Σουν-Τσε, Η Τέχνη του Πολέμου
«Για να δώσουμε μιαν απάντηση πρέπει να δούμε και ορισμένες άλλες πτυχές της υπόθεσης. Η κατάσταση της Εθνικής Οικονομίας, κατάσταση συνεχούς αποβιομηχάνισης και δυνάμωσης των δεσμών εξάρτησης, απαιτεί συνεχή νέα δάνεια απ' τις μεγάλες Δυτικές Τράπεζες. Έτσι ο Παπανδρέου είναι σήμερα έρμαιον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.»
Αθήνα 11-10-1987, Ε.Ο. 17Ν
Δεν υπάρχει λόγος να χαϊδέψουμε τ’ αυτιά κανενός. Η ωμή αλήθεια είναι ότι η έλευση του ΔΝΤ, όσο και η αποικιοκρατικού τύπου πολιτική που ακολούθησε, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Οι θεωρίες των Μονεταριστών της σχολής του Σικάγο ήταν ήδη γνωστές από τη Χιλή του Πινοσετ – αν και λιγότερο γνωστή ήταν η εξέλιξη αυτών των θεωριών σε πιο «δημοκρατικά» περιβάλλοντα – όπως και η άμεση σχέση των μαθητών του Φριντμαν με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το τραπεζοπιστωτικό σύμπλεγμα.
Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης προλείανε το έδαφος για όξυνση του οικονομικού ιμπεριαλισμού των ισχυρότερων (ισχυρών πολιτικοστρατιωτικά γιατί το οικονομικό τους χρέος είναι πολύ μεγαλύτερο της Ελλάδας που αποφάσισαν να κηρύξουν χρεοκοπημένη) προς τους αδύναμους κρίκους του Δυτικού κόσμου. Άλλωστε σε αυτό ειδικεύεται το υπάρχον σύστημα εξουσίας, στη διαχείριση κρίσεων – πραγματικών ή τεχνητών – προς όφελος του.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα γιατί η Ελληνική κοινωνία δεν αντέδρασε - και ακόμα αν εξαιρέσουμε ορισμένες μάχιμες μειοψηφίες δεν έχει αντιδράσει δυναμικά στην ουσιαστική κατοχή της χώρας από τα οικονομικά συμφέροντα λίγων πολυεθνικών.
Ας πούμε μια μεγάλη αλήθεια που σπάνια ακούγεται, ίσως όχι τόσο από άγνοια άλλα από ιδεοληπτική δειλία. Ο όρος κοινωνία είναι μια αφαίρεση χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί εδώ και χρόνια, κατάλοιπο/παράγωγο του μια γενίκευση που θεωρούμε κοινωνικό σύνολο ενώ δεν είναι παρά ένας χυλός ασύνδετων ατομικοτήτων.
Η αναπαράσταση κοινωνικοποίησης που εκδηλώνεται στο συμπεριφορικό μοντέλο Νεοέλληνας διάγει, και πολλές φορές απολαμβάνει κιόλας, μια αλλοτριωμένη επιβίωση – αρνούμαστε να το ονομάσουμε ζωή – μέσα σε μια life-style μαλθακότητα, έχοντας ως πρότυπα ασημαντότητες και κάτω του μετρίου διάνοιες.
Ως αποτέλεσμα έχει χάσει τόσο τη μαχητικότητα του όσο και την αίσθηση της κοινότητας, με αποτέλεσμα να αποφεύγει όλες τις απαραίτητες μάχες και να δρα αναθετικά προς κάποιους αόριστους ειδικούς της αντίστασης τους οποίους με θράσος εγκαλεί όταν δεν καταφέρνουν να πετύχουν τους στόχους που ο ίδιος αυθαίρετα έχει θέσει.
Σκοπός του παρόντος πονήματος δεν είναι να γράψουμε ένα ακόμα, από τα πολλά που κυκλοφορούν, αφοριστικό κείμενο για το συνονθύλευμα που αυθαίρετα από δω και πέρα θα ονομάζουμε νεοελληνική κοινωνία. Επειδή θεωρούμε πως ανήκουμε στους ενεργούς πολίτες – πλεονασμός, κανείς που δεν είναι ενεργός δε θα έπρεπε να φέρει τον τίτλο του πολίτη αλλά αυτόν του ιδιώτη: idiot στην αλλοδαπή – η παραπάνω αρνητική ανάλυση μας χρησιμεύει για να διαμορφώσουμε μια ρεαλιστική εικόνα του «χωραφιού» που πρέπει να σπείρουμε τους σπόρους της εξέγερσης και να κατανοήσουμε ορισμένες από τις δυσκολίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Η υπερβολική αισιοδοξία έχει προσγειώσει απότομα πολλούς καλοπροαίρετους αγωνιστές και δείχνει έλλειψη διορατικότητας και πολιτικής οξυδέρκειας. Από την άλλη δεν ανήκουμε στις τάξεις των παραιτημένων που σέρνουν το μήνυμα της ήττας παντού – ήττας δικιάς τους και όχι δικιάς μας πάντως, όποιος μάχεται δεν έχει ηττηθεί. Ακόμα και η μη αποδοχή της ήττας από κάποιον που «αντικειμενικά» (από ποιον κριτή άραγε, αφού η μια πλευρά δε την αποδέχεται) είναι ηττημένος, σημαίνει πως η μάχη – άρα η ιστορία – συνεχίζεται. Και όσο συνεχίζεται η έκβαση δεν είναι ποτέ δεδομένη. Ιστορία ερχόμαστε λοιπόν.
Παρά τις αρχικές μας ενστάσεις και δηλώσεις πικρίας οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για ανάληψη δράσης, όσο για τις υποκειμενικές είναι η δουλειά του αντί-συστημικού κινήματος – του οποίου θεωρούμε τους εαυτούς μας ως μέρος του - να τις δημιουργήσει. Η πλειοψηφία του λαού νιώθει έντονη απαξίωση προς τους πολιτικούς θεσμούς και τους εκφραστές τους, τους πολιτικούς ηγέτες.
Ένα σημαντικό κομμάτι έχει προχωρήσει ακόμα περισσότερο κατανοώντας ότι δε μας είναι χρήσιμοι πλέον – ποτέ δεν ήταν ουσιαστικά. Ο μόνος τους ρόλος είναι η με κάθε μέσο προσπάθεια διαιώνισης ενός πολιτισμού που καταρρέει, ας τον αφήσουμε να καταρρεύσει επιτέλους, κάτι καλύτερο θα γεννηθεί. Και αν και με τη μορφή της ανάθεσης ακόμα, κατανοούν την αναγκαιότητα της λαϊκής αντιβίας ενάντια σε μια εξουσία που δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τα προνόμια της αναίμακτα. Οι στιγμές είναι ιστορικές λοιπόν, άρα και το βάρος των ευθυνών μας τεράστιο. Ποιο λοιπόν το πλάνο δράσης μας;
Αρχικά πρέπει να ορίσουμε τον εχθρό μας, ποιος ο στόχος μας, μέχρι που θέλουμε να φτάσουμε – μέχρι την καρδιά του κτήνους (Μαο Τσε Τουνγκ).
Ποια είναι λοιπόν τα αίτια της κρίσης που μας ταλανίζει; Είναι η κακοδιαχείρηση ορισμένων δημοσίων λειτουργών σε συνδυασμό με την πλεονεξία ορισμένων golden boys του τραπεζοπιστωτικού συμπλέγματος; Τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά για μας σε αυτή την περίπτωση, με μερικά λαϊκά δικαστήρια θα καθαρίζαμε και θα ευημερούσαμε σε μια νέα ηθική κοινωνία. Τουλάχιστον απλοϊκή, υπεραπλουστευτική συλλογιστική που όμως την έχει αγκαλιάσει η πλειοψηφία των δυσαρεστημένων από όλο το πολίτικο φάσμα.
Το ισχυρότερο όπλο της κυριαρχίας είναι η ισοπέδωση της κριτικής σκέψης ώστε να μη μπορούν οι κυριαρχούμενοι να αναγνωρίσουν τους πραγματικούς εχθρούς τους. Το ισχυρότερο κόλπο της κυριαρχίας είναι να μας πείσει πως δεν υπάρχει ζωή πέρα από αυτή, καμία εναλλακτική, πέρα από μερικές βελτιώσεις εδώ κι εκεί. Ρετουσάρισμα σε ένα σύστημα που δεν ψυχορραγεί απλώς, έχει βρωμίσει εδώ και καιρό.
Χρησιμοποιώντας ένα από τα κλασικότερα αναλυτικά εργαλεία – Το Κεφάλαιο του Μαρξ – θα λάβουμε το θάρρος να ορίσουμε την επίθεση που δεχόμαστε συνολικά σαν λαός, χώρα, κοινωνία (ορίστε το σύνολο όπως θέλετε) ως μια νέα πρωταρχική συσσώρευση, το ιστορικό προτσές διαχωρισμού του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής.
Αλλά μιας και αυτό έχει ήδη συντελεστεί εδώ και πολλά χρόνια, οι μεταμοντέρνοι οικονομολόγοι περιγράφουν την πρωταρχική συσσώρευση ως προσάρτηση στη σφαίρα επιρροής της αγοράς όλο και περισσότερων δραστηριοτήτων της καθημερινότητας μας. Δεν πρόκειται καν για την παραδοσιακή σύγκρουση του κόσμου της εργασίας με τον κόσμο της εκμετάλλευσης αυτής. Έχοντας εξοριστεί από το κέντρο της παραγωγικής διαδικασίας, αποτελούμε περιφερειακές μονάδες ή υποσύνολα στη δικτυακή οργάνωση της οικονομίας.
Καταδυναστευόμαστε από την αναπαράσταση της καπιταλιστικής οργάνωσης παραγωγής που έχει διαχυθεί ως κοινωνική σχέση, απειλώντας να εξαπλωθεί και στην τελευταία στιγμή της ύπαρξης μας, στην τελευταία ικμάδα του ζωτικού μας χώρου. Επανερχόμαστε λοιπόν σε αυτούς τους – πάντα αόριστους και αόρατους – άπληστους εκμεταλλευτές που θέλουν να βγάλουν κέρδος κι απ’ τον αέρα που αναπνέουμε. Λυπούμεθα αλλά συνεχίζουμε να κυνηγάμε σκιές, όταν επαναλαμβάνουμε ότι ο κόπρος του Αυγείου δεν καθαρίζει με μερικές κρεμάλες, όσο ευχάριστη προοπτική κι αν είναι.
Αιτία της όξυνσης της αρπαγής δεν είναι άλλη παρά η ουσιαστική χρεοκοπία του ίδιου του καπιταλισμού σαν οικονομικό σύστημα αλλά και σαν σύστημα σχέσεων και διανομής ρόλων. Η συνεχής ανάπτυξη του καπιταλισμού έντεινε τις αντιφάσεις του σε σημείο πιθανώς μη αναστρέψιμο. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 η τεχνολογική ανεργία έφτασε σε ένα στάδιο αδυναμίας αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων εργασίας ακόμα και σε ήπια οικονομικά συστήματα Κεϋνσιανικής καπιταλιστικής διαχείρισης. Όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού περιθωριοποιούνται, και θα συνεχίσουν να αυξάνονται (οι περιθωριοποιημένοι) με μαθηματικούς ρυθμούς. Πλέον μια Δυτική (πολιτισμικά, όχι κατ’ ανάγκη γεωγραφικά) εταιρία για να είναι ανταγωνιστική πρέπει να ανανεώνει συνεχώς τον τεχνολογικό εξοπλισμό της και αυτό το έξοδο να αντισταθμίζεται με την μείωση των θέσεων εργασίας, θέσεις που ούτως η άλλως καθίστανται άχρηστες αφού η εργασία βγαίνει από τις μηχανές. Όμως οι μηχανές δεν παράγουν υπεραξία, μόνο η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης παράγει υπεραξία.
Αυτό οδηγεί σε στασιμότητα κεφαλαίου, αφού έχει φτάσει σε ένα στάδιο παραγωγής που δε μπορεί να επενδυθεί και να πολλαπλασιαστεί. Όμως ο σκοπός του κεφαλαίου στον καπιταλισμό δεν είναι άλλος παρά ο συνεχής πολλαπλασιασμός του, στάσιμο κεφάλαιο ισούται με νεκρό κεφάλαιο. Από τη στιγμή που δε μπορεί να πολλαπλασιαστεί στην πραγματική οικονομία θα καταφύγει στην πλασματική οικονομία, τις τραπεζοπιστωτικές συναλλαγές νομισμάτων, ομολόγων και μετοχών χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα στον πραγματικό κόσμο – αυτό που εκλαϊκευμένα ονομάζουμε φούσκες.
Ο ίδιος ο καπιταλισμός αναπαράγεται ως αυτονομημένη θεωρία – ενάντια στις φιλοσοφικές αρχές του της Προτεσταντικής ηθικής της εργασίας – έχοντας φτάσει σε ένα σημείο που παραβλέπει τον ανθρώπινο παράγοντα, η αναπαραγωγή του είναι αυτοσκοπός και όχι η ευημερία μας. Με άλλα λόγια ο καπιταλισμός εδώ και καιρό δε μας χρειάζεται, γιατί να τον χρειαζόμαστε εμείς άραγε;
Το διακύβευμα λοιπόν δεν είναι να «δικάσουμε» ορισμένους φαύλους άλλα ένα φαύλο σύστημα που θα γεννάει μονίμως φαύλους υπηρέτες του όσους και αν ξεφορτωθούμε. Επιδιώκουμε μια αλλαγή σχέσεων και όχι προσώπων, κάτι που προϋποθέτει μια ανθρωπολογική επανάσταση πρωτίστως – αυτό δεν αποκλείει την ένοπλη αναμέτρηση, όπως γράψαμε και παραπάνω οι προνομιούχοι δεν πρόκειται να παραιτηθούν των προνομίων τους χωρίς μάχη.
Αποσκοπούμε λοιπόν σε μια ριζική ανατροπή και όχι σε μια εναλλακτική διαχείριση του υπάρχοντος. Άρα εξ ορισμού οι προθέσεις μας είναι επαναστατικές και όχι ρεφορμιστικές, νομοτελειακά και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε θα είναι ανάλογα.
Ανάλογη θα είναι βέβαια και η αντίδραση της κυριαρχίας προς εμάς, είναι μάλλον ματαιοπονία να περιμένουμε την παραμικρή επιείκεια. Επ’ αυτού δεν τρέφουμε καθόλου αυταπάτες αφού η όξυνση της καταστολής, τόσο σε υλικοτεχνικό επίπεδο όσο και στο νομικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο, είναι προφανής σε όσους διαμένουν σε κάποιο αστικό κέντρο (το ρόλο της μητρόπολης στις επαναστατικές διεργασίες θα τον εξετάσουμε παρακάτω).
Δημιουργία νέων τρομονόμων που συμπεριλαμβάνουν πλέον όλες τις κατηγορίες αντιστεκόμενων πολιτών, συνεχείς περιπολίες ειδικών σωμάτων ασφάλειας (που ελάχιστα έως καθόλου δεν ασχολούνται με τη δημόσια ασφάλεια παρά μονό με φρονηματικά «αδικήματα»), κινητοποίηση παρακρατικών ομάδων και ρουφιανιών ενάντια σε «ύποπτες» για τη δημόσια τάξη ομάδες, ενώ σε περίοδο σκληρής λιτότητας ξοδεύονται αφειδώς μεγάλα ποσά για εξοπλισμούς σε αύρες, δακρυγόνα, κάμερες παρακολούθησης και λοιπό κατασταλτικό εξοπλισμό. Δεκάδες αγωνιστές βρίσκονται στις φυλακές, οι περισσότεροι με σαθρά κατηγορητήρια που αντιβαίνουν ακόμα και την αστική νομιμότητα των αναβαθμισμένων τρομονόμων.
Ενώ δεν είναι συνωμοσιολογία να αναφερθούμε και στη σύσταση αποσπασμάτων θανάτου στα πρότυπα των Λατινοαμερικάνικων ( βλ. και εισαγωγή για τις σχέσεις Πινοσετ – Φριντμαν) δικτατοριών. Η παρθενική τους εμφάνιση έγινε στο Βύρωνα που έδρασαν αποφασισμένοι να πάρουν το αίμα τους πίσω από δυο αλλοδαπούς ληστές τραπεζών που εξευτέλισαν την ΕΛ.ΑΣ αφοπλίζοντας αστυνομικούς και φεύγοντας με το περιπολικό – ένας ισχυρός συμβολισμός που διαλύει το μύθο της πανίσχυρης αστυνομίας. Το τραγικό αποτέλεσμα της όλης επιχείρησης – ανανεώνοντας το συμβολισμό ότι οι ειδικές δυνάμεις του εχθρού δεν είναι υπεράνθρωποι, μάλλον ανίκανοι αποδεικνύονται στα δύσκολα – ήταν η εκτέλεση με 9 σφαίρες ενός περαστικού οικογενειάρχη, του Νικόλα Τόντι.
Τα ονόματα των εκτελεστών μπάτσων ουδέποτε δημοσιευτήκαν, ενώ δεν διώχθηκαν ποινικά παρόλο που ούτε περίπτωση εξοστρακισμού μπορούν να ισχυριστούν ούτε φυσικά ότι απειλούνταν από τον άοπλο οικογενειάρχη. Αυτό και μόνο αποδεικνύει πλήρη κάλυψη από τους ανωτέρους τους, κάτι που μας οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι άνωθεν εντολές ήταν για χτύπημα στο ψαχνό. Ένα μήνα αργότερα οι υποψίες μας – για τη δημιουργία αποσπασμάτων θανάτου – επιβεβαιώνονται με την ενέδρα και πισώπλατη εκτέλεση του επαναστάτη αντάρτη πόλεων Λάμπρου Φούντα.
Τα ονόματα των εκτελεστών του ακόμα – και ούτε πρόκειται – δεν έχουν κοινοποιηθεί. Ενώ ενάμιση μήνα μετά σε μια καρμπόν «συνάντηση» πυροβολείται πισώπλατα ο αγωνιστής Σίμος Σεϊσίδης, ευτυχώς επιβιώνει αλλά με μόνιμη αναπηρία. Ίσως πλατειάσαμε λίγο στην περιγραφή της αναβάθμισης της καταστολής τον τελευταίο χρόνο, στόχος μας δεν είναι να τρομοκρατήσουμε και να αποτρέψουμε από ανάληψη δράσης εν δυνάμει συντρόφους μας, θέλουμε όμως να άρουμε κάθε αυταπάτη γύρω από την φύση της αναμενόμενης καταστολής, ο εχθρός δε διστάζει πουθενά.
Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, όλες οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές ώστε να αποφύγουμε τις άσκοπες απώλειες συντρόφων. Δεν αποτελούμε κάποια φονταμενταλιστική σέχτα όπου όλοι είναι αναλώσιμοι στην υπηρεσία μιας ανώτερης αρχής, ούτε διακατεχόμαστε από τη λογική της θυματοποίησης που χαρακτηρίζει ένα κομμάτι της Ελληνικής αριστεράς. Τίποτα δεν έχουμε να κερδίσουμε θυσιάζοντας αλόγιστα τα καλύτερα παιδιά μας - πάντα ορισμένες απώλειες είναι αναπόφευκτες βέβαια – ούτε ζητιανεύοντας τη λύπηση της κοινωνίας.
Μας καλύπτει απόλυτα η 7η από τις αρχές που είχαν θεσπίσει οι Επιτροπές Δράσης το Μάη του ’68 : «Η απαλλαγή από την εβραιοχριστιανική λογική της θυσίας και της αυταπάρνησης. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο επαναστατικός αγώνας δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά ένα παιχνίδι στο οποίο όλοι επιθυμούν να συμμετάσχουν». Ο κόσμος θα πυκνώσει στις τάξεις μας μόνο αν του προσφέρουμε τόσο ασφάλεια όσο και την προοπτική ότι οι μάχες που δίνονται δεν είναι άσκοπες.
Αυτό προϋποθέτει πολύ καλή οργάνωση και προπαρασκευή πριν από μια εξόρμηση – τη δημιουργία ενός μαχητικού μπλοκ σε ένα συλλαλητήριο π.χ. Θα πρέπει να έχουν υπάρξει πολλές συζητήσεις για να τεθεί ένα πλαίσιο της παρουσίας μας, της δράσης που θα ακολουθήσουμε έχοντας μελετήσει όλα τα πιθανά σενάρια για τις συνθήκες που θα αντιμετωπίσουμε (contingency plans). Βάση της στρατηγικής ήταν πάντα η ευελιξία, ειδικά σε περιπτώσεις που αιφνιδιαζόμαστε από απρόοπτες καταστάσεις, για το λόγο αυτό όσα περισσότερα σενάρια έχουν επεξεργαστεί τόσο πιο προετοιμασμένοι θα είμαστε για το χειρότερο.
Επίσης ας θυμόμαστε ότι η συνήθεια είναι ο χειρότερος εχθρός του αντάρτη, ένα πετυχημένο σενάριο το πιθανότερο είναι ότι δε θα δουλέψει την επόμενη φορά αφού ο εχθρός θα έχει μελετήσει τις κινήσεις μας και θα έχει προετοιμαστεί να τις εξουδετερώσει. Σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση δυο στρατευμάτων κερδίζει πάντα ο έχων την υπεροπλία (Κλάουζεβιτς), στην περίπτωση μας το κράτος. Το βασικό μας όπλο είναι ο αιφνιδιασμός, να είμαστε μονίμως απρόβλεπτοι, αόρατοι, αχαρτογράφητοι και σε πολλά σημεία (είμαστε περισσότεροι και το ξέρουμε) ώστε να διασπώνται και να αποσυντονίζονται οι πιο δυσκίνητες κρατικές μονάδες.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τη συνήθη στρατηγική του εχθρού μας – την οποία πρέπει να μελετάμε επισταμένως – και να τη χρησιμοποιήσουμε προς όφελος μας. Τα Ελληνικά ΜΑΤ ακολουθούν την τακτική της διάσπασης και διασποράς των συγκεντρωμένων, αυτό μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε και να δημιουργούμε πολλές εστίες εντάσεις και παρενόχλησης σε όλη την πόλη.
Να εξασφαλιστεί ότι τα μέλη που θα απαρτίζουν το μπλοκ θα τηρήσουν τα προσυμφωνημένα και δε θα βάλουν τους συντρόφους τους σε άσκοπο κίνδυνο για προσωπικούς λόγους. Επίσης έχουμε υποχρέωση να μεριμνήσουμε για την υλικοτεχνική υποδομή αυτοάμυνας του μπλοκ, όπως και για τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού προς αυτό το σκοπό.
Η στρατηγική οργάνωση δεν είναι έννοια ταμπού που ανήκει στο εξουσιαστικό στρατόπεδο, από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζουμε στο κράτος το μονοπώλιο της βιας και θεωρούμε τη σύγκρουση (έστω σε αμυντική θέση) μια νομιμοποιημένη πρακτική τότε η οργάνωση της στρατηγικής μας – σε μη-ιεραρχικό επίπεδο – είναι μονόδρομος. Τέλος θεμιτό θα ήταν – σε ένα ελευθεριακής φύσης «στράτευμα» τίποτα δεν είναι υποχρέωση, μόνο προσωπική επιλογή - οι σταθεροί σύντροφοι που απαρτίζουν την μάχιμη εμπροσθοφυλακή του μπλοκ να διατηρούν καλή φυσική κατάσταση και αν είναι δυνατό να εκγυμνάζονται ατομικά η ομαδικά σε τεχνικές συμπλοκής.
Αναλύοντας το θέμα της καταστολής παραπάνω αναφερθήκαμε στο θέμα της μητρόπολης, το έδαφος της οποίας θεωρούμε αναγκαίο για την παραγωγή της υποκειμενικότητας. Ο Toni Negri την ορίζει ως συνάντηση και ανταγωνισμό, που παράγει και παράγεται, και πραγματικά θέτει το να παράγεις εναντίον του να παράγεσαι – σ’ένα καθορισμένο έδαφος, που αντιπροσωπεύει για το πλήθος εκείνο που ήταν για την τάξη το εργοστάσιο. Η μητροπολιτική οργάνωση απέχει πολύ από το να οριστεί ρητά, ωστόσο είναι σε σχέση με αυτή που χωροποιείται και καθορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο ο χρόνος του πλήθους.
Τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα παίξαν το βασικό ρόλο στη μεγαλύτερη εξέγερση από την περίοδο της χούντας, το Δεκέμβριο του 2008, μιας εξέγερσης που μεταδόθηκε - με την ταχύτητα των πυρκαγιών που είχαν κάψει τη χώρα λίγους μήνες πριν – και στην περιφέρεια, ακόμα και σε επαρχιακές περιοχές που θεωρούνταν εκτός από γεωγραφικά κυρίως πολιτισμικά μακριά από τη μητρόπολη. Το έδαφος γι αυτή την εξέγερση ήταν έτοιμο από καιρό και τα αίτια πάρα πολλά, αν όμως η αφορμή δεν είχε δοθεί στην καρδιά της μητρόπολης, στην πιο ανήσυχη γειτονιά της, πιθανολογούμε πως ποτέ δε θα είχε πάρει αυτή την έκταση με τέτοια ταχύτητα.
Όμως η ίδια φύση της μητρόπολης που πριμοδότησε την εξέγερση στο ξεκίνημα της είναι η αυτή που την καταδίκασε να παραμείνει ένα δίκαιο ξέσπασμα – παρακαταθήκη για το μέλλον, δε το απαξιώνουμε φυσικά – και να μην εξελιχτεί σε μια πιο συνολική αμφισβήτηση της κοινωνικής οργάνωσης. Το παράδοξο που μπλόκαρε αυτή τη διαδικασία ήταν ακριβώς η διαχείριση του χώρου και του χρόνου του πλήθους. Ενώ οι νύχτες ανήκαν στους εξεγερμένους τα πρωινά αποκαθίστατο η εύρυθμη λειτουργία της εργασιακής τάξης για να «αμφισβητηθεί» πάλι μετά τη λήξη του ωραρίου.
Αν και η μητρόπολη ανήκε στους εξεγερμένους για πολλές ώρες στο διάστημα των δυο εβδομάδων που ακολούθησαν τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου η παραγωγική διαδικασία δεν διακόπηκε, στην καλύτερη περίπτωση παρενοχλήθηκε. Οι ροές του εμπορεύματος από και προς την μητρόπολη δεν κόπηκαν παρά για ελάχιστες στιγμές, ενώ πολλοί από εμάς, αυτές τις σχέσεις παραγωγής που υποσκάπταμε όλη νύχτα τις υπηρετούσαμε πάλι το πρωί.
Ίσως δεν ήμασταν έτοιμοι, ίσως δε δείξαμε αρκετή πίστη στους εαυτούς μας και τους συντρόφους μας ώστε να κάνουμε το μεγάλο βήμα, την οριστική ρήξη με τον παλαιό κόσμο. Ίσως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει βαθιά μέσα μας το οριστικό τέλος αυτού του κόσμου, λίγο-πολύ οι περισσότεροι έχουμε ριζωμένο τον αμυντικό μηχανισμό του στρουθοκαμηλισμού, γνωρίζουμε την επερχόμενη καταστροφή αλλά ελπίζουμε ότι την τελευταία στιγμή θα αποφευχθεί για να μην ξεβολευτούμε από τις κοινοτοπίες μας. Με αποτέλεσμα η μαζική ανυπακοή εκείνων των ωραίων ημερών να μη μετατραπεί ποτέ σε συλλογική λιποταξία.
Μια μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε είναι που μέσα στο εορταστικό μεθύσι της μεγαλειώδους εξέγερσης, αδρανήσαμε στην εδραίωση σταθερών δομών και δημιουργίας σχέσεων κοινότητας, οικοδομώντας τις μοντέρνες κομμούνες σε πολλές περιοχές που είχαν «περάσει στον έλεγχο μας». Από κάποιο σημείο και μετά η αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της τάξης και οι δολιοφθορές σε – δικαιολογημένους – στόχους έγιναν αυτοσκοπός και (εξ)άντλησαν όλη την ενέργεια μας εμποδίζοντας μας να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα.
Καταφέραμε να απελευθερώσουμε, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, κάποιες περιοχές από την ασφυκτική παρουσία του κράτους και των μηχανισμών του, οφείλαμε να τους αντικαταστήσουμε ώστε μέσω της βιωματικής εμπειρίας να αποδειχτεί στην πράξη η βιωσιμότητα ενός κοινωνικού μοντέλου οριζόντιας οργάνωσης.
Για να δημιουργήσουμε τις δομές για μια λαϊκή επανάσταση ως πρωτο στόχο θέτουμε την αναβίωση της έννοιας της κοινότητας, την επαναφορά στην καθημερινότητα λέξεων όπως αλληλεγγύη, ανθρωπιά – απελευθερωμένη από τον χριστιανικό, αφ’υψηλού αστικό ανθρωπισμό - εμπιστοσύνη που θα μπολιαστούν με τις άξιες της αυτενέργειας και της αυτοοργάνωσης. Να οργανώσουμε τόπους συνάντησης και συμπόρευσης των ατομικοτήτων μας, τις κομμούνες της γενιάς μας, ζωντανές και ανοιχτές σε όλους.
Σε αντιδιαστολή με τις αποστειρωμένες οργανώσεις του παρελθόντος που σαν αυτοσκοπό έχουν την αναπαραγωγή τους και μόνο. Ένα δίκτυο μεταξύ των νέων αυτών οργανισμών είναι θεμιτό και απαραίτητο, διατηρώντας πάντα την αυτονομία κάθε ομάδας. Η αλληλεπίδραση μεσω της μεταφοράς εμπειριών, απόψεων, πληροφοριών, μεθόδων & δεξιοτήτων θα δυναμώσει όλες τις πλευρές που συμμετέχουν σε αυτή τη συνάντηση.
Παραδείγματα τέτοιων δράσεων μπορούμε να αντλήσουμε τόσο από το πρόσφατο παρελθόν της Αργεντινής, όσο και από τη «δικη μας» μεταπολίτευση – πραγματικά θετικό και ελπιδοφόρο είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναβιώνουν τέτοιες δράσεις, με τη συμμετοχή κυρίως ήδη πολιτικοποιημένων ατόμων βέβαια αλλά με θετική ανταπόκριση από τις τοπικές κοινωνίες.
Το διακύβευμα είναι το άνοιγμα στην κοινωνία ανάλογων δράσεων χωρίς ελιτισμούς και διαχωρισμούς, πολλοί μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές έχουν εκπλαγεί ευχάριστα όταν διαπίστωσαν την αποδοχή των ιδεών τους από τους ανθρώπους της καθημερινότητας, «μέσα στην φτώχια ενυπάρχει ο πλούτος» κατά την εγελιανή θεώρηση. Η μάλλον για να ξεφύγουμε από τους φιλοσόφους του παρελθόντος, αυτή η προκατάληψη που έχουν κομμάτια του αντισυστημικού χώρου είναι απόδειξη της περιχαράκωσης αυτού του χώρου και θέτει επιτακτική την ανάγκη για την ταχύτερη δημιουργία αυτών των τόπων συνάντησης με τους μελλοντικούς φίλους μας.
Επιγραμματικά ορισμένες μόνο από τις κινήσεις που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε για να συσφίξουμε τους δεσμούς συλλογικότητας με την κοινότητα:
Ομάδες αυτομόρφωσης, τόσο σε θέματα που είναι άμεσου βιοποριστικού ενδιαφέροντος, όσο και σε θέματα που θεωρούνται ενδιαφέροντα από υποομάδες της κοινότητας. Αν εξασφαλίσουμε εκπαιδευμένο προσωπικό και εγκαταστάσεις θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε και σε οργάνωση home-schooling. Θεμιτό θα ήταν να κάνουμε και πιο θεωρητική δουλειά ώστε να γνωρίσει η κοινότητα καλύτερα τις ιδέες μας. Τέλος πιο πρακτικά σεμινάρια αυτοάμυνας της κοινότητας θα αναλυθούν παρακάτω.
Ομαδικές δραστηριότητες, γιατί οι κοινοτικοί δεσμοί δε συσφίγγονται μόνο στην εργασία αλλά και στη χαλάρωση και τη διασκέδαση. Οι πιθανές δραστηριότητες είναι πάρα πολλές, ορισμένες μόνο ιδέες είναι η διοργάνωση συναυλιών, πάρτι, θεατρικών παραστάσεων, κουκλοθέατρου, αθλοπαιδιών, εκδρομών, παιχνιδιών κλπ. Φαντασία και όρεξη να υπάρχει και ιδέες κατεβαίνουν.
Μια συλλογική κουζίνα είναι πάντα απαραίτητη, ειδικά σε περιόδους σκληρής οικονομικής κρίσης, αλλά και γιατί ως εξεγερμένοι είμαστε άνθρωποι που τους αρέσει να απολαμβάνουν τη ζωή.
Χρήσιμο πιστεύουμε είναι και ένα κοινό ταμείο αλληλοβοήθειας, δεν είναι όλα τα μέλη της κοινότητας στην ίδια κατάσταση, ο καθένας προσφέρει ανάλογα με τις δυνατότητες του και καταναλώνει ανάλογα με τις ανάγκες του. Με το συγκεκριμένο ταμείο – αλλά και με άλλες ενέργειες - η κοινότητα μπορεί να προχωρήσει σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης προς κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες του πληθυσμού. Αυτό είναι ένα πρώτο στάδιο μέχρι να δυναμώσουν οι κομμούνες μας σε σημείο να γίνουν αυτάρκεις και να καταργήσουμε τη μεσολάβηση του χρήματος στις ανταλλακτικές μας σχέσεις.
Όσο δυναμώνουμε προχωράμε και σε ενέργειες πιο ανταγωνιστικές προς την εξουσία, από την αυτοβοήθεια μπορούμε να περάσουμε σε δράσεις αυτομείωσης.
Διεκδικούμε, όπου μπορούμε επιβάλλουμε, μειώσεις τόσο στις υπηρεσίες των κρατικών οργανισμών, όσο και σε βασικά αγαθά που οι τιμές τους καθορίζονται ψηλά από μονοπώλια.
Από της αρχή θέτουμε έναν καθαρό στόχο: περισσότεροι δεσμοί/λιγότερα (καταναλωτικά) αγαθά, κάτι που προϋποθέτει μια συνειδησιακή/ανθρωπολογική εξέγερση πριν – η συγχρόνως – τη συγκρουσιακή, αντισυστημική εξέγερση.
Με αυτά τα απλά βήματα φτιάξαμε την δικιά μας νησίδα αντίστασης μέσα στον καπιταλισμό, είναι κάτι τέτοιο εφικτό η πρόκειται για την προσωπική μας ουτοπία;
Αν φτάσαμε σε αυτό το σημείο έχουμε ήδη κάνει μεγάλα βήματα και έχουμε να παρουσιάσουμε πολύ σημαντικά και αξιοζήλευτα επιτεύγματα. Όμως κάθε μικρή ουτοπία μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα – θεωρία από τη φύση της ανταγωνιστική και εγωιστική που δε δέχεται καμιά αντίθετη «άποψη» – είναι καταδικασμένη να συντριβεί η να αφομοιωθεί (προσφιλής μέθοδος εξόντωσης του αντιπάλου στον καπιταλισμό).
Αργά η γρήγορα θα χρειαστεί να οργανώσουμε τις άμυνες μας. Οπλίσου ή πέθανε όπως είχαν διακηρύξει οι αγωνιστές της RAF, όχι όμως με τον αυτοκαταστροφικό τρόπο που σημάδεψε τη μοίρα πολλών οργανώσεων του παρελθόντος.
Πρωταρχικό ζήτημα είναι η επέκταση των ελεύθερων επικρατειών μέσω της πρακτικής χρήσης, όχι της στεγνής γεωγραφικής κατοχής. Ουσιαστικά να γινόμαστε εμείς οι επικράτειες, όχι να κατέχουμε επικράτειες. Όσο περισσότερο χρησιμοποιούμε μια περιοχή, τόσο απομακρύνεται από την επιρροή της εξουσίας.
Όσο μεγαλώνουν οι επικράτειες επιρροής μας, τόσο ισχυροποιούμαστε. Νομοτελειακά θα έρθει η ώρα που το κράτος θα νιώσει να απειλείται και θα διεκδικήσει τις «απελευθερωμένες» περιοχές με στρατιωτικά μέσα. Οι εκάστοτε συνθήκες θα επιβάλλουν τα ακριβή μέσα αυτής της στρατιωτικής αντιπαράθεσης – εμείς αναλύοντας τες προσπαθούμε να είμαστε σε θέση να προβλέψουμε την ακριβή φύση της σύγκρουσης.
Την υλικοτεχνική υπεροπλία του κράτους δε την αμφισβητούμε γι αυτό «από στρατηγική άποψη η έμμεση και ασύμμετρη δράση φαίνεται η πλέον αποτελεσματική, η πλέον κατάλληλη για την εποχή: δεν μπορείς να επιτεθείς κατά μέτωπο σε ένα στρατό κατοχής» (Αόρατη Επιτροπή – Η εξέγερση που έρχεται). Τα σενάρια έκβασης της σύγκρουσης σε μια τέτοια εκδοχή είναι πολλά, ιστορικά όμως συνήθως με τραγική κατάληξη για τους ηρωικούς αντάρτες της κοινότητας μας. Το κράτος πάντα υπερτερεί σε ωμή στρατιωτική ισχύ, το δικό μας όπλο είναι οι ιδέες μας (το επαναστατικό ήθος μας, δίκαιο μας, ιδανικά μας ή όπως αλλιώς θέλετε να το ορίσετε).
Η δική μας στρατηγική είναι η διάχυση των – ανώτερων - ιδεών μας στις γραμμές του εχθρού, η αποδόμηση της ισοπεδωτικής προπαγάνδας τους, το προβοκάρισμα των μονολιθικών ηθικών τους αξιών. Ένας αντίπαλος στρατιώτης που θα συμφιλιωθεί με τις ιδέες μας αξίζει πολύ περισσότερο από δέκα – αναλώσιμους και άμεσα αντικαταστάσιμους – νεκρούς στρατιώτες.
Επιστρέφοντας λοιπόν στο ζήτημα της εξάπλωσης των επικρατειών μας αποσαφηνίζεται ελπίζουμε η διαφορά της – στρατιωτικής – κατοχής με τη χρήση, μια χρήση που μπορεί – και πρέπει - να γίνει υπόγεια μέχρι να δημιουργηθούν ισχυρές δομές και κοινοτικοί δεσμοί που δύσκολα θα χτυπηθούν από μια εξουσία που δε τη σέβονται πλέον οι υπήκοοι της, που σταδιακά μεταμορφώνονται σε πολίτες.
Έρχονται ιστορικοί καιροί και μάχες που αν χαθούν θα βασιλέψει το σκοτάδι. Δεν διεκδικούμε κανένα αλάθητο, ούτε παρουσιάζουμε τις θεωρίες μας ως απαράβατα θέσφατα και απόλυτες αλήθειες. Είμαστε σίγουροι μόνο για ένα πράγμα – ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΔΡΑΣΗ, αύριο θα είναι αργά.
Διογένης ο Κυνικός
Πηγή: www.hellenicreligion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου