15/10/10

Η παραβολή του άσωτου νοικοκύρη και του πονηρού κλέφτη

                                                                ή
                                              Ένα Ελληνικό παραμύθι
Η Ελληνική Ιστορία μέσα από μια ψυχολογική μεταφορά χαρακτήρων σε μορφή παραμυθιού

Ήταν κάποτε ένας πλούσιος και ευγενής κτηματίας. Το όνομά του ήταν Έλληνας. Η αρχοντική γενιά του κρατούσε από μια μακριά παράδοση βασιλέων και λεγόταν ότι την εξουσία τους την είχαν κληροδοτήσει οι ίδιοι οι Θεοί. Ήταν όμορφος, καλλιεργημένος αλλά και αυστηρά δίκαιος στην διαχείρηση της περιουσίας του όπως τον δίδαξαν οι Πρόγονοί του.

Τα κτήματά του ήσαν όλα εύφορα και τα οικήματα προσεγμένα, λιτά και καλαίσθητα. Μέσα σε αυτά ένα πλήθος κόσμου απολάμβανε εξίσου και με μέτρο την μόρφωση, την εργασία, την σχόλη, την γιορτή και τον έρωτα. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που άρχοντες απεκαλούντο όσοι είχαν τις ρίζες τους στην γη του, ή είχαν μιμηθεί τά ήθη και τους τρόπους του. Είχε μόνο ένα εχθρό, τον Πέρση. Ένα μακρινό, πάμπλουτο αλλά άξεστο άρχοντα που επιβουλευόταν την γη του και μισούσε την ευτυχία του λαού του. Κατά καιρούς μάζευε στρατό και ερχόταν να την πάρει, αλλά ο Έλληνας κατάφερνε πάντα με ηρωισμό και αυταπάρνηση να τον κατατροπώνει.
 Η ευδαιμονία αυτή στα χρόνια της ακμής του έφερε πλήξη που τον οδήγησε σε κόπωση. Είχε αρχίσει να αδιαφορεί για την καταγωγή του και για τους παλιούς θρύλους αλλά και να αναρωτιέται ακόμα και για την ύπαρξη αυτών των ίδιων των χορηγών της ευδαιμονίας του, τους Θεούς. Περισσότερο χρόνο αφιέρωνε σε ανούσιες και ατέλευτες συζητήσεις και θεάματα παρά σε μόρφωση και εργασία. Σταδιακά άρχισε να απομακρύνεται από τους ανθρώπους του και να χάνει την επαφή με τον λαό του.
Η παλιά του φύση κατά καιρούς αντιδρούσε. Καμμιά φορά ξυπνούσε θυμωμένος με το εαυτό του και γυρνούσε στις φροντίδες του πνεύματος και της εργασίας. Πλησίαζε ξανά τον λαό του που με ζέση πρόσμενε τον άρχοντα να έρθει στα συγκαλά του. Όμως η καλή του στάση δεν κρατούσε αρκετά προς απογοήτευση όλων, και ξαναγυρνούσε στην ασωτία και την μέθη της τρυφηλής ζωής. Τόσο συχνές ήταν οι κακοδιαθεσίες του που οι άνθρωποί του τον αντιμετώπιζαν με δυσπιστία. Στα διαστήματα της απουσίας του που γινόντουσαν ολοένα και μεγαλύτερα, η ομόνοια εγκατέλειψε τους ανθρώπους του και άρχισε η έριδα για ασήμαντες αφορμές και μεγάλη συμφορά έπεσε ανάμεσά τους.
Οι οικογένειες σχημάτιζαν ομάδες και η μια πολεμούσε την άλλη. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι πολεμούσαν όλους. Θάλεγε κανείς ότι όλα γινόντουσαν για να ξυπνήσει ο άρχοντας από τον λήθαργό του και να επιστρέψει στον λαό του φέρνοντας την ειρήνη και την ομόνοια. Μια βαθιά απογοήτευση είχε απλωθεί σε όλους και μέσα απο την σύγκρουση προσπαθούσαν να την σβήσουν. Όμως ο Έλληνας είχε χαθεί στις σκέψεις για τον εαυτό του και μόνο σπάνια έβγαινε για να ηρεμήσει τα πράγματα. Δεν πέρασε πολύς καιρός για να καταλάβει ότι είχε χάσει το σέβας τους και ο λόγος του δεν περνούσε όπως παλιά. Σε λίγα χρόνια τα κτήματά του μείναν ακαλλιέργητα και το βιός του είχε σωθεί.
Σε μιά του αναλαμπή και με την ικμάδα που ακόμα έφερε, μάζεψε του πιστούς του ανθρώπους και πολέμησε νικηφόρα τις αντιμαχόμενες ομάδες κηρύσσοντας πιά την ειρήνη στον λαό του.
Οι πληροφοριοδότες του τού φέραν στοιχεία ότι ένας μακρινός άρχοντας, ο παλιός του εχθρός ο Πέρσης, υποκινούσε με χρήματα την διχόνοια με σκοπό να του αφαιρέσει την γη του. Εξοργισμένος έριξε όλη την ευθύνη για την δυστυχία του στον επίβουλο άρχοντα και ξεκίνησε να τον τιμωρήσει. Μάζεψε τον λαό του τον εκπαίδευσε και κίνησε για την μακρινή χώρα. Συχνά έρχονταν νέα του και στην αρχη ήταν όλα καλά. Ο άρχοντας με σύνεση και αρετή διοικούσε τους άντρες και σε κάθε μάχη νικούσε τον επίβουλο Πέρση. Έδειχνε μέσα στον πόλεμο να έχει βρει τον εαυτό του.
Μια μέρα ήρθαν τα νέα ότι ο βάρβαρος βασιλιάς είχε πέσει αλλά ο άρχοντας δεν έλεγε να σταματήσει τον πόλεμο και έψαχνε για εχθρούς παραπέρα για το δικό τους καλό. Και τους νικούσε όλους με το αδάμαστο σπαθί που πάντοτε ήξερε να χειρίζεται τόσο καλά. Και έφερε και νέα πλούτη στον λαό του που όμως ζητούσε διακαώς να γυρισει πιά στην γή του.
Ο Έλληνας όταν είδε ότι δεν μπορούσε να πολεμάει πιά έπεσε πάλι σε βαθιά λύπη και απομονώθηκε. Τόσο μεγάλη ήταν η στεναχώρια του που αρρώστησε βαριά. Οι γιατροί έκαναν ότι μπορούσαν να τον συνεφέρουν αλλά όταν το καταφέραν είχε χάσει για άλλη μια φορά το σθένος και την ευδιαθεσία του. Άρχισε πάλι να απομονώνεται και οι άνθρωποί του άρχισαν για άλλη μιά φορά την διχόνοια από την μακρινή χώρα που βρισκόταν. Όταν τα μάθαν αυτά οι δικοί του στην πατρίδα, άρχισαν τις παλιές διαμάχες που δεν σταμάτησαν ακόμα και όταν επέστρεψε.
Μία ξαδέρφη του, η Ρώμη, σαν είδε ότι η συμφορά δεν είχε τελειωμό και ερωτευμένη από καιρό με τον Έλληνα, έστειλε το λαό της να κατακτήσει τον αποκαμωμένο από την έριδα λαό του και δεν άργησε πολύ. Ο Έλληνας δεν προέβαλε μεγάλη αντίσταση. Κουρασμένος και απογοητευμένος από τον εαυτό του δεν μπορούσε πιά να διοικήσει. Παντρεύτηκε την Ρώμη που ήταν ερωτευμένη από καιρό μαζί του και την άφησε να διοικήσει χωρίς αντιρρήσεις. Άλλωστε είχε σιδερένια θέληση και ήταν αυστηρή, και τα μίση και οι διχόνοιες έπαυσαν, φέρνοντας πάλι την ειρήνη.
Κάναν έναν γιό και μία κόρη, τον Ρωμαίο και την Ρωμαία. Όμως η γυναίκα του ήταν φιλήδονη και άσωτη και ο Έλληνας δεν άργησε να κυλήσει σε νέες διασκεδάσεις. Σιγά-σιγά, άρχισε να μεθά και να διασκεδάζει με όλο και πιο ταπεινά μέσα προσπαθώντας να διασκεδάσει την πλήξη του.
Μια μέρα ήρθε στα κτήματά του ένας ρακένδυτος μεσήλικας ζητώντας και αυτός άσυλο όπως τόσοι πριν απ’ αυτόν. Αυτός ο επισκέπτης δεν είχε λαμπρή καταγωγή. Τα ρούχα του ήταν φτωχά, η γλώσσα του τραχιά και δεν κοιτούσε με θαυμασμό όπως οι άλλοι τα υπέροχα πλούτη της γης του. Ο Έλληνας μέσα στην τρυφηλότητα που είχε περιέλθει και τηρώντας τους καλούς τρόπους τον δέχτηκε δίνοντάς του τροφή και στέγη.
Άλλωστε ο ξένος διασκέδαζε και την γυναίκα του Ρώμη με τους αλλόκοτους τρόπους και την συμπεριφορά του. Η Ρώμη είχε πιά το γενικό πρόσταγμα στην διαχείρηση. Ο Έλληνας αρεσκόταν να γεμίζει το κενό του με τέχνες και επιστήμες. Ανταλλάσοντας τον τίτλο ευγενείας του σε αυτόν τον γάμο, τώρα είχε όλο τον χρόνο να φλυαρεί για τα περασμενα μεγαλεία και περιορίστηκε να νουθετεί την αλλαζονική γυναίκα του, που βέβαια δεν του’χε καμμία εμπιστοσύνη σε θέματα διοίκησης.
Ο περίεργος ξένος έπαιρνε πολλά ονόματα και είχε άγνωστη  καταγωγή. Άλλες φορές ζητούσε να τον φωνάζουν Ιουδαίο, άλλες Γαλιλαίο άλλες πάλι Ναζωραίο και άλλες πάλι Χριστιανό. Στην αρχή δεν μιλούσε πολύ, παρά ζητούσε να μάθει ότι μπορούσε για την ιστορία της γης αυτής και τα πλούτη του τεράστιου κτήματος αλλά και για την γνώση που υπήρχε στις βιβλιοθήκες. Δεν είχε προσωπικό ενδιαφέρον για τον πλούτο και ήταν πολύ οκνηρός για να εργαστεί, ενώ με τον καιρό ψέλλιζε για μια ζωή μακρινή, μετά από αυτήν, που ισχυριζόταν ότι την γνώριζε καλύτερα από την τωρινή.
Μουρμούριζε συνεχώς ότι σε αυτήν την ζωή δεν χρειαζόταν τίποτα από όλα αυτά που είχαν ανάγκη οι άνθρωποι. Κάποιοι περίεργοι άρχισαν να μαζεύονται γύρω του κουρασμένοι από την αυστηρότητα και την αδιαφορία της Ρώμης, και την εσωστρέφεια και τον ξεπεσμό του Έλληνα που άφηνε την γυναίκα του να διοικεί. Mε τον καιρό, ο επισκέπτης έπιασε φιλίες και του δόθηκε μια μικρή κατοικία μέσα στα κτήματα να ζει και να εργάζεται. Αλλά αυτός δεν εργαζόταν, μόνο μιλούσε και μιλούσε στον κόσμο και έλεγε αλλόκοτες ιστορίες, άλλοτε τάζοντας μια άλλη ζωή άλλοτε φοβίζοντας με τρομερές ιστορίες.
Ο Έλληνας δεν έδινε σημασία μέχρι που είδε σημάδια αντιπάθειας και μερικές φορές βλέμματα μίσους καθώς περιδιάβαινε τα κτήματά του. Κατάλαβε τότε ότι πρέπει να διώξει τον άγνωστο με τα πολλά ονόματα. Έβαλε τότε τους φύλακες και τον πετάξανε έξω στενοχωρόντας όμως τους φίλους που είχε προλάβει να κάνει. Νόμιζε ότι είχε τελειώσει με αυτόν, όμως οι άνθρωποί του λέγαν ότι τα βράδυα τρύπωνε κρυφά και με την βοήθεια των προσήλυτών του ξανάμπαινε στα κτήματα και συνέχιζε το κήρυγμά του.
Μάλιστα πολλοί τον θαυμάζανε τώρα για την τόλμη του. Αυτό ανάγκαζε τον Έλληνα να μην κοιμάται τα βράδυα αφού αυτός ο ξένος έφερνε την εχθρότητα στόν λαό του. Αν και οι περισσότεροι του έμεναν πιστοί και τον αγαπούσαν, παρά τον ξεπεσμό του, ο ξένος μέρα με τη μέρα του έκλεβε κάτι. Αποφάσισε τότε να τον καταδιώξει σαν αλεπού ειδικά μετά από μια μεγάλη φωτιά που ξέσπασε στο πατρικό της Ρώμης και την εξόργισε πολύ όταν έμαθε ότι την έβαλε ο Χριστιανός για να εκδικηθεί. Ο ξένος συνέχισε να μπαίνει μέσα με άλλα ρούχα κάτω από την μύτη των φρουρών για να σπείρει την διχόνοια.
Η Ρώμη τότε φοβούμενη μην χάσει την υποστήριξη και άλλων ανθρώπων της αφού ο διωκόμενος κέρδιζε την συμπάθεια του κόσμου του έδωσε περιουσία για να κατοικεί ειρηνικά. Για λίγο καιρό όλα ησύχασαν. Μάλιστα ο ξένος άρχισε να ντύνεται καλύτερα, να μελετά τα βιβλία του μεγάλου Οίκου τους και να εκτιμά περισσότερο τις  προσφερόμενες ανέσεις. Ο Έλληνας άρχισε πάλι να κοιμάται ήσυχος και γύρισε στις παλιές στοχαστικές του συνήθειες και τους τσακωμούς με τους φίλους του για την ουσία τα ζωής και την αιτία του Κόσμου. Ο ξένος είχε πιά διαλέξει ένα όνομα από τα πολλά και ο κόσμος έμαθε να τον φωνάζει Χριστιανό. Συνέχισε τις ομιλίες του με άλλη γλώσσα πιά. Φαινόταν τώρα πιο μορφωμένος, πιο καλλιεργημένος από τα βιβλία του κτήματος που είχε διαβάσει. Αναμασούσε τα ακαταλαβίστικα δικά του αλλά τα ανακάτωνε με την σοφία των προγόνων του Έλληνα και δείχναν πιό σπουδαία από ότι ήταν.
Ένα βράδυ μάζεψε τους δικούς του και τους είπε ότι είναι καλύτερα να ζούν μόνοι τους σύμφωνα με τις ιδέες τους και να ξεκόψουν από την αυταρχική και άσωτη Ρώμη και τον παρωχημένο και αδύναμο Έλληνα. Τους είπε ότι έχουν πολλά δικαιώματα και ο δικός του Θεός κόπτεται για αυτά προσωπικά. Πιάσαν λοιπόν και βάλαν φράχτες στο ανατολικό μέρος του κτήματος και με αρχηγό τον πιο μανιακό απο δαύτους χωρίσαν το κτήμα. Το πρωί ο Έλληνας τους βρήκε μαζεμένους να του λένε ότι θέλουν να ζήσουν μακριά από αυτόν. Ο ευγενής στεναχωρέθηκε πολύ αλλά μπροστά στη επιμονή των ανθρώπων του αίματός του υποχώρησε και τους άφησε να φύγουν.
Ο αρχηγός τους έκανε ότι του έλεγε ο Χριστιανός. Μέρα με τη μέρα ο Έλληνας με απορία τους έβλεπε να γκρεμίζουν τα παλιά οικοδομήματα και να φτιάχνουν ακαλαίσθητους νεωτερισμούς. Σταματήσαν τις παλιές γιορτές και τα παραδοσιακά γλέντια και προτιμούσαν να είναι όλη μέρα λυπημένοι και να καταριούνται τους άλλους και πρώτα τον Έλληνα και την Ρωμη. Δεν πέρασε καιρός και οι στασιαστές καταπατήσαν τα δικά του κτήματα και βάζαν λόγια και στους δικούς του ανθρώπους. Η λύπη του έγινε οργή και για πρώτη φορά συμφώνησε με τον φιλοπόλεμο χαρακτήρα της Ρώμης.
Έτσι μετά τις πρώτες εχθροπραξίες κήρυξε τον πόλεμο. Η μάχη έγινε σε ένα ποτάμι που χώριζε το κτήμα. Ο Χριστιανός με τα λεφτά από τα κτήματα που μέχρι χθές ήταν ξένα κατάφερε να εξαγοράσει πολλούς στρατιώτες με αποτέλεσμα ο Έλληνας και η Ρώμη να βρεθούν στην μάχη με λιγότερους. Και όχι μόνο αυτό αλλά πολλοί άνθρωποί του παρασυρμένοι από τους λόγους του ξένου είχαν χάσει το σθένος και την ικμάδα τους με αποτέλεσμα να ηττηθεί οικτρά και να πιαστεί αιχμάλωτος απο τον μανιακό αρχηγό τους.
Τότε ο ξένος με το όνομα που δεν σήμαινε τίποτε τον αφόρισε και τον έδιωξε έξω από την γη του και θανάτωσε όσους ανθρώπους του είχαν μείνει πιστοί. Κράτησε μόνο όσους τον ανακήρυξαν ως νόμιμο ιδιοκτήτη της γης. Η Ρώμη ξεγυμνώθηκε από τα πλούσια ρούχα και στολίδια και της επιτράπηκε να μείνει μόνο αν γίνει γυναίκα του Χριστιανού.
Ο Χριστιανός επειδή ήταν στείρος και ανίκανος να κάνει παιδιά υιοθετούσε των άλλων και τους έδινε το όνομά του. Έτσι ο μικρός Ρωμαίος έγινε Χριστιανός και η μικρή Ρωμαία Χριστιανή. Το όνομα του Έλληνα απαγορεύτηκε για να χαθεί η μνήμη του στον λαό του αλλά και στα παιδιά του. Ο Χριστιανός μπήκε στην μεγάλη βιβλιοθήκη και άρχισε να καίει ότι θύμιζε την μακριά και ευγενική ιστορία του Έλληνα αλλά και να κατασκευάζει μια δική του εκδοχή. Έσβηνε, έκοβε και έκαιγε ώσπου η πλούσια βιβλιοθήκη ερήμωσε. Κάποιοι θαρραλέοι με κίνδυνο της ζωής τους έμπαιναν κρυφά με  πρόσχημα ότι θα καταστρέψουν τα βιβλία και τα καταχωνιάζανε σε κρυψώνες.
Ο Έλληνας πήρε τους δρόμους μακριά από την πατρίδα του. Η λύπη του από το μίσος και τη απόρριψη ήταν τόσο μεγάλη που τον οδήγησε στη μέθη και την λησμονιά. Γυρνούσε ρακένδυτος από αυλή σε αυλή άλλων αρχόντων ζητώντας άσυλο και μόνον η ευγενική του καταγωγή και το περασμένο μεγαλείο ήταν το στήριγμά του. Πρώτα ο Άραβας και μετά ο Φράγκος ενθυμούμενοι πόσο είχαν ευεργετηθεί από τον Έλληνα του δώσαν τροφή και στέγη. Παρ’ όλα αυτά αντλούσαν ακόμα από τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. Πέρασε χρόνια στην λησμονιά περιπλανώμενος μέχρι που ένας άξεστος φερμένος από άγνωστη γη τον συνέλαβε και τον εβαλε να δουλεύει γι’ αυτόν.
Τον λέγανε Μωαμεθανό και ήταν ετεροθαλής αδερφός του Χριστιανού. Είχε σκλαβώσει τον παλιό του φίλο Άραβα και μετά ήρθε και σε αυτήν την γη. Τώρα ο Έλληνας αλυσοδεμένος στα σκοτάδια για πολύ καιρό δεν θυμόταν πολλά από τον εαυτό του. Στα χρόνια της σκλαβιάς είχε ξεχάσει την γλώσσα του. Μια γλυκιά λήθη σκέπαζε τον πόνο του. Η μόνη του έγνοια ήταν να αποφεύγει το μαστίγιο του δυνάστη και να έχει φαγητό να τραφεί.
Κάπου-κάπου στον βαθύ ύπνο που έπεφτε από την κούραση, έβλεπε εικόνες από μια ζωή που φάνταζε πολύ μακρινή. Έβλεπε ότι ήταν κάποτε άρχοντας και κύριος όλης της γης και το όνομά του ήταν σεβαστό απ’ όλους. Θεοί και ήρωες ζούσαν μαζί του γιατί ήταν ενάρετος και σοφός. Το πρωί τα ξεχνούσε πάλι όλα μέσα στον κάματο της δουλείας. Τά όνειρα όμως δεν τον εγκαταλείπανε. Ερχόντουσαν ολοένα και πιό συχνά  με πιο πολλές εικόνες να τον ταράξουν. Ξυπνούσε τρομαγμένος και απέδιωχνε τα όνειρα ως ψεύτικα τεχνάσματα του κουρασμένου του μυαλού.
Ο παλιός του φίλος Φράγκος του έστελνε έμπιστους ανθρώπους για να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Η αλήθεια ήταν ότι φοβόταν μην έχει την τύχη του Άραβα. Του  έλεγαν πως τα όνειρα που βλέπει είναι πέρα για πέρα αληθινά. Έμαθε πως πολλές φορές ο λαός του τον θυμήθηκε και στο όνομά του επαναστάτησε, αλλά δεν τα κατάφερε να νικήσει τον Χριστιανό. Έμαθε πως ο Χριστιανός δεν μπορούσε πια να βρεί μανιακούς για αρχηγούς, ενώ ο λαός ανέφερε συχνά το απαγορευμένο όνομα του Έλληνα.
Τότε ο Χριστιανός τους πρόδωσε και έφερε τον ετεροθαλή αδερφό του, τον Μουσουλμάνο, να συγκυβερνήσει πάνω στον λαό του για να μην ξανασηκώσει κεφάλι. Ο Έλληνας αναθάρρησε. Ο πόνος που τον πλάκωνε έφυγε με μιάς όταν έμαθε ότι τον αγαπούν ακόμα και στο όνομά του δίνουν την ζωή τους. Οργίστηκε και έβαλε σχέδιο να πάρει την γη του πίσω. Σε συνεννόηση με τους ανθρώπους του Φράγκου μια νύκτα πήρε ένα σπαθί και έκοψε τα δεσμά του και μετά σκοτώνοντας τους φύλακες απέδρασε από την φυλακή. Ύστερα απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους και με τα όπλα των φυλάκων τους όπλισε.
Επιτέλους ένοιωσε ελεύθερος. Ήταν μεγάλος πιά αλλά θυμόταν ακόμα να χειρίζεται καλά το σπαθί. Γυμνός αλλά οπλισμένος προσπάθησε να θυμηθεί τον δρόμο για το κτήμα του. Άλλοτε τον έβρισκε, άλλοτε τον έχανε. Μα ολοένα θυμόταν περισσότερα πράγματα. Με την ομάδα που είχε σχηματίσει και που συνεχώς πλήθαινε έσφαζε όπου έβρισκε τους φρουρούς του Μουσουλμάνου. Παρατήρησε όμως ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει στην μορφή. Τα σπίτια, οι ναοί, οι δρόμοι, οι φορεσιές, ήταν διαφορετικά από τις παραστάσεις στα όνειρά του. Μα και η γλώσσα που μιλούσαν ήταν αλλαγμένη και δεν μπορούσε εύκολα να συνεννοηθεί. Ο κόσμος που απαντούσε τον κοιτούσε σαστισμένος. Πολλοί τον είχαν για νεκρό από καιρό.
Άλλοι πάλι γελούσαν με την γύμνια του και άλλοι φοβόντουσαν το σπαθί του. Δεν άργησε να βρεθεί στην πόρτα του κτήματος. Εκεί τον περίμενε η φρουρά του Μουσουλμάνου ενώ διέκρινε πίσω τον γέρο Χριστιανό. Προσπάθησε να θυμηθεί αλλά δεν μπόρεσε, η στενοχώρια του τα είχε κρύψει όλα βαθιά. Με ορμή έπεσε πάνω στην φρουρά σαν αετός. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε μια μέρα και μια νύκτα. Πολεμούσε σαν λυσσασμένος και αυτό έδινε κουράγιο στους δικούς του. Το σπαθί του στριφογύριζε πάνω σε κεφάλια και σάρκες και ο Έλληνας έβρισκε μέσα στον ορυμαγδό κάτι από τον εαυτό του. Η μέρα τον βρήκε νικητή. Οι επιζώντες άνθρωποι του Μουσουλμάνου έφευγαν όπως-όπως για την μακρινή χώρα τους.
 Οι άνθρωποι στο κτήμα τον υποδέχτηκαν σαν απελευθερωτή και ζητωκραύγαζαν ενώ ρωτούσαν να μάθουν ποιός είναι. Είμαι ο Έλληνας τους είπε και η γη αυτή είναι δική μου. Όλοι πάγωσαν ενώ μερικοί πήγαν να πούν τα νέα στον γέρο-Χριστιανό. Το κτήμα δεν ήταν πιά ούτε τόσο μεγάλο ούτε τόσο πλούσιο όσο το θυμόταν. Ο Χριστιανός δεν τόχε διαχειριστεί καλά και άλλοτε έχανε γη από τους εχθρούς, άλλοτε την πουλούσε, άλλοτε την παραχωρούσε. Όμως είχε μείνει η πατρική γη και αυτή ήταν αρκετή.
Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χριστιανό. Ο Χριστιανός δεν ήθελε να φύγει. Ισχυριζόταν πώς όχι μόνο δεν είχε φέρει αυτός τον ετεροθαλή αδερφό του Μουσουλμάνο αλλά πώς δεν είχε καμμιά συγγένεια και πώς προστάτευε τον λαό του στα χρόνια της δουλείας. Μάλιστα έλεγε πως νοιαζόταν γι’ αυτόν και ρωτούσε να μάθει νέα του. Τα παιδιά του ήταν καλά αλλά δεν δείχναν να θυμούνται τον πατέρα τους πια καθόλου.
Ήταν φανερό πως ο γερο-Χριστιανός ήταν ακόμα καλός στα ψέμματα. Ο Έλληνας ήταν βέβαιος πως δεν τους είχε μιλήσει καθόλου γι’ αυτόν. Η Ρώμη είχε φύγει από καιρό για το πατρικό της όταν ήρθαν σε ρήξη για τα αλλόκοτα δόγματα του Χριστιανού. Το διαζύγιό τους το είπαν σχίσμα. Μάλιστα πριν έρθει ο Μουσουλμάνος είχαν και πόλεμο μεταξύ τους και λέγεται ότι για να μην βεθεί κάτω από την Ρώμη ο Χριστιανός έφερε τον Μουσουλμάνο.
Η θέση του Έλληνα ήταν δύσκολη. Τα παιδιά του δεν τον θυμόντουσαν. Η Ρώμη είχε φύγει και απ’ ότι κατάλαβε είχε αλλάξει πολύ για να νοιαστεί. Ο Χριστιανός είχε φτιάξει κάτι τίτλους ιδιοκτησίας και τα αρχεία του κτήματος λέγανε πως ο Έλληνας του είχε παραχωρήσει την γη με την θέλησή του. Πως ο λαός προτίμησε τον Χριστιανό από τον Έλληνα και πως ο Έλληνας είχε φύγει με την θέλησή του. Ήξερε ότι όλα ήταν ψέμματα αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει.
Ήταν φανερό πως το μόνο του όπλο ήταν το ματωμένο σπαθί που κρατούσε στα χέρια του και δεν του ήταν δύσκολο να φέρει μιά στο κεφάλι του παλιόγερου αλλά πολύς κόσμος τον σεβόταν. Είχαν πιστέψει τα παραμύθια του και δεν θέλανε την αιματοχυσία. Τα ίδια του τα παιδιά τον περνούσαν για πατέρα τους. Αυτοί που τον θυμόντουσαν ήταν  που πολεμήσαν μαζί του και μάταια φωνάζανε πως ο Έλληνας ήταν ο παλιός άρχοντας.
Ο Χριστιανός ήταν πιά πολύ γέρος και σε λίγο καιρό θα πέθαινε. Ο Έλληνας έτσι σκέφτηκε, και έβαλε το σπαθί στην θήκη του. Η πείνα και η κούραση τον είχαν καταβάλει. Ήθελε να ξαποστάσει. Δέχτηκε ρούχα και φαγητό και ήρθε σε συμφωνία με τον Χριστιανό να διοικήσουν την γη που είχε μείνει από κοινού. Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά συμβιβάστηκε και με την αλλάγή του ονόματος των παιδιών του σε Ελληνοχριστιανός και Ελληνοχριστιανή. Αποφάσισε να μην κάνει τίποτα για την ώρα.
Έπρεπε με τον καιρό να κερδίσει πρώτα τα παιδιά του. Να τους πει την αλήθεια. Έπρεπε να βρει πρώτα τις αποδείξεις. Έπνιξε το μίσος που ένοιωθε για τον άξεστο πονηρό γέρο που στεκόταν με τόση αναίδεια στα κτήματά του. Ήταν φανερό πως και εκείνος τον αντιπαθούσε ακόμα αλλά μετά την νίκη του δεν μπορούσε παρά να τον ανεχτεί. Με τον καιρό άρχισε να ψαχουλεύει στο κτήμα να βρει τίτλους ιδιοκτησίας, αρχεία, ότι δεν είχε καταστρέψει ο Χριστιανός για να αποδείξει τα όνειρά του και αυτά που του είχε μηνύσει ο Φράγκος στην φυλακή μέσω των εμπίστων του.
Έσκαβε στο κτήμα και με την βοήθεια του Φράγκου έβγαζε κατά καιρούς μνημεία κτίσματα και βωμούς που βγάζαν πέρα για πέρα τα όνειρά του αληθινά. Μιλούσε με τους γεροντότερους και τους σοφότερους στο κτήμα που δεν χωνεύαν τον Χριστιανό για να βρει στοιχεία για την Ιστορία και την μεταβίβαση της ιδιοκτησίας. Ο Χριστιανός δεν έβλεπε με καλό μάτι τις ενέργειες του Έλληνα και σε κάθε ευκαιρία έβαζε εμπόδια στο έργο του. Όμως με τα χρόνια όλα όσα έβγαζε στο φως φέρναν τους ανθρώπους με το μέρος τους. Τα παιδιά του τον βλέπαν με περισσότερη συμπάθεια και άρχιζαν να τον πλησιάζουν. Μπορεί να ήταν νεώτερος από τον Χριστιανό αλλά ήταν και αυτός σε προχωρημένη ηλικία. Ήθελε τα παιδιά του να πάρουν το όνομά του πριν πεθάνει και να λέγονται Έλληνας και Ελληνίδα και να έχουν την κυριότητα της γης του, χωρίς τον Χριστιανό.
Είχε απογοητευτεί, όταν μια μέρα στα ερμάρια βρήκε αυτό που γύρευε. Βρήκε ένα αρχείο καλά καταχωνιασμένο με τους νόμους των μανιακών αρχηγών που θέταν αυτόν σε εξορία και τους ανθρώπους του εκτός νόμου. Από κάτω καλά κρυμένα ήταν τα αρχεία των επαναστάσεων που έκανε ο λαός του και έπνιγε στο αίμα ο Χριστιανός. Και στο βάθος ενός μπαούλου ένα σκονισμένο και φαγωμένο βιβλίο. Αυτό έψαχνε. Ήταν το βιβλίο της γενιάς του, η Μυθολογία του Έλληνα. Το γενεαλογικό δέντρο των Προγόνων του μέχρι την εποχή των ηρώων και των Θεών. Τώρα ήταν βέβαιος. Η γη αυτή ήταν δική του τελικά. Δοσμένη από τους Θεούς  στους Προγόνους του για να την φροντίζουν στο όνομά τους.
Κανένας βάρβαρος δεν είχε δικαίωμα πάνω της. Αυτός ο άξεστος, αυτός ο ξένος ζητιάνος με τα πολλά ονόματα και τα μυριάδες πρόσωπα, έπρεπε να πληρώσει. Τώρα ήταν έτοιμος να βγει σε όλο τον κόσμο και να δείξει τα κρυμμένα αρχεία και την χαμένη γνώση. Να πάρει πίσω την περιουσία που του έδωσαν οι Θεοί και να την παραδώσει στα παιδιά του. Ποτέ δεν θα έκανε τα ίδια λάθη. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε την Ιστορία του και την γενιά του. Ποτέ δεν θα αναρωτιόταν για την ύπαρξη των ευεργετών Θεών του. Όλα του τα δεινά και οι συμφορές έπεσαν πάνω του επειδή τους είχε ξεχάσει.
Ορκίστηκε πάνω στην Μυθολογία ότι θα ήταν συνετός και δίκαιος. Πήρε στο ένα χέρι την Μυθολογία και στο άλλο το παλιό σπαθί του. Έβγαλε τα δανεικά ρούχα και βγήκε γυμνός να βρει τον ζητιάνο που φερόταν σαν ιδιοκτήτης. Και αν δεν έφευγε νύκτα και έφερνε αντιρρήσεις θα του κοβε σύρριζα το κεφάλι και όποιου άλλου έμπαινε στον δρόμο του. Μέχρι εδώ ήταν. Ο δόλιος θα πλήρωνε με το αίμα του για τα εγκλήματά του. Η εξιλέωση και η κάθαρση για τα πάθη του ίσως περνούσε από την  σφαγή του απατεώνα.

Πυρφόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου