18/8/11

Χρυσός και Οικονομική Ελευθερία

Πηγή: “Capitalism, the Unknown Idealby Ayn Rand, 1967 Η εργασία που ακολουθεί είναι μια κατά το δυνατόν πιστή μετάφραση άρθρου του ΑΛΑΝ ΓΚΡΗΝΣΠΑΝ που μαζί με άλλες εργασίες του, περιέχονται στο βιβλίο “ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ” της ΑΪΑΝ  ΡΑΝΤ – έκδοση 1967
Χρυσός και Οικονομική Ελευθερία
Του ΑΛΑΝ ΓΚΡΗΝΣΠΑΝ
Μία σχεδόν υστερική αντιπαλότητα προς τον “κανόνα χρυσού” είναι η μπαντιέρα που ενώνει τους απανταχού κρατιστές* όλων των αποχρώσεων. Φαίνεται πως αντιλαμβάνονται, ίσως πιό καθαρά και ξάστερα από πολλούς άλλους συνεπείς υποστηρικτές της ελεύθερης κοινωνίας, ότι ο χρυσός και η οικονομική ελευθερία είναι αδιαχώριστα, ότι ο κανόνας χρυσού είναι ένα εργαλείο της ελεύθερης κοινωνίας και ότι έκαστο επιβάλει και προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου.
Για να καταλάβουμε την αιτία της αντίθεσής τους, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε κατ’ αρχάς τον συγκεκριμένο ρόλο του χρυσού σε μια ελεύθερη κοινωνία.

Το χρήμα είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των οικονομικών συναλλαγών. Είναι το αγαθό που εξυπηρετεί σαν μέσον συναλλαγών, είναι παγκοσμίως αποδεκτό, από όλους τους συμμετέχοντες σε μια συναλλακτική οικονομία, σαν πληρωμή αγαθών και υπηρεσιών και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μέτρο αξίας στην αγορά και σαν αποθήκευση αξίας π.χ. σαν μέσον αποταμίευσης.
Η ύπαρξη τέτοιου είδους είναι προϋπόθεση για μια οικονομία κατανομής εργασίας. Εάν οι άνθρωποι δεν είχαν ένα είδος αντικειμενικής αξίας που να ήταν γενικά αποδεκτό σαν χρήμα, θα έπρεπε να καταφύγουν σε πρωτόγονες ανταλλαγές προϊόντων ή θα ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν σε αυτάρκη αγροκτήματα και να στερηθούν των ανεκτίμητων πλεονεκτημάτων της εξειδίκευσης. Εάν οι άνθρωποι δεν είχαν τρόπο αποθήκευσης αξίας, δηλαδή αποταμίευσης, θα ήταν αδύνατον να προβούν σε συναλλαγές ή μακροχρόνιο προγραμματισμό.
Η απόφαση για το ποιό ακριβώς μέσον συναλλαγών θα είναι αποδεκτό από όλους τους συμμετέχοντες σε μια οικονομία δεν είναι αυθαίρετη. Πρώτα απ’ όλα το μέσον συναλλαγών πρέπει να είναι ανθεκτικό στο χρόνο. Σε μια πρωτόγονη κοινωνία περιορισμένου πλούτου, το σιτάρι θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά ανθεκτικό για χρήση σαν μέσο συναλλαγών, εφόσον όλες οι δοσοληψίες θα συνέβαιναν μόνον κατά την διάρκεια και αμέσως μετά τον θερισμό, και δεν θα περίσσευε κάποια ποσότητα άξια λόγου για μακροχρόνια αποθήκευση. Αλλά όπου το ζήτημα “αποθήκευση-αξίας” γίνεται σημαντικό, όπως είναι στις πλούσιες, περισσότερο πολιτισμένες κοινωνίες, το μέσον συναλλαγών πρέπει να είναι ένα ανθεκτικό αγαθό, συνήθως κάποιο μέταλλο. Ένα μέταλλο γενικώς επιλέγεται επειδή είναι ομοιογενές και διαιρετό: κάθε μονάδα είναι ολόϊδια με οποιαδήποτε άλλη και μπορεί να συγχωνευτεί ή να μορφοποιηθεί σε οποιαδήποτε ποσότητα. Τα πολύτιμα κοσμήματα π.χ. δεν είναι ούτε ομοιογενή ούτε διαιρετά.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι, το αγαθό που θα επιλεγεί σαν μέσον συναλλαγών πρέπει να είναι πολυτελές. Η ανθρώπινη επιθυμία για πολυτέλειες είναι απεριόριστη και ως εκ τούτου τα πολυτελή αγαθά είναι πάντα σε ζήτηση και θα είναι πάντα αποδεκτά. Το σιτάρι είναι μια πολυτέλεια σε υποσιτιζόμενες κοινωνίες, αλλά όχι σε ευημερούσες κοινωνίες. Τα τσιγάρα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, δεν θα εξυπηρετούσαν σαν χρήμα, αλλά αυτή ήταν η χρήση τους στην μεταπολεμική Ευρώπη όπου εθεωρούντο μια πολυτέλεια. Ο όρος πολυτελές αγαθό υποδηλώνει σπανιότητα και υψηλή αξία ανά μονάδα. Έχοντας υψηλή τιμή ανά μονάδα, ένα τέτοιο αγαθό μεταφέρεται εύκολα, για παράδειγμα μια ουγγιά χρυσού (31,1 γραμμάρια) αξίζει όσο μισός τόνος σιδήρου.
Στα πρώϊμα στάδια μιας αναπτυσσόμενης χρηματικής οικονομίας, διάφορα μέσα συναλλαγών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, εφόσον μια μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων θα ικανοποιούσε τις παραπάνω συνθήκες. Ωστόσο ένα από τα εμπορεύματα σταδιακά θα εκτοπίσει όλα τα άλλα, όντας ευρύτερα αποδεκτό. Οι προτιμήσεις ως προς τι θα συσσωρευτεί σαν “αποθήκη-αξίας” θα κλίνουν προς το πλέον αποδεκτό εμπόρευμα, και αυτή η τάση με την σειρά της , θα κάνει αυτό το εμπόρευμα ακόμα πιο αποδεκτό. Η τάση είναι προοδευτική μέχρι που αυτό το εμπόρευμα γίνεται το μοναδικό μέσο συναλλαγών. Η χρήση ενός μοναδικού μέσου είναι εξαιρετικά πλεονεκτική για τους ίδιους λόγους που μια χρηματική οικονομία είναι ανώτερη από μια ανταλλακτική οικονομία : βοηθάει στην πραγματοποίηση ανταλλαγών σε απείρως μεγαλύτερη κλίμακα.
Το εάν έχει επιλεγεί σαν μοναδικό μέσον ο χρυσός, το ασήμι, τα όστρακα, τα βοοειδή ή ο καπνός, είναι θέμα ελεύθερης βούλησης, που εξαρτάται από τον βαθμό ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης οικονομίας. Στην πράξη, όλα τα ανωτέρω έχουν χρησιμοποιηθεί, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, σαν μέσα συναλλαγών. Ακόμη και στον αιώνα που διανύουμε, δύο σημαντικά εμπορεύματα, ο χρυσός και ο άργυρος έχουν χρησιμοποιηθεί σαν διεθνή μέσα συναλλαγών, με τον χρυσό να επικρατεί.
Ο χρυσός, έχοντας καλλιτεχνική και λειτουργική ιδιότητα παράλληλα, και όντας σχετικά σπάνιος, πάντοτε εθεωρείτο αγαθό πολυτελείας. Είναι ανθεκτικός, ομοιογενής, διαιρετός, μεταφέρεται εύκολα, και συνεπώς έχει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι όλων των άλλων μέσων συναλλαγών. Από τις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είναι στην ουσία το μοναδικό μέσον των παγκόσμιων συναλλαγών.
Εάν όλα τα αγαθά και υπηρεσίες έπρεπε να πληρωθούν σε χρυσό, μεγάλου ύψους πληρωμές θα ήταν δύσκολο να γίνουν, και αυτή η δυσκολία θα έτεινε να περιορίσει την έκταση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και την εξειδίκευση. Έτσι, μια λογική συνέχεια της δημιουργίας ενός μέσου συναλλαγών, είναι η δημιουργία ενός τραπεζικού συστήματος και εργαλείων πίστης (τραπεζογραμμάτια και καταθέσεις) που λειτουργούν σαν υποκατάστατα του χρυσού αλλά είναι πλήρως μετατρέψιμα σε χρυσό.
Ένα ελεύθερο τραπεζικό σύστημα βασισμένο σε χρυσό είναι ικανό να παρέχει πίστωση και έτσι να δημιουργήσει τραπεζογραμμάτια (νόμισμα) και καταθέσεις, σύμφωνα με τις παραγωγικές απαιτήσεις της οικονομίας. Οι κάτοχοι χρυσού παρακινούνται, μέσω καταβολής τόκου, να καταθέσουν τον χρυσό τους σε μια τράπεζα (έναντι της κατάθεσης έχουν δικαίωμα έκδοσης επιταγών). Εφόσον είναι σπάνια η περίπτωση που όλοι οι καταθέτες θα θελήσουν να κάνουν ανάληψη όλου του χρυσού την ίδια στιγμή, οι τράπεζες μπορούν να διατηρούν σαν αποθεματικό μέρος μόνον των συνολικών καταθέσεων σε χρυσό. Αυτό διευκολύνει τον τραπεζίτη να δανείζει περισσότερα από το ποσόν των καταθέσεων σε χρυσό (που σημαίνει ότι κρατάει απαιτήσεις σε χρυσό παρά χρυσό σαν ασφάλεια των καταθέσεών του). Ωστόσο το ποσόν των δανείων που μπορεί να χορηγήσει δεν είναι αυθαίρετο – πρέπει να το ρυθμίσει σε σχέση με τα αποθεματικά του και την κατάσταση των επενδύσεων του.
Όταν οι τράπεζες δανείζουν χρήματα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν παραγωγικές και κερδοφόρες επενδύσεις, τα δάνεια αποπληρώνονται γρήγορα και η τραπεζική πίστωση εξακολουθεί να είναι γενικώς διαθέσιμη. Αλλά όταν οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται με τραπεζική πίστωση είναι λιγότερο κερδοφόρες και αργούν την αποπληρωμή, οι τραπεζίτες γρήγορα διαπιστώνουν ότι τα χορηγηθέντα δάνεια είναι υπερβολικά σε σχέση με τα αποθέματά τους σε χρυσό, και αρχίζουν να μειώνουν την χορήγηση νέων δανείων, συνήθως χρεώνοντας υψηλότερα επιτόκια. Αυτό έχει την τάση να περιορίζει την χρηματοδότηση νέων επιχειρηματικών σχεδίων και πιέζει τους έχοντες ήδη δανειστεί να βελτιώσουν πρώτα την κερδοφορία τους προκειμένου να τους δοθούν νέες πιστώσεις για περαιτέρω επέκταση. Έτσι, υπό τον κανόνα χρυσού, ένα ελεύθερο τραπεζικό σύστημα αναδεικνύεται σε προστάτη οικονομικής σταθερότητας και ισόρροπης ανάπτυξης.
Όταν ο χρυσός είναι αποδεκτός σαν μέσον συναλλαγών από τα περισσότερα ή όλα τα έθνη, ένας αδέσμευτος και ελεύθερος διεθνής κανόνας χρυσού προωθεί τον διεθνή καταμερισμό εργασίας και το ευρύτερο διεθνές εμπόριο. Αν και οι μονάδες συναλλαγών (το δολάριο, η Αγγλική λίρα, το φράγκο κ.λ.π.) διαφέρουν από χώρα σε χώρα, όταν όλες καθορίζονται σε όρους χρυσού οι οικονομίες των διαφόρων χωρών λειτουργούν σαν μία – εφόσον δεν υπάρχουν περιορισμοί στο εμπόριο και στην κίνηση κεφαλαίων. Η πίστωση, τα επιτόκια, και οι τιμές τείνουν να ακολουθούν παρόμοια συμπεριφορά σε όλες τις χώρες. Για παράδειγμα, εάν οι τράπεζες σε μία χώρα ακολουθήσουν πολύ χαλαρή πιστωτική πολιτική, τα επιτόκια σε αυτήν την χώρα θα τείνουν να πέσουν, προτρέποντας τους καταθέτες να μετακινήσουν τον χρυσό τους σε τράπεζες άλλων χωρών που δίνουν υψηλότερα επιτόκια. Αυτό άμεσα θα προκαλέσει έλλειψη στα αποθεματικά των τραπεζών της χώρας του “εύκολου χρήματος”, προκαλώντας αυστηρότερα πιστωτικά κριτήρια και επάνοδο σε υψηλότερα, πιο ανταγωνιστικά επιτόκια ξανά.
Ένα πλήρως ελεύθερο τραπεζικό σύστημα και απόλυτα συνεπές με τον κανόνα χρυσού δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Αλλά πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ (και στον περισσότερο κόσμο) ήταν βασισμένο στον χρυσό, και παρά την κατά καιρούς παρέμβαση των κυβερνήσεων, οι τράπεζες ήταν περισσότερο ελεύθερες παρά ελεγχόμενες. Περιοδικά, σαν αποτέλεσμα της υπερβολικά γρήγορης πιστωτικής επέκτασης, οι τράπεζες δάνειζαν μέχρι το όριο των αποθεμάτων τους σε χρυσό, τα επιτόκια ανέβαιναν πολύ, οι νέες πιστώσεις έπεφταν, και η οικονομία έπεφτε σε έντονη αλλά βραχύβια ύφεση. (Σε σύγκριση με τις υφέσεις του 1920 και 1932, οι προ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου πτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας ήταν σίγουρα ηπιότερες.) Τα περιορισμένα αποθέματα σε χρυσό ήταν αυτά που σταματούσαν την ανισόρροπη επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας, πριν αυτή εξελιχθεί σε πλήρως καταστροφική του τύπου της μετά-τον-πρώτο-παγκόσμιο-πόλεμο περιόδου. Η περίοδοι επαναπροσαρμογής ήταν σύντομες και οι οικονομίες γρήγορα επανακτούσαν ισχυρά θεμέλια για επανέναρξη της ανάπτυξης.
Αλλά αυτή ακριβώς η διαδικασία θεραπείας, λανθασμένα διαγνώστηκε σαν ασθένεια: εάν η έλλειψη τραπεζικών αποθεματικών προκαλούσε πτώση δραστηριότητας – επιχειρηματολόγησαν οι οικονομικοί παρεμβατιστές – γιατί να μην βρεθεί ένας τρόπος εφοδιασμού αυξημένων αποθεματικών στις τράπεζες έτσι που να μην ξαναβρεθούν με έλλειμμα ! Εάν οι τράπεζες μπορούν να συνεχίσουν να δανείζουν χρήματα επ’ αόριστον – ελέχθη – δεν θα χρειαζόταν ποτέ να έχουμε κάμψη οικονομικής δραστηριότητας. Και έτσι ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα (Federal Reserve System) το 1913. Αποτελείτο από δώδεκα περιφερειακές τράπεζες ιδιοκτησίας ιδιωτών τραπεζιτών κατ’ όνομα, αλλά στην ουσία τελούσαν υπό την εγγύηση, έλεγχο, και υποστήριξη της κυβέρνησης. Η χορηγούμενη πίστωση από αυτές τις τράπεζες είναι στην πράξη (αν και όχι νόμιμα) υποστηριζόμενη από την δύναμη επιβολής φόρων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Τεχνικά, παραμείναμε στον κανόνα χρυσού – οι πολίτες ήταν ακόμα ελεύθεροι να κατέχουν χρυσό, και ο χρυσός εξακολουθούσε να χρησιμεύει σαν αποθεματικό τραπεζών. Αλλά τώρα, παράλληλα με τον χρυσό, η χορηγούμενη πίστωση από την κεντρική τράπεζα (χάρτινα αποθεματικά) μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν νόμιμο νόμισμα πληρωμής των καταθετών.
Όταν η οικονομία στην Αμερική γνώρισε μια ήπια κάμψη το 1927, η Κεντρική Τράπεζα δημιούργησε μεγαλύτερα χάρτινα αποθεματικά με την ελπίδα να ματαιώσει την πιθανότητα έλλειψης αποθεματικών στις εμπορικές τράπεζες. Πιο καταστροφική ωστόσο, ήταν η απόπειρα της Κεντρικής Τράπεζας να βοηθήσει την Μεγάλη Βρετανία, η οποία έχανε τον χρυσό της προς όφελος της Αμερικής, επειδή η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας ηρνείτο να επιτρέψει άνοδο των επιτοκίων την στιγμή που αυτό επέβαλλαν οι δυνάμεις της αγοράς (ήταν πολιτικά μη αποδεκτό). Το σκεπτικό των εμπλεκομένων αρχών είχε ως εξής : εάν η Κεντρική Τράπεζα τροφοδοτούσε με υπερβάλλοντα χάρτινα αποθεματικά τις Αμερικανικές τράπεζες, τα επιτόκια στην Αμερική θα έπεφταν σε επίπεδα παρόμοια με αυτά της Μεγάλης Βρετανίας, και αυτό θα λειτουργούσε σαν φρένο στην απώλεια του Βρετανικού χρυσού και συνεπώς μιας πολιτικά επιζήμιας ανόδου των επιτοκίων.
Η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής (FED) τα κατάφερε: σταμάτησε την απώλεια χρυσού, αλλά στην πορεία αυτής της προσπάθειας σχεδόν κατέστρεψε τις οικονομίες του κόσμου. Η υπερβολική πίστωση με την οποία η FED τροφοδότησε την οικονομία, διαχύθηκε στο Χρηματιστήριο δημιουργώντας μία φανταστική κερδοσκοπική έκρηξη τιμών. Με καθυστέρηση, οι αξιωματούχοι της FED προσπάθησαν να απορροφήσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα και τελικώς κατάφεραν να σταματήσουν την κερδοσκοπική φούσκα. Αλλά ήταν πολύ αργά: το 1929 οι κερδοσκοπικές ανισορροπίες είχαν γίνει τόσο συντριπτικές ώστε οι ενέργειες της FED προκάλεσαν οξύτατη συρρίκνωση και εν συνεχεία κατάρρευση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Σαν αποτέλεσμα, η Αμερικανική οικονομία κατέρρευσε. Η Μεγάλη Βρετανία τα πήγε ακόμη χειρότερα, και αντί να εξομαλύνει όλες τις συνέπειες της προηγηθείσας ανόητης πολιτικής, εγκατέλειψε τελείως τον κανόνα χρυσού το 1931, ισοπεδώνοντας όποια υπόλοιπα εμπιστοσύνης είχαν απομείνει και προκαλώντας σειρά τραπεζικών καταρρεύσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Οι οικονομίες όλου του κόσμου βυθίστηκαν στην Μεγάλη Ύφεση του 1930.
Με λογική παρόμοια αυτής της προηγούμενης γενεάς, οι κρατιστές υποστήριξαν ότι ο κανόνας χρυσού κυρίως ευθύνετο για την πιστωτική κατάρρευση που οδήγησε στην Μεγάλη Ύφεση. Εάν ο κανόνας χρυσού δεν ίσχυε, έλεγαν, η εγκατάλειψη των πληρωμών σε χρυσό από την Μ. Βρετανία το 1931 δεν θα είχε προκαλέσει την κατάρρευση των τραπεζών σε όλο τον κόσμο. (Η ειρωνεία ήταν ότι από το 1913 βρισκόμασταν όχι σε κανόνα χρυσού αλλά σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν “μικτός κανόνας χρυσού” – ωστόσο το φταίξιμο αποδόθηκε στον χρυσό.)
Αλλά η αντίθεση σε οποιαδήποτε μορφή κανόνα χρυσού – από ένα αυξανόμενο αριθμό υποστηρικτών του ‘κράτους ευημερίας’ – στην πραγματικότητα είχε σαν αφετηρία μια πολύ πιό ύπουλη σκέψη: την επίγνωση ότι ο κανόνας χρυσού είναι ασύμβατος με τις χρόνιες ελλειμματικές δαπάνες (το έμβλημα του ‘κράτους ευημερίας’). Εάν απογυμνωθεί από την ακατάληπτη ακαδημαϊκή φρασεολογία του, το κράτος ευημερίας δεν είναι παρά ένας μηχανισμός μέσω του οποίου οι κυβερνήσεις δημεύουν τον πλούτο των παραγωγικών μελών της κοινωνίας προκειμένου να στηρίξουν μια ευρύτατη γκάμα ‘σχεδίων ευημερίας’. Ένα μεγάλο μέρος της δήμευσης πραγματοποιείται μέσω φορολογίας. Αλλά οι κρατιστές της ευημερίας γρήγορα κατάλαβαν ότι εάν θέλουν να διατηρήσουν την πολιτική τους δύναμη, η φορολογία έπρεπε να είναι περιορισμένη και θα έπρεπε να καταφύγουν σε προγράμματα μαζικών δαπανών μέσω ελλειμμάτων, θα έπρεπε δηλαδή να δανειστούν χρήματα εκδίδοντας κρατικά ομόλογα, για να χρηματοδοτήσουν μεγάλης κλίμακας δαπάνες ευημερίας.
Σύμφωνα με τον κανόνα χρυσού, το ποσόν της πίστωσης που μία οικονομία μπορεί να αντέξει προσδιορίζεται από τα απτά περιουσιακά στοιχεία της οικονομίας αυτής, εφόσον κάθε εργαλείο πίστης είναι σε τελευταία ανάλυση μια απαίτηση έναντι απτών περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, τα κρατικά ομόλογα δεν καλύπτονται με απτό πλούτο, παρά μόνον με την υπόσχεση του κράτους να πληρώσει από μελλοντικά φορολογικά έσοδα, και ως εκ τούτου διατίθενται με δυσκολία στις αγορές. Ένας μεγάλος όγκος νέων κρατικών ομολόγων μπορούν να διατεθούν στο κοινό μόνον με σταδιακά αυξανόμενα επιτόκια. Έτσι, οι κρατικές ελλειμματικές δαπάνες περιορίζονται δραστικά κάτω από τον κανόνα χρυσού.
Η εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού κατέστησε δυνατόν για τους κρατιστές ευημερίας να χρησιμοποιήσουν το τραπεζικό σύστημα σαν όχημα ατελείωτης πιστωτικής επέκτασης. Δημιούργησαν χάρτινα αποθεματικά υπό την μορφή κρατικών ομολόγων τα οποία -μέσω ενός πολύπλοκου τρόπου- οι τράπεζες δέχονται εις αντικατάσταση απτών περιουσιακών στοιχείων και τα μεταχειρίζονται σαν να ήταν πραγματικές καταθέσεις, δηλαδή το αντίστοιχο αυτού που παλαιότερα ήταν κατάθεση χρυσού. Ο κάτοχος κρατικού ομολόγου ή τραπεζικής κατάθεσης που δημιουργήθηκε από χάρτινα αποθεματικά πιστεύει ότι έχει βάσιμη απαίτηση πάνω σε πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Αλλά γεγονός είναι ότι σήμερα υπάρχουν περισσότερες εκκρεμείς απαιτήσεις απ’ ότι πραγματικά περιουσιακά στοιχεία.
Ο νόμος προσφοράς και ζήτησης δεν μπορεί να παραβιαστεί. Καθώς η προσφορά χρήματος (απαιτήσεων) αυξάνεται σε σχέση με την προσφορά απτών περιουσιακών στοιχείων στην οικονομία, οι τιμές πρέπει τελικά να ανέβουν. Έτσι τα κέρδη που αποταμιεύτηκαν από τα παραγωγικά μέλη της κοινωνίας χάνουν αξία σε σχέση με τα προϊόντα. Όταν τα λογιστικά βιβλία της οικονομίας τελικά ισοσκελισθούν, βρίσκεται ότι η απώλεια αξίας αντιπροσωπεύει τα αγαθά που η κυβέρνηση αγόρασε για παροχή ευημερίας ή άλλους σκοπούς με χρηματικά έσοδα από κρατικά ομόλογα που χρηματοδοτήθηκαν μέσω τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης.
Όταν απουσιάζει ο κανόνας χρυσού, δεν υπάρχει τρόπος να προστατευτούν οι αποταμιεύσεις από δήμευση μέσω πληθωρισμού. Δεν υπάρχει ασφαλής αποθήκευση αξίας. Εάν υπήρχε, η κυβέρνηση θα έπρεπε να κηρύξει παράνομη την κατοχή της, όπως έκανε στην περίπτωση του χρυσού**. Εάν όλοι αποφάσιζαν, για παράδειγμα, να μετατρέψουν όλες τις τραπεζικές καταθέσεις σε ασήμι ή χαλκό ή οποιοδήποτε άλλο αγαθό, και ως εκ τούτου απέφευγαν να δεχτούν επιταγές σαν πληρωμή των προϊόντων, οι τραπεζικές καταθέσεις θα έχαναν την αγοραστική τους δύναμη και η κρατικά-δημιουργημένη τραπεζική πίστη θα ήταν άχρηστη σαν απαίτηση επί αγαθών. Η οικονομική πολιτική του κράτους ευημερίας έχει σαν απαίτηση να μην υπάρχει τρόπος για τους κατόχους πλούτου να προστατέψουν τον εαυτό τους.
Αυτό είναι το άθλιο μυστικό για τις ύβρεις κατά του χρυσού από τους κρατιστές της ευημερίας. Οι ελλειμματικές δαπάνες είναι απλούστατα ένας μηχανισμός για την κρυφή δήμευση του πλούτου. Ο χρυσός στέκεται εμπόδιο σ’ αυτήν την δόλια διαδικασία. Είναι ο προστάτης των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας. Εάν κάποιος τα κατανοήσει αυτά, δεν θα έχει καμία δυσκολία να καταλάβει την αντίθεση των κρατιστών προς τον κανόνα χρυσού.
——————————–
* (Σ.τ.Μ.) : κρατιστές- μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού όρου statists.
** (Σ.τ.Μ.)2: το 1933, μετά το Μεγάλο Κραχ, η κυβέρνηση Ρούσβελτ κήρυξε παράνομη την κατοχή χρυσού (!) και υποχρέωσε τους κατόχους να το ανταλλάξουν σε “μετατρέψιμα” χαρτονομίσματα. Η κατοχή χρυσού έγινε ξανά νόμιμη στα τέλη της δεκαετίας 1970.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου