόμο της ελευθερίας του».
Ο νομπελίστας ιατροφιλόσοφος και λογοτέχνης Αλέξις Καρέλ, επίσης «καταραμένος» του Μεσοπολέμου, γράφει προφητικά στο περίφημο βιβλίο του «Άνθρωπος αυτός ο άγνωστος» : «…είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε στο ανθρώπινο ον την προσωπικότητά του, η οποία σήμερα έχει αφαιρεθεί από την ανθρώπινη ζωή. Τα φύλα πρέπει πάλι να καθοριστούν ξεκάθαρα. Επιπλέον, έχει σημασία ο άνθρωπος ν΄ αναπτυχθεί μέσα στον ξεχωριστό και πολλαπλό πλούτο των δραστηριοτήτων του».
Είτε το κατανοούν και το αποκρύπτουν, είτε αδυνατούν να το αντιληφθούν οι πάτρωνες και απολογητές του μεταπολεμικού μαζανθρώπου, η θέληση των ξεχωριστών προσώπων συνεχίζει να λειτουργεί ως κομβικός πόλος της παγκόσμιας ιστορίας Αυτά σφραγίζουν την εξέλιξη της ιστορίας και εξοβελίζουν το προεξαγγελμένο από τους εξουσιαστές τέλος της. Όπως γράφει ο αείμνηστος Ερνστ Γιούνγκερ στην «Στρογγυλή Τράπεζα»: «…Σε μιαν εποχή που πασχίζει να μιλάει μόνο για την μάζα, η σωτηρία μας είναι ότι κάποια πρόσωπα συνεχίζουν ακατανίκητα σαν οχυρά. Τίποτα δεν μπορεί να πετύχει εναντίον τους».
Εδώ αξίζει ν’ αναφερθεί και η άποψη του Γάλλου «προσωποκράτη» (περσοναλιστή) φιλοσόφου Εμμανουέλ Μουνιέ, (ο οποίος υπήρξε αντικαπιταλιστής και αντικομουνιστής, δίχως όμως να είναι φασίστας, ούτε καν φιλοφασίστας), εκδότη του περιοδικού «Η ελευθερία του πνεύματος» όπου γράφει χαρακτηριστικά: «Ο μόνος συμβιβασμός, η μόνη δέσμευση που αξίζει είναι εκείνη την οποία υιοθετεί κάποιος απέναντι του εαυτού του, η συμφωνία με τον ίδιο του τον εαυτό. Η μεγαλειώδης εκπλήρωση του εαυτού και του μοναδικού αναντικατάστατου πεπρωμένου του».
Ο δαφνοστεφανωμένος Άγγλος ποιητής Άλφρεντ Τέννυσον έγραψε «..Γιά να μιλήσουμε στους θεούς πρόσωπο με πρόσωπο, πρέπει επιτέλους ν’ αποκτήσουμε ένα πρόσωπο…» Ο Διδάσκαλος Έβολα τοποθετεί το «Πρόσωπο» υπεράνω κάθε άλλης αξίας, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του κράτους. Στο έργο του «Άνθρωποι και ερείπια» εξισώνει την βαρύτητα των δύο εννοιών, επισημαίνοντας όμως ως πρόταγμα ότι, το «γνώθι σ΄ αυτόν», η αναζήτηση του εαυτού και η σχηματοποίηση του προσώπου, αποτελούν την υψηλότερη έκφανση των αξιών «πίστη» και «ύφος». Στους «Προσανατολισμούς» επισημαίνει χαρακτηριστικά : «Απέναντι σ’ ένα σάπιο κόσμο που έχει για αρχή του ¨κάνε αυτό που φαίνεται ότι κάνεις¨ ή επίσης ¨πρώτα το στομάχι και το δέρμα κι΄ ύστερα το ήθος¨ ή επίσης ¨αυτοί δεν είναι καιροί στους οποίους επιτρέπεται η πολυτέλεια να έχεις ένα χαρακτήρα¨ ή τελικά ¨έχω μιαν οικογένεια να θρέψω¨, αντιτιθέμαστε ξεκάθαρα και σταθερά σε τέτοιες μορφές συμπεριφοράς. Δεν μπορούμε να δράσουμε με άλλη μορφή. Αυτός είναι ο δικός μας δρόμος, η δική μας μορφή ύπαρξης!». Αυτή η ακλόνητη πίστη προς τον εαυτό του είναι το μόνο εχέγγυο το οποίο αξίζει να σέβεται ο άνθρωπος, τιμώντας συνακόλουθα τις επιλογές του με συνέπεια. Αυτή η πίστη «προς εαυτόν» αποτελεί το ύπατο ηθικό καθήκον στον άνθρωπο του φασισμού. Όταν ξεκινήσει την περιπέτεια της ζωής του οφείλει να αποκοπεί από τα μετόπισθεν, να λησμονήσει την οπισθοχώρηση, να καταστρέψει τις γέφυρες της οπισθοδρόμησης, να πυρπολήσει τα πλοία της διαφυγής.
Στον φασιστικό χώρο των ιδεών η έννοια «Τιμή» και η έννοια «Πίστη» είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αλληλένδετες, ενέχουν μια χαλύβδινη αμφιμονοσήμαντη ταυτοσημία. Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ γράφει χαρακτηριστικά «Η τιμή είναι ζήτημα αίματος, όχι αντίληψης … δεν αντανακλάται σε κάποιον, γιατί όταν αντανακλάται τότε αυτός είναι ήδη άτιμος». Ο λακωνικός αφορισμός του βαθυστόχαστου φιλόσοφου διαλύει οριστικά την συνήθη σύγχυση του μέσου σύγχρονου ανθρώπου μεταξύ τιμής και «υπόληψης», που δρα ως αντιμεταβιβαστικός ετεροπροσδιορισμός των «ατόμων» προς άλλα «άτομα» και βέβαια δεν διαθέτει καμιά ουσιώδη σχέση με την τιμή.
Στον πολιτισμό της Αληθινής Ευρώπης η έννοια «Τιμή» και η έννοια «Πίστη» τιμώνται και θαυμάζονται ως εξαίρετες αρετές. Η αισθητική μεταγραφή αυτού του μύχιου θαυμασμού αντανακλά χαρακτηριστικά στο έργο του Αλφόνς ντε Σατωμπριάν «Η δέσμη των δυνάμεων», όπου εκφράζει αναμφίβολα και απερίφραστα τον σεβασμό και την χαρά του παρατηρώντας τους άψογους σχηματισμούς και την αρρενωπή ρώμη των ανδρών της «Μαύρης φρουράς» των SS, που έφεραν χαραγμένο στην ζώνη τους το σύνθημα της φρουράς : «Η τιμή μας ονομάζεται πίστη».
Ο Έβολα περιφρονεί ως «ηθικούς νάνους» εκείνους που μετέπλασαν την έννοια της τιμής σ’ ένα συμπεριφορικό κέλυφος, σ’ ένα αφηρημένο αίτημα με μονοδιάστατη χρησιμοθηρική έκφραση αστικού υποκριτικού καθωσπρεπισμού, το οποίο στερείται ολότελα κάθε πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο. Η τιμή αποτελεί ύψιστο αγαθό που κατακτάται και διατηρείται με αγώνα: εκείνος που παραμένει πιστός στον εαυτό του, στην ομάδα των συναγωνιστών του, εκείνος που είναι ξένος κι εχθρός της δουλικότητας, που μισεί αθεράπευτα την προδοσία και θεωρεί την ζωή ως καθήκον κι όχι καταναγκαστική υποτέλεια, εκείνος είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει την αξία της τιμής.
Η πίστη και η τιμή έχουν υπερλογικό χαρακτήρα, οπότε εκείνοι που αποδέχτηκαν ως θεμελιώδη νόμο τον ορθολογισμό, αδυνατούν ολότελα να τις συλλάβουν και να τις κατανοήσουν. Γι’ αυτήν την θλιβερή κατηγορία ανθρώπων η πίστη είναι δουλικότητα και η τιμή καθαρή φαντασία. Κάθε κοινωνία που αποποιείται αυτές τις ύπατες αξίες και τις εξοβελίζει, όπως και όποια κοινωνία τις μεταπλάθει σε άψυχα, χάρτινα σκευάσματα μιας κούφιας ρητορικής, τείνουν προοδευτικά να καταστούν κοινωνίες σε διάλυση όπου το χάος αρχίζει να υποκαθιστά την τάξη, διαλύεται ο παραδοσιακός κοινωνικός ιστός και διασπείρεται μια ύπουλη αποκτήνωση.
Οι επιμέρους αξίες του πνευματικού οικοδομήματος της Αληθινής Ευρώπης που περιγράφηκαν παραπάνω είναι αξίες που ικριώνουν και διαφοροποιούν μια ξεχωριστή ηθική αντίληψη, διαφοροποιώντας ταυτόχρονα τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η ανεύρεσή τους και η κατανόησή τους εξηγούν σαφέστατα την κάθετη απόρριψη που προβάλλουν ενάντια στην αστική εξισωτική ψευτοδημοκρατία (που αντιστοιχίζει κι εξισώνει τον άνθρωπο με την ψήφο), καθώς και στον μαρξιστικό σοσιαλισμό (που εξισώνει τον άνθρωπο μ’ ένα άτομο – παραγωγικό εξάρτημα της συλλογικής κρατικής μηχανής).
Για τους λογοτέχνες και τους στοχαστές του φασισμού δεν μπορεί να υπάρξει περισσότερη ισότητα από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των ελευθέρων ανθρώπων, με την ελευθερία αντιληπτή ως «συμφωνία προς το είδος» και «υπακοή σ’ έναν ανώτερο ρυθμό». Ο όρος ισότητα και ο όρος ελευθερία που ανάγονται άμεσα στην αρχαία Ελλάδα, είναι ριζωμένοι στην Αθήνα και στην Σπάρτη, στις θρυλικές Πολιτείες των Ομοίων, ενώ στην μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας κατέκλυσαν πολυσήμαντα τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι διάφοροι συγγραφείς και στοχαστές της Αληθινής Ευρώπης στους οποίους αναφερόμαστε, τοποθετήθηκαν θαρραλέα και απροκάλυπτα απέναντι στα θεμελιώδη κοινωνικά προβλήματα με πλήρη αφομοίωση της ουσίας αυτών των όρων, τους ενσωμάτωσαν στο έργο τους και τους προσέφεραν νέες αισθητικές μορφοποιήσεις.
Σ’ αυτούς τους ίδιους όρους, αλλά και στον λεπτομερή τους ανακαθορισμό είναι αναγκαίο να βρούμε την κοινωνική διάσταση, την κοινωνική οπτική του επαναστατικού εθνικισμού. Να την προβάλλουμε ξεκαθαρισμένη στις αδιαφοροποίητες μάζες των ασφυκτικών σύγχρονων πόλεων, διαλύοντας τον αγοραίο «πολυπολιτισμικό» όχλο και συνεγείροντας τον αφυπνισμένο Λαό. Να σχηματοποιήσουμε μιαν «εμπρόσωπη και αρθρωμένη συλλογικότητα», όπως θαυμάσια εξέφρασε ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ.
Ποιο χαρακτήρα και βαρύτητα έχει η απρόσωπη, αγελαία και άχρωμη μάζα στο φασιστικό φαινόμενο ; Μέσα από τον Νίτσε ο φασισμός περιφρόνησε τις μάζες και προσέγγισε λατρευτικά την Πολιτεία: «Δεν πιστεύω πως η μάζα αξίζει προσοχής παρά μόνο υπό τρείς απόψεις: ως διάχυτο αντίγραφο των μεγάλων ανδρών, ως αντίσταση αδρανείας που αντιμετωπίζουν οι μεγάλοι άνδρες και ως όργανό τους. Με τα υπόλοιπα ασχολούνται οι στατιστικές και ο διάβολος».
«…Σε μιαν εποχή που πασχίζει να μιλάει μόνο για την μάζα, η σωτηρία μας είναι ότι κάποια πρόσωπα συνεχίζουν ακατανίκητα σαν οχυρά»
Είναι ολοφάνερη η ιδεολογικοπολιτική ανάγκη να διευρύνουμε τον ορίζοντα της ελευθερίας της σκέψης μας, αναζητώντας συστηματικά τις απόψεις, τις τοποθετήσεις, τα βιώματα και τους αξιακούς κώδικες των στοχαστών της Αληθινής Ευρώπης και να συλλέξουμε με την μέγιστη εφικτή λεπτομέρεια το έργο τους, καθώς αυτό δεν συμπεριλήφθηκε στην ολότητά του από τους εμπαθείς κι εχθρικούς μεταπολεμικούς σχολιαστές. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην ιχνηλάτηση όλων των πνευματικών συνδέσμων και των ηθικών τους εκφάνσεων, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από το έργο των «καταραμένων» στοχαστών της Αληθινής Ευρώπης, ώστε να αναπλάσουμε το μαγικό και σωτήριό του υφάδι μέσα από την ιστορία και τον θρύλο.
Ο διάσημος συντηρητικός Γάλλος αντιφασίστας και αντιρατσιστής λογοτέχνης Πωλ Κλωντέλ μας προσφέρει μιαν εξαιρετικά χρήσιμη κυνική διαπίστωση γράφοντας στο βιβλίο του «Προχειροφτιαγμένες μνήμες»: «…ο άνθρωπος είναι μια ακατέργαστη ύλη, πάνω στην οποία πρέπει να θέσουμε τ’ αναγκαία ερωτήματα, ώστε να πάρουμε απ’ αυτόν ότι μπορεί να μας προσφέρει. Είναι συνεπώς ασήμαντη μικρολογία να μεμφόμαστε την εκμετάλλευση του ανθρώπου, αντίθετα ο άνθρωπος είναι ένα ον που ζητεί να το εκμεταλλευθούν» (1954). Η συγκεκριμένη δήλωση του … δημοκράτη Γάλλου «ακαδημαϊκού» αποτυπώνει με ωμότητα την φιλοσοφική πεμπτουσία των επικριτών, των κατηγόρων της Αληθινής Ευρώπης, των ανθρώπων που απέρριψαν και καταδίκασαν τους «καταραμένους» αμφισβητίες του Μεσοπολέμου.
Στον αντίποδα αυτής της φλεγματικής απανθρωπιάς και της συναίνεσης στην ανομία, στέκει το ρωμαλέο όραμα του «κολασμένου» αυτόχειρα Ντρυ Λα Ροσέλ, που θεωρεί τον άνθρωπο ως «ον που αναζητεί τον εαυτό του» απηχώντας την δελφική επιταγή «γνώθι σ’ αυτόν» : Στα κείμενα και στις νουβέλες του, οι πρωταγωνιστές του είναι άνθρωποι που επάγουν διαρκώς σκληρά ερωτήματα στον εαυτό τους, αντιμετωπίζουν αγέρωχα ποικίλα υπαρξιακά διλήμματα αναπροσαρμόζοντας ακατάπαυστα την καθημερινότητά τους δίχως επιφύλαξη, έως ότου γινόμενοι «Πρόσωπα» ανακαλύψουν την καθοριστική πορεία της ζωής τους, την οποία και ακολουθούν ανεπιφύλακτα ως τον θάνατο. Οι νιτσεϊκοί αριστοκράτες του Λα Ροσέλ περιφρονούν και υπερβαίνουν την «ακατέργαστη ύλη» του κάθε Κλωντέλ, αντιμέτωποι με το πεπρωμένο γεμάτοι περηφάνια κι αποφασιστικότητα. Στα έργα του «Νέος Ευρωπαίος», «Ο ιππέας», «Ο Δικτάτωρ» και «Φωσφορισμός των βάλτων» ο Λα Ροσέλ μας προσφέρει ολοζώντανους τους ασυμβίβαστους ήρωές του : από τον Αλαίν του «Φωσφορισμού των βάλτων» που αυτοκτονεί απογοητευμένος από την αθλιότητα και την ανικανότητα που τον περικυκλώνει, ως τον νεαρό επαναστάτη στον «Νέο Ευρωπαίο» που ολοκληρώνει την αναζήτησή του σπεύδοντας να πολεμήσει στην Ισπανία μέσα από τις τάξεις των εθνικιστών στον εκεί φονικό εμφύλιο.
Αυτοί οι ήρωες κονιορτοποιούν την φημισμένη φράση του Μαρξ που αποπροσωποποιεί ολότελα τον άνθρωπο θεωρώντας τον «εργαλείο της ιστορίας». Αυτή η αρρωστημένη θεώρηση αποδίδει πυρηνικά, όχι μόνο την μαρξιστική άποψη αλλά και την άποψη όλων των μηχανιστών «ιδεολόγων» του κάθε φτηνιάρικου υλισμού. Αυτοί οι …διανοούμενοι απαλλάσσουν τον άνθρωπο από την «προσωπική» του ευθύνη, απαλείφοντας την ιδιαιτερότητα του διαφορισμού μεταξύ των ανθρώπων, που τελικά κινούνται δήθεν μόνο από οικονομικές και ενστικτώδεις δυνάμεις, ως εργαλεία της ιστορίας ή ως ζωώδη ενεργούμενα των επιθυμιών (βλ. ψυχαναλυτικές και πολλές κοινωνιολογικές σχολές υλιστικής κατεύθυνσης). Σ’ αυτήν την δαιμονική και αντιιστορική ρητορική οι ήρωες του Λα Ροσέλ και των άλλων συναγωνιστών του στοχαστών, απάντησαν : «…ο άνθρωπος είναι αυτό που θέλει να είναι, αυτό για το οποίο προετοιμάστηκε να προσπαθήσει να είναι, πορευόμενος στον δρόμο της ελευθερίας του».
Ο νομπελίστας ιατροφιλόσοφος και λογοτέχνης Αλέξις Καρέλ, επίσης «καταραμένος» του Μεσοπολέμου, γράφει προφητικά στο περίφημο βιβλίο του «Άνθρωπος αυτός ο άγνωστος» : «…είναι αναγκαίο να επιστρέψουμε στο ανθρώπινο ον την προσωπικότητά του, η οποία σήμερα έχει αφαιρεθεί από την ανθρώπινη ζωή. Τα φύλα πρέπει πάλι να καθοριστούν ξεκάθαρα. Επιπλέον, έχει σημασία ο άνθρωπος ν΄ αναπτυχθεί μέσα στον ξεχωριστό και πολλαπλό πλούτο των δραστηριοτήτων του».
Είτε το κατανοούν και το αποκρύπτουν, είτε αδυνατούν να το αντιληφθούν οι πάτρωνες και απολογητές του μεταπολεμικού μαζανθρώπου, η θέληση των ξεχωριστών προσώπων συνεχίζει να λειτουργεί ως κομβικός πόλος της παγκόσμιας ιστορίας Αυτά σφραγίζουν την εξέλιξη της ιστορίας και εξοβελίζουν το προεξαγγελμένο από τους εξουσιαστές τέλος της. Όπως γράφει ο αείμνηστος Ερνστ Γιούνγκερ στην «Στρογγυλή Τράπεζα»: «…Σε μιαν εποχή που πασχίζει να μιλάει μόνο για την μάζα, η σωτηρία μας είναι ότι κάποια πρόσωπα συνεχίζουν ακατανίκητα σαν οχυρά. Τίποτα δεν μπορεί να πετύχει εναντίον τους».
Εδώ αξίζει ν’ αναφερθεί και η άποψη του Γάλλου «προσωποκράτη» (περσοναλιστή) φιλοσόφου Εμμανουέλ Μουνιέ, (ο οποίος υπήρξε αντικαπιταλιστής και αντικομουνιστής, δίχως όμως να είναι φασίστας, ούτε καν φιλοφασίστας), εκδότη του περιοδικού «Η ελευθερία του πνεύματος» όπου γράφει χαρακτηριστικά: «Ο μόνος συμβιβασμός, η μόνη δέσμευση που αξίζει είναι εκείνη την οποία υιοθετεί κάποιος απέναντι του εαυτού του, η συμφωνία με τον ίδιο του τον εαυτό. Η μεγαλειώδης εκπλήρωση του εαυτού και του μοναδικού αναντικατάστατου πεπρωμένου του».
Ο δαφνοστεφανωμένος Άγγλος ποιητής Άλφρεντ Τέννυσον έγραψε «..Γιά να μιλήσουμε στους θεούς πρόσωπο με πρόσωπο, πρέπει επιτέλους ν’ αποκτήσουμε ένα πρόσωπο…» Ο Διδάσκαλος Έβολα τοποθετεί το «Πρόσωπο» υπεράνω κάθε άλλης αξίας, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του κράτους. Στο έργο του «Άνθρωποι και ερείπια» εξισώνει την βαρύτητα των δύο εννοιών, επισημαίνοντας όμως ως πρόταγμα ότι, το «γνώθι σ΄ αυτόν», η αναζήτηση του εαυτού και η σχηματοποίηση του προσώπου, αποτελούν την υψηλότερη έκφανση των αξιών «πίστη» και «ύφος». Στους «Προσανατολισμούς» επισημαίνει χαρακτηριστικά : «Απέναντι σ’ ένα σάπιο κόσμο που έχει για αρχή του ¨κάνε αυτό που φαίνεται ότι κάνεις¨ ή επίσης ¨πρώτα το στομάχι και το δέρμα κι΄ ύστερα το ήθος¨ ή επίσης ¨αυτοί δεν είναι καιροί στους οποίους επιτρέπεται η πολυτέλεια να έχεις ένα χαρακτήρα¨ ή τελικά ¨έχω μιαν οικογένεια να θρέψω¨, αντιτιθέμαστε ξεκάθαρα και σταθερά σε τέτοιες μορφές συμπεριφοράς. Δεν μπορούμε να δράσουμε με άλλη μορφή. Αυτός είναι ο δικός μας δρόμος, η δική μας μορφή ύπαρξης!». Αυτή η ακλόνητη πίστη προς τον εαυτό του είναι το μόνο εχέγγυο το οποίο αξίζει να σέβεται ο άνθρωπος, τιμώντας συνακόλουθα τις επιλογές του με συνέπεια. Αυτή η πίστη «προς εαυτόν» αποτελεί το ύπατο ηθικό καθήκον στον άνθρωπο του φασισμού. Όταν ξεκινήσει την περιπέτεια της ζωής του οφείλει να αποκοπεί από τα μετόπισθεν, να λησμονήσει την οπισθοχώρηση, να καταστρέψει τις γέφυρες της οπισθοδρόμησης, να πυρπολήσει τα πλοία της διαφυγής.
Στον φασιστικό χώρο των ιδεών η έννοια «Τιμή» και η έννοια «Πίστη» είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αλληλένδετες, ενέχουν μια χαλύβδινη αμφιμονοσήμαντη ταυτοσημία. Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ γράφει χαρακτηριστικά «Η τιμή είναι ζήτημα αίματος, όχι αντίληψης … δεν αντανακλάται σε κάποιον, γιατί όταν αντανακλάται τότε αυτός είναι ήδη άτιμος». Ο λακωνικός αφορισμός του βαθυστόχαστου φιλόσοφου διαλύει οριστικά την συνήθη σύγχυση του μέσου σύγχρονου ανθρώπου μεταξύ τιμής και «υπόληψης», που δρα ως αντιμεταβιβαστικός ετεροπροσδιορισμός των «ατόμων» προς άλλα «άτομα» και βέβαια δεν διαθέτει καμιά ουσιώδη σχέση με την τιμή.
Στον πολιτισμό της Αληθινής Ευρώπης η έννοια «Τιμή» και η έννοια «Πίστη» τιμώνται και θαυμάζονται ως εξαίρετες αρετές. Η αισθητική μεταγραφή αυτού του μύχιου θαυμασμού αντανακλά χαρακτηριστικά στο έργο του Αλφόνς ντε Σατωμπριάν «Η δέσμη των δυνάμεων», όπου εκφράζει αναμφίβολα και απερίφραστα τον σεβασμό και την χαρά του παρατηρώντας τους άψογους σχηματισμούς και την αρρενωπή ρώμη των ανδρών της «Μαύρης φρουράς» των SS, που έφεραν χαραγμένο στην ζώνη τους το σύνθημα της φρουράς : «Η τιμή μας ονομάζεται πίστη».
Ο Έβολα περιφρονεί ως «ηθικούς νάνους» εκείνους που μετέπλασαν την έννοια της τιμής σ’ ένα συμπεριφορικό κέλυφος, σ’ ένα αφηρημένο αίτημα με μονοδιάστατη χρησιμοθηρική έκφραση αστικού υποκριτικού καθωσπρεπισμού, το οποίο στερείται ολότελα κάθε πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο. Η τιμή αποτελεί ύψιστο αγαθό που κατακτάται και διατηρείται με αγώνα: εκείνος που παραμένει πιστός στον εαυτό του, στην ομάδα των συναγωνιστών του, εκείνος που είναι ξένος κι εχθρός της δουλικότητας, που μισεί αθεράπευτα την προδοσία και θεωρεί την ζωή ως καθήκον κι όχι καταναγκαστική υποτέλεια, εκείνος είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει την αξία της τιμής.
Η πίστη και η τιμή έχουν υπερλογικό χαρακτήρα, οπότε εκείνοι που αποδέχτηκαν ως θεμελιώδη νόμο τον ορθολογισμό, αδυνατούν ολότελα να τις συλλάβουν και να τις κατανοήσουν. Γι’ αυτήν την θλιβερή κατηγορία ανθρώπων η πίστη είναι δουλικότητα και η τιμή καθαρή φαντασία. Κάθε κοινωνία που αποποιείται αυτές τις ύπατες αξίες και τις εξοβελίζει, όπως και όποια κοινωνία τις μεταπλάθει σε άψυχα, χάρτινα σκευάσματα μιας κούφιας ρητορικής, τείνουν προοδευτικά να καταστούν κοινωνίες σε διάλυση όπου το χάος αρχίζει να υποκαθιστά την τάξη, διαλύεται ο παραδοσιακός κοινωνικός ιστός και διασπείρεται μια ύπουλη αποκτήνωση.
Οι επιμέρους αξίες του πνευματικού οικοδομήματος της Αληθινής Ευρώπης που περιγράφηκαν παραπάνω είναι αξίες που ικριώνουν και διαφοροποιούν μια ξεχωριστή ηθική αντίληψη, διαφοροποιώντας ταυτόχρονα τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η ανεύρεσή τους και η κατανόησή τους εξηγούν σαφέστατα την κάθετη απόρριψη που προβάλλουν ενάντια στην αστική εξισωτική ψευτοδημοκρατία (που αντιστοιχίζει κι εξισώνει τον άνθρωπο με την ψήφο), καθώς και στον μαρξιστικό σοσιαλισμό (που εξισώνει τον άνθρωπο μ’ ένα άτομο – παραγωγικό εξάρτημα της συλλογικής κρατικής μηχανής).
Για τους λογοτέχνες και τους στοχαστές του φασισμού δεν μπορεί να υπάρξει περισσότερη ισότητα από εκείνη που υφίσταται μεταξύ των ελευθέρων ανθρώπων, με την ελευθερία αντιληπτή ως «συμφωνία προς το είδος» και «υπακοή σ’ έναν ανώτερο ρυθμό». Ο όρος ισότητα και ο όρος ελευθερία που ανάγονται άμεσα στην αρχαία Ελλάδα, είναι ριζωμένοι στην Αθήνα και στην Σπάρτη, στις θρυλικές Πολιτείες των Ομοίων, ενώ στην μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας κατέκλυσαν πολυσήμαντα τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Οι διάφοροι συγγραφείς και στοχαστές της Αληθινής Ευρώπης στους οποίους αναφερόμαστε, τοποθετήθηκαν θαρραλέα και απροκάλυπτα απέναντι στα θεμελιώδη κοινωνικά προβλήματα με πλήρη αφομοίωση της ουσίας αυτών των όρων, τους ενσωμάτωσαν στο έργο τους και τους προσέφεραν νέες αισθητικές μορφοποιήσεις.
Σ’ αυτούς τους ίδιους όρους, αλλά και στον λεπτομερή τους ανακαθορισμό είναι αναγκαίο να βρούμε την κοινωνική διάσταση, την κοινωνική οπτική του επαναστατικού εθνικισμού. Να την προβάλλουμε ξεκαθαρισμένη στις αδιαφοροποίητες μάζες των ασφυκτικών σύγχρονων πόλεων, διαλύοντας τον αγοραίο «πολυπολιτισμικό» όχλο και συνεγείροντας τον αφυπνισμένο Λαό. Να σχηματοποιήσουμε μιαν «εμπρόσωπη και αρθρωμένη συλλογικότητα», όπως θαυμάσια εξέφρασε ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ.
Ποιο χαρακτήρα και βαρύτητα έχει η απρόσωπη, αγελαία και άχρωμη μάζα στο φασιστικό φαινόμενο ; Μέσα από τον Νίτσε ο φασισμός περιφρόνησε τις μάζες και προσέγγισε λατρευτικά την Πολιτεία: «Δεν πιστεύω πως η μάζα αξίζει προσοχής παρά μόνο υπό τρείς απόψεις: ως διάχυτο αντίγραφο των μεγάλων ανδρών, ως αντίσταση αδρανείας που αντιμετωπίζουν οι μεγάλοι άνδρες και ως όργανό τους. Με τα υπόλοιπα ασχολούνται οι στατιστικές και ο διάβολος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου