22/1/11

“Η Φυλή των Συγγραφέων”



του Τέου Ρόμβου (Φουρόγατου)
Από μικρός διάβαζα κι έγραφα με τις ώρες. Έγραφα διαρκώς, σαν γραφέας σε αποθήκη της αρχαίας Βαβυλώνας. Κάποια μέρα στο σχολείο, την ώρα του μαθήματος, σκάρωσα μια χειρόγραφη εφημερίδα που την ονόμασα “Ο Ινδιάνος”. Στην πρώτη σελίδα περιέγραφα ένα μικρό παιδί που ήθελε μεγαλώνοντας να γίνει Ινδιάνος. Συνέχισα την εφημερίδα γράφοντας τακτικά για τον Ινδιάνο και τις δοκιμασίες στις οποίες έπρεπε να υποβάλλεται στη διάρκεια της ζωής του. Σ’ αυτή μου την ενασχόληση βρήκα πραγματικό ενδιαφέρον και διέξοδο από τις γκρίζες σχολικές μέρες. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι τα παιδιά που έχουν έφεση στο γράψιμο ξεκινούν συχνά με την προσωπική τους εφημερίδα. Το ίδιο έκαναν πολλοί συγγραφείς, το ίδιο είχε κάνει και ο Aνεμοστρόβιλος, που αργότερα –χωρίς να το γνωρίζω- ακολούθησα τα βήματά του στη Γαλλία, όταν ερευνούσε τις οικογενειακές του ρίζες, και όλα αυτά τα χώρεσε  στο βιβλίο του “Satori in Paris”
Τα πρωινά καθόμουν σε ένα μικρό καφέ στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα κι εκεί, γύρω στις δέκα η ώρα, έβλεπα ένα γεροδεμένο άντρα με μακριά μαλλιά να έρχεται στηριζόμενος σε δυο μπαστούνια. Καθόταν δίπλα μου, ακουμπούσε τη φορητή του γραφομηχανή στο τραπέζι, πέρναγε στον κύλινδρο χαρτί, τσάκιζε τα δάχτυλά του μια-δυο φορές, ξερόβηχε και άρχιζε να χτυπάει με λύσσα τα πλήκτρα της γραφομηχανής.  Από τη θέση που καθόμουν έβλεπα το χαρτί να γεμίζει με λέξεις, το  κείμενο  να σκεπάζει την άσπρη επιφάνεια σαν πλημμυρίδα.

Η πρόζα έρεε από μέσα του, από τα ακροδάχτυλά του ξεχυνόταν η ζωή. Πρόσωπα, σχέσεις, πλοκή, μέλλον και παρελθόν λιώνουν. Ένιωθα τον άντρα αυτό «σαν ένα μικρό θεό, που από το τίποτα δημιουργούσε κάτι που κι αυτόν τον ίδιο θα τον παραξενέψει». Σταματούσε να γράφει μόνο όταν το γκαρσόνι του έφερνε το ποτήρι με το κονιάκ κι έπινε. «Δεν μ’ ενδιαφέρει η φιλολογική τελειότητα του έργου», μου έλεγε, «αλλά η περιγραφή μιας συνεχούς ροής της ίδιας της πραγματικότητας, όπως τη ζω πάνω στο πετσί μου».
Ο Μεγάλος Χάνκ είχε πει: «Οι πιο δημιουργικές ώρες είναι όταν βρίσκομαι υπό την επήρεια του αλκοόλ, με βοηθάει να ξεπερνάω τις αναστολές μου, γιατί  κατά βάθος είμαι ένας ντροπαλός και συνεσταλμένος άνθρωπος και το αλκοόλ μου επιτρέπει να γίνομαι ξαφνικά εκείνος ο ήρωας που διασχίζει ασυγκράτητος το χωροχρόνο κάνοντας ένα σωρό κατορθώματα».
«Υπάρχει κάτι στην ακατάσχετη ροή της ποιητικής πρόζας του πότη, κάτι σαν ασυνάρτητο παραμιλητό, σαν μοναχικό παράπονο, σαν σκούξιμο σκύλου που τον βαρέσανε και τον διώξανε». Ταχυδρομούσε τα δακτυλόγραφα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για δημοσίευση και του έστελναν ένα τσεκ. Ένας εκπατρισμένος Αμερικανός στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, οι κινήσεις του όλο σιγουριά, ο αέρας μπερδευόταν στα μαλλιά μου, το πρόσωπό του φωτισμένο από κάτι εσωτερικό, καθισμένος καταμεσής στο πεζοδρόμιο ενός γαλλικού δρόμου έγραφε για το αμερικάνικο κοινό.
Η εικόνα αυτή απέπνεε την απόλυτη ελευθερία. Και εγώ είχα αποφασίσει για το τι θα έκανα στη ζωή. Είχα ελάχιστα χρήματα. Φυτοζωούσα, έτρωγα σπάνια, έπινα μόνο καφέ, κάπνιζα και έγραφα ασταμάτητα. Ήμουν σε μια διαρκή κίνηση. Ένιωθα ότι έπρεπε να περάσω τη δοκιμασία της πείνας όπως την περιέγραψε Αυτός που είχε Μαύρη Καρδιά  στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του το 1890. Περιπλανιόμουν και φωτογράφιζα με το μυαλό μου ό,τι έβλεπα στις καθημερινές βόλτες μου σε αστραφτερές συνοικίες και σε άθλιες τριτοκοσμικές γειτονιές και το βράδυ στρωνόμουν για να γράψω ό,τι είχα δει στη διάρκεια της μέρας.
Ζούσα σε απίστευτη ανέχεια κι όταν μου ζήτησαν, για ένα πεντοχίλιαρο, να γράψω τα διαφημιστικά κείμενα για μια σειρά hardcore βίντεο, είπα γρήγορα ναι. «Να μένουμε μακριά από το παζάρι της τέχνης», συμβούλευε ο Χορευτής των Βουβαλιών, και το Φωτεινό Σύννεφο αρνιόταν να εισπράξει τα δικαιώματα από τα βιβλία του: «Είναι δυνατόν να θέλεις να βγάλεις λεφτά από την τέχνη; Αν υπάρχει το στοιχείο του ωφελιμισμού όλα αλλάζουν. Η τέχνη δεν μπορεί να είναι επάγγελμα. Είναι τρόπος ζωής».
Όμως, Εκείνος που Ζούσε Μόνος περίμενε στα καφέ τη σύντροφό του, που πήγαινε στους εκδότες με την τριλογία του (ο Ακατονόμαστος, ο Μολλόυ και ο Μαλόν πεθαίνει) και άκουγε μόνον αρνήσεις. Οι δυο τους ζούσαν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Πριν τα τριάντα του ο Κόνδορας του Ήλιου για να επιβιώσει στο Παρίσι, έπλενε βιτρίνες, σκούπιζε πεζοδρόμια, κουβάλαγε βιβλία. Το “Κιβώτιο” έμελλε να είναι το μοναδικό μυθιστόρημα που πρόλαβε να ολοκληρώσει, ποτέ δεν έζησε από κοντά τη μεγάλη επιτυχία του βιβλίου του στην Ελλάδα που, το 1975, πούλησε περισσότερο από σαράντα χιλιάδες  αντίτυπα. Τρία χρόνια μετά, όταν το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία, εκείνος πέθανε και θάφτηκε σαν άπορος στο Νεκροταφείο των Ξεχασμένων.
Συχνά η φυλή των συγγραφέων βιώνει την εξαθλίωση, επιβιώνει μέσα από συγκρούσεις με το κατεστημένο και την εξουσία και γίνεται δυνατότερη από τις επιλογές της, το Ακριβοθώρητο Ζαρκάδι, ο Ουράνιος, η Ροδάνθη, το Κόκκινο Σύννεφο, ο Άνεμος που Στριγγλίζει, η Αρκούδα που Περπάταγε στη Σκιά, τo Ουράνιο Τόξο, και πολλοί άλλοι, κυνηγήθηκαν, ριχτήκανε στη φυλακή, λιμοκτονήσανε, όμως συνέχισαν.
Το γράψιμο είναι στην πραγματικότητα μια διαρκής αγωνία, είναι πάλη με μια χάρτινη τίγρη. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη μπορείς να γεμίσεις το χαρτί. «Με αγχώνει πολύ το γράψιμο», έγραφε το Φωτεινό Σύννεφο. «Η λευκή σελίδα με τρομοκρατεί κι όσο μπορώ το αναβάλλω». Ο Θρόνος στα Σύννεφα περιέγραψε, «κάτι ανείπωτο, κάτι κρυφό που μου εξαφανίζει τις λέξεις που έχω βρει, κάτι καταστρέφει τη σκέψη μου». Ο Χορευτής των Βουβαλιών έλεγε: “Μα γράφουμε ποίηση όχι για να ζήσουμε αλλά για να πεθάνουμε”.
Καθόμουν μπροστά στη γραφομηχανή κι ενδοσκοπούσα. Κοιτάζοντας εντός μου αφουγκραζόμουνα τους χτύπους της καρδιάς μου, αισθανόμουν τα σπλάχνα μου, το αίμα στις φλέβες μου να εξακοντίζεται, προσπαθούσα να εισχωρήσω εκεί που γεννιέται ο λόγος, στο μετείκασμα των προσλαμβανομένων εικόνων σε αισθήματα, στους ανασασμούς της ψυχής μου,  πάσχιζα να ψηλαφίσω το υλικό από το οποίο είναι πλασμένο το είναι μου. Η Φουντωτή Λόχμη μου ψιθύριζε: «Το γράψιμο απαιτεί απόλυτη μοναξιά, η μοναξιά σημαίνει Βιβλίο ή Θάνατος. Θα γράψω ή θα πεθάνω. Να γράφω σημαίνει να μην ομιλώ, να σωπαίνω. Και να ουρλιάζω χωρίς να βγάζω ήχο…»
Πώς έγραψε αλήθεια ο Αγριόγατος ολόκληρο το κείμενο του “Μαλντορόρ” με μια ανάσα, πώς ο Aνεμοστρόβιλος σκυμμένος πάνω στη γραφομηχανή του γινόταν εξομολογητικός, αυτοσχεδιαστικός, χειμαρρώδης, απρόβλεπτος…
Γράφω για το περιθώριο, είναι ένας κόσμος που τον γνώρισα καλά. Στο Βερολίνο έμενα σε κατειλημμένα σπίτια μαζί με ρεμάλια και τεμπέληδες που δεν ήθελαν να πηγαίνουν κάθε πρωί στη δουλειά καλοξυρισμένοι, με κουστούμι και γραβάτα. Ήθελαν όπως κι εγώ να γίνουν συγγραφείς και μαζί γράφαμε σενάρια, κασέτες με λογοτεχνία και τρεφόμασταν από κλοπές. Οι άνθρωποι αυτοί συχνά ξεπερνούσαν τα όριά τους, κι αυτή η απέλπιδα, λυσσαλέα προσπάθειά τους ήταν για μένα πράξη αντίστασης σε μια κοινωνία που ήθελε και θέλει να μας βάλει σε καλούπια. Κι εμείς δε γουστάραμε τους νόμους, την ηθική, τη θρησκεία και τους κανόνες. Δεν ήθελα να με φέρει η κοινωνία στα μέτρα της…
Λίγα χρόνια μετά, στα βουνά της Μονεμβασιάς, στο δικό του Πανεπιστήμιο της Ζωής, συνάντησα τον Ελεύθερο Κυνηγό, έναν Αμερικάνο συγγραφέα. Κατοικούσε σ’ ένα ερειπωμένο κτίσμα μαζί με πάπιες, κότες, μια κατσίκα, ένα κουτσό γάιδαρο και κάποιους μαθητές που μάθαιναν τρόπους επιβίωσης, γραφή, ιστορία τέχνης. Ο Ελεύθερος Κυνηγός ζούσε χωρίς αναστολές κι έκανε έρωτα με όλα τα έμβια του πλανήτη του. Στις φλέβες του έρεε ινδιάνικο αίμα και όταν κάποτε τον κατηγορήσανε από το χωριό για κάποια κλοπή, εκείνος έβαψε το πρόσωπό του με τα χρώματα του πολέμου και κατέβηκε από το βουνό να πολεμήσει τους ενοικιαστές δωματίων. Κάθε φθινόπωρο έγραφε μια βιογραφική πρόζα που την τύπωνε σε δυο χιλιάδες αντίτυπα και την έστελνε σαν επιστολή του σκύλου του “Letters from Floke’ s farm”, το κείμενο τελείωνε με μια έκκληση σε φίλους και γνωστούς να τον συνδράμουν για να επιβιώσει το Πανεπιστήμιο της Ζωής και οι τρόφιμοί του.
Καθημερινά, παντού στον πλανήτη, νέοι Ινδιάνοι συνεχίζουν να καταπίνουν σβώλους από χαρτάκια μπενζεντρίνης, να μασάνε πεγιότλ, γιάχε, ντατούρα, μανδραγόρα, ελλέβορο, να γράφουν και να βομβαρδίζουν τους εκδοτικούς οίκους με χειρόγραφα και συνοδευτικές επιστολές όπου αναφέρουν με όλο το τακτ της τακτικής τους το ποσόν που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ώστε να τυπωθεί και να κυκλοφορήσει το βιβλίο τους, δίπλα σε άλλα βιβλία σπουδαίων συγγραφέων. Στα γραφεία των εκδοτών, οι υπεύθυνοι σειρών που είναι και οι άτυποι “αναγνώστες” διαβάζουν, χλευάζουν, γελούν, κοροϊδεύουν και κάνουν σαΐτες με τα χειρόγραφα των νέων συγγραφέων. Ο κόσμος των εκδοτών είναι ένας φρικαλέος, καταθλιπτικός, ανούσιος, στερημένος αισθητικής και φαντασίας τόπος. Είναι γνωστοί οι εκδότες που ζύγιζαν στη ζυγαριά και πούλαγαν με το κιλό τα βιβλία. Είναι γνωστός ο εκδότης που είχε στις  αποθήκες του μαζί με τα βιβλία πεπόνια και εμπορευόταν εποχιακά πότε το ένα εμπόρευμα και πότε το άλλο. Είναι  γνωστός ο εκδότης δεκάδων βιβλίων του Ιουλίου Βερν που πετσόκοψε χιλιάδες σελίδες από τα πρωτότυπα για να κυκλοφορήσει όλα τα βιβλία με διακόσιες σελίδες Είναι επίσης γνωστός ο εκδότης που αγόρασε μια νεκροφόρα και την έστελνε  στην επαρχία για να κάνει δειγματισμό στα βιβλία του. Είναι γνωστός ο εκδότης που εξέδωσε σχεδόν όλη την ευρωπαϊκή σκέψη, στη μοναδική, τότε, σειρά φιλοσοφίας, με μεταφραστές της Μακρονήσου που έμαθαν να μεταφράζουν στην εξορία από μεθόδους ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα ουδείς αναγνώστης να καταλαβαίνει τι διαβάζει. Και είναι γνωστός ο εκδότης επιστημονικής σειράς βιβλίων αντιψυχιατρικής που εμπιστεύτηκε τις μεταφράσεις τους σε κουλουρά της οδού Πατησίων… Ο νέος Ινδιάνος πρέπει  να γνωρίζει πως, ακόμη και αν εκδοθεί, και μολονότι στην αλυσίδα της παραγωγής του βιβλίου θα βρίσκεται πρώτος, στις πληρωμές θα έρχεται πάντα τελευταίος. Αντί, λοιπόν, να ακολουθήσει όλη αυτή την ψυχοφθόρο διαδικασία των διαδοχικών απορρίψεων από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους θα του πρότεινα να εκδώσει μόνος το βιβλίο του ή να τυπώσει μόνο το εξώφυλλο του βιβλίου και να το περάσει σ’ ένα CD για να το μοιράζει ή να το ανεβάσει στην προσωπική του ιστοσελίδα…
Ο γέρο Ινδιάνος καθισμένος ψηλά σ’ ένα βράχο χαιρετάει την αυγή, νιώθει ότι έχει περάσει όλες τις δοκιμασίες, την πείνα, τη στέρηση, τον έρωτα, τον πόνο, την ταύτιση, την προδοσία, το θάνατο, δεν έχει πια κάτι να διηγηθεί, τον πλημμυρίζει γαλήνη, ένας μικρός θεός που δημιούργησε από το τίποτα κείμενα, μνήμες, ευχές, όνειρα και μπόρεσε να δει πίσω από τείχη, λόφους, πέρα από τον ορίζοντα, πίσω από λέξεις, στο βάθος των νοημάτων, στις έννοιες και στην ουσία των πραγμάτων, βλέπει τα κείμενα να πλέουν σαν ερημονήσια στο Αιγαίο, όλα τα εγκόσμια να έχουν γίνει κείμενα που ταξιδεύουν πάνω από χώρες και γλώσσες σαν αποδημητικά πουλιά, το γράψιμο ήταν ανάγκη, έγραφε και ούρλιαζε άηχα για να ξορκίσει το κακό,  για να μην αυτοκτονήσει, για να παραμείνει στη ζωή, υπήρξε κι αυτός ένα τέτοιο πλάσμα, συνεχίζει να γράφει για να δηλώσει ότι βρίσκεται ακόμη εδώ, σκεπτόμενος τους φίλους του που έγιναν μέρος των αναμνήσεών του, γράφει για τα διόδια του βαρκάρη, πρέπει να δυναμιτίσει τα περάσματα, να υπονομεύσει τη θνησιμότητα, να μνημονεύσει και να ζωντανέψει τα πρόσωπα των προσφιλών νεκρών, όμως, κάτι κρυφό, κάτι ανείπωτο, εξαφανίζει τις λέξεις που έχει βρει, κάτι καταστρέφει τη σκέψη του και ο νους του δηλητηριάζεται από έννοιες.
Πραγματικά ήρεμος είναι μόνο ο Ινδιάνος.

Η φυλή των Συγγραφέων
Αγριόγατος – Λωτρεαμόν
Ακριβοθώρητο Ζαρκάδι – Αρθούρος Ρεμπώ
Άνεμος που Στριγγλίζει  – Λεωνίδας Χρηστάκης
Aνεμοστρόβιλος – Τζακ Κέρουακ
Αρκούδα που Περπατάει στη Σκιά – Ηλίας Πετρόπουλος 
Αυτός που Έχει Μαύρη Καρδιά – Κνούτ Χάμσουν
Αυτός που Κάνει τους Άλλους να Γελούν – Πάνος Κουτρουμπούσης
Βράχος – Χανς Φαλάντα
γέρο Χάμπαρντ -  Ουίλιαμ Μπάροουζ
Εκείνος που Ζούσε Μόνος – Σάμιουελ Μπέκετ
Ελεύθερος Κυνηγός – Χάνα
Επισκέπτης – Πολ Όστερ
Θρόνος στα Σύννεφα – Αντοντίν Αρτό
Κόκκινο Σύννεφο – Έντγκαρ Άλαν Πόε
Κόνδορας του Ήλιου – Άρης Αλεξάνδρου
Μαύρη Aρκούδα – Άλεν Γκίνσμπεργκ
Μεγάλος Χάνκ -  Τσαρλς Μπουκόβσκι
Ουράνιο Τόξο – Όσκαρ Ουάιλντ
Ουράνιος – Παναΐτ Ιστράτη
Πνεύμα των Πολεμιστών – Γιοργκ Φάουζερ
Ροδάνθη – Αλμπερτίν Σαραζίν
Σιγανό Ποτάμι – Λουί Φερντινάν Σελίν
Το Πουλί με το Μεγάλο Ράμφος – Όμηρος
Φουντωτή Λόχμη – Μαργκερίτ Ντιράς
Φωτεινό Σύννεφο – Ε. Χ. Γονατάς
Χορευτής Βουβαλιών – Νίκος Εγγονόπουλος
Ψυχή των Προγόνων – Νικολάι Γκόγκολ


Δημοσιεύτηκε στη ΓΑΛΕΡΑ, τ. 23, Αύγουστος 2007


http://romvos.wordpress.com/2010/08/25/%ce%b7-%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%ae-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%ad%cf%89%ce%bd/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου