19/12/10

«Λέσχη των Ιακωβίνων» (Jacobins, «Club des Jacobins»)



«Forsan et haec olim meninisse juvabit!» («Ίσως μια μέρα αυτό θα είναι άξιο να το θυμούνται κάποιοι!»)


Ιακωβίνοι, «Λέσχη των Ιακωβίνων» (Jacobins, «Club des Jacobins») Πολιτική και επαναστατική Λέσχη, η κύρια πολιτική δύναμη πίσω από την Γαλλική Επανάσταση, απολύτως κυρίαρχη κατά την περίοδο της παντοδυναμίας της «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» υπό τους Ροβεσπιέρο, Σαιν Ζυστ και Κουτόν (1793 – 1794). 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Η «Λέσχη των Ιακωβίνων» ιδρύθηκε το 1788, λίγο πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, από τους μετέπειτα αντιδραστικούς πολιτικούς Λανζινέ (Jean - Denis Lanjuinais) και Λε Σαπελιέ (Isaac Rene Guy Le Chapelier) της «Λέσχης των Βρετόνων» («Le Club Breton»), αρχικά με με την ονομασία «Εταιρεία των Φίλων του Συντάγματος» («Societe des Amis de la Constitution seants aux Jacobins a Paris»), με σκοπό να διαδώσει στον λαό τις ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές ιδέες της εποχής. 

Η Εταιρεία μετονομάστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1792 σε «Ιακωβινική Εταιρεία, Φίλοι της Ελευθερίας και της Ισότητας» («Societe des Jacobins, Αmis de la Liberte et de l'Egalite») ή επί το συντομότερο «Λέσχη των Ιακωβίνων» (ονομασία που αρχικά χρησιμοποιούσαν περιγελαστικά οι πολιτικοί της εχθροί), από την έδρα όπου αυτή συνεδρίαζε, ένα μοναστήρι δομινικανών μοναχών επί της Rue St Honore του Παρισιού (οι συγκεκριμένοι μοναχοί ονομάζονταν ενίοτε και «ιακωβίνοι» επειδή ο Φίλιππος Αύγουστος τους είχε παλαιότερα αναθέσει την φιλοξενία των προσκυνητών του «Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα»).

Ήδη από τις 8 Φεβρουαρίου 1790 η αρχική Λέσχη διέθετε ένα σαφές και αυστηρό καταστατικό (το οποίο είχε συντάξει κυρίως ο βουλευτής Barnave), το οποίο όριζε τους αξιωματούχους της οργάνωσης (έναν ανά μήνα εκλεγόμενο πρόεδρο, 4 γραμματείς, έναν ταμία και μέλη διαφόρων επιτροπών), προέβλεπε διαγραφές μελών που με πράξη ή λόγο έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχές της Λέσχης και περιελάμβανε ανάμεσα στους σκοπούς την προσυζήτηση διαφόρων ζητημάτων προτού τα μέλη που είχαν την βουλευτική ιδιότητα τα έφερναν προς συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση, καθώς επίσης (στο άρθρο 7) και την επικοινωνία και συνεργασία με πολιτικούς ομίλους που μοιράζονταν τους ίδιους σκοπούς.

Ακόμα όμως και μετά από την σύνταξη του καταστατικού της, ακόμα και έναν ολόκληρο χρόνο από την πτώση της Βαστίλης, η Λέσχη αρκέστηκε να προσανατολίζεται προς μία συνταγματική μοναρχία (χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπέγραψε καν την έκκληση της 17ης Ιουλίου 1791 για εκθρόνιση του βασιλιά). Ωστόσο, με την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση τόσο των ίδιων των γεγονότων όσο και των στελεχών και απλών μελών της, η Λέσχη κατευθύνθηκε αργά αλλά σταθερά από το καλοκαίρι του 1791 (όταν αποχώρησαν τα συντηρητικά μέλη και ίδρυσαν την δική τους βραχύβια οργάνωση υπό το όνομα «Club des Feuillants») προς την επαναστατική Δημοκρατία και έπαιξε τον πρώτο ρόλο στα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την πτώση και καρατόμηση του Ροβεσπιέρου και των οπαδών του: οι Ιακωβίνοι επάνδρωσαν με πολλά στελέχη τους την Εθνοσυνέλευση, σχεδίασαν και εφάρμοσαν πολλές κοινωνικές αλλαγές, πρωτοστάτησαν στην καταδίκη και εκτέλεση του Λουδοβίκου 16ου και ανέλαβαν αποκλειστικά αυτοί το τιμόνι της Επανάστασης μέχρι τον Ιούλιο του 1794 οπότε και κτυπήθηκαν από τους συντηρητικούς «Θερμιδωριανούς».

Η Λέσχη απέκτησε πολύ γρήγορα απέκτησε εκατοντάδες παραρτήματά της σε όλη την Γαλλία (στις 10 Αυγούστου 1790 είχαν ήδη καταμετρηθεί 152 παραρτήματα!) φθάνοντας να αριθμεί στις αρχές του 1793 περί τα 400.000 μέλη.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ

Όταν στα τέλη του Ιουνίου 1791 ο βασιλιάς Λουδοβίκος πιάστηκε στην Βαρέν, χαρακτηρίστηκε ως ύποπτος συνεργασίας με τους Άγγλους και ανατράπηκε, 264 μειοψηφούντες συντηρητικοί με επικεφαλής τον Αντουάν Μπαρνάβ (Antoine Barnave), των οποίων οι επιδιώξεις σταματούσαν στην εγκαθίδρυση μιας συνταγματικής μοναρχίας, αποχώρησαν από την Λέσχη των Ιακωβίνων (που τότε ακόμη λεγόταν «Εταιρεία των Φίλων του Συντάγματος»), εξέδωσαν στις 16 Ιουλίου 1791 μία μπροσούρα με τις πολιτικές θέσεις τους και προχώρησαν στην ίδρυση της αντιδραστικής «Λέσχης των Feuillants» («Club des Feuillants»), έδρα συνεδριάσεων της οποίας ήταν το πρώην μοναστήρι του ομώνυμου τάγματος στην Rue Saint - Honore. Μετά την κατάργηση της μοναρχίας, η Λέσχη χαρακτηρίστηκε «μοναρχική» και τον Αύγουστο του 1792 συνελήφθησαν 841 μέλη της με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ο δε Μπαρνάβ καρατομήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1793.

Προτού αποχωρήσουν οι συντηρητικοί, προώθησαν διάφορες θέσεις τους που λανθασμένα αποδίδονται από κάποιους στους κανονικούς Ιακωβίνους. Τρανταχτή περίπτωση είναι εκείνη του εκ των ιδρυτών Λε Σαπελιέ (καρατομήθηκε στις 22 Απριλίου 1794 ως μοναρχικός), που λίγο πριν την διάσπαση του 1791 απέσπασε την ψήφο της Εθνοσυνέλευσης, μετά από δική του εισήγηση, για διάλυση όλων των συντεχνιών και των εργατικών ενώσεων και απαγόρευση των απεργιών. Ήταν ο περιβόητος «Νόμος Λε Σαπελιέ» («Loi Le Chapelier») που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Ιουνίου 1791 και κράτησε στην Γαλλία επί 73 χρόνια κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα στην παρανομία (μέχρι το έτος 1864).

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Επηρεασμένοι από τις ιδέες των Τζων Λοκ (John Locke) και Ζαν – Ζακ Ρουσώ (Jean - Jacques Rousseau) περί «Κοινωνικού Συμβολαίου» και με έντονο θαυμασμό για την αρχαία Σπάρτη («η Σπάρτη φέγγει σαν μία λάμψη αστραπής μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι», είπε ο Ροβεσπιέρος σε ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση, στις 18 Φλορεάλ του έτους 2) και την Ρώμη του καιρού της Δημοκρατίας, οι Ιακωβίνοι όριζαν ως πρώτες πολιτικές αρετές την εργασία υπέρ του γενικού καλού και την αγάπη τόσο για την πατρίδα γη, δηλαδή τον Πατριωτισμό, όσο και για το έθνος (μία ιδέα που ξέθαψαν κυριολεκτικά και ανέδειξαν μετά από αιώνες εξαφάνισής της σε ολόκληρη την Ευρώπη, λόγω της επικράτησης του ανεθνικού Χριστιανισμού). Γι’ αυτούς, ο επαναστάτης πολίτης πρέπει να διαμορφώνεται μέσα από μία Παιδεία και μία Θρησκεία, που και οι δύο να διέπονται από λογικότητα και προσανατολισμό προς τον ίδιον τον άνθρωπο με σκοπό την ευτυχία του: «για να δει επιτέλους η Ευρώπη ότι δεν θα επιτρέψουμε την δυστυχία έστω κι ενός ανθρώπου σε γαλλικό έδαφος!… Η ευτυχία είναι μία εντελώς νέα ιδέα στην Ευρώπη», φωνάζει ο Σαιν Ζυστ στην αναφορά του της 8ης Βεντόζ του έτους 2.

Η Παιδεία των Ιακωβίνων νοείτο ως γενική και ισότιμη για όλον τον λαό, ως το πρώτο και κύριο όργανο για την δημιουργία της συλλογικής «λαϊκής συνείδησης», η οποία με την σειρά της κρινόταν ως η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα δημοκρατικό καθεστώς: «οι επόμενες γενεές ανήκουν στην πατρίδα» κατά την διατύπωση του Rabaut Saint-Etienne (κατά τον Ροβεσπιέρο επίσης «η πατρίδα δικαιούται να εκπαιδεύει τα παιδιά της, δεν μπορεί η παιδεία να επαφίεται στην οικογενειακή υπερηφάνεια ή στις προκαταλήψεις των ατόμων, στο αιώνιο κανάκεμα των αριστοκρατών και την αντιδημοκρατικότητα των γονέων, που στενεύουν τους ορίζοντες της ψυχής, κρατώντας την απομονωμένη», ενώ κατά τον Νταντόν «τα παιδιά ανήκουν πρώτα στην Δημοκρατία και μετά στους γονείς τους. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι αξιόλογα παιδιά, εξαιτίας του εγωϊσμού των γονέων τους, δεν θα καταλήξουν εχθροί της Δημοκρατίας; …Το δημοκρατικό γάλα τα παιδιά μας θα πρέπει να το να πιούν μόνο από τα εθνικά σχολεία… Όπως η Δημοκρατία είναι μία και αδιαίρετη, έτσι και η δημόσια παιδεία θα πρέπει να είναι θεμελιωμένη επάνω σε αυτήν την ενότητα», ομιλία της 22 Φριμαίρ του έτους 2, όπως έχει διασωθεί στο «Moniteur», xviii 654).

Σκοπός της Δημοκρατίας κατά τους Ιακωβίνους ήταν η πολιτική υλοποίηση όλων των ανώτερων ιδεών (για «να εκπληρωθούν οι επιθυμίες της Φύσης, να πραγματωθεί ο προορισμός της ανθρωπότητας και να υλοποιηθούν οι υποσχέσεις της Φιλοσοφίας» κάνει λόγο ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, στην αναφορά του προς την Εθνοσυνέλευση στις 5 Φεβρουαρίου 1794) καθώς επίσης και η δημιουργία ενός καινούργιου τύπου («αναγεννημένου») ανθρώπου, ικανού να διαχειρίζεται τα πρωτόγνωρα για την ανθρωπότητα του 18ου αιώνα δώρα της Ισονομίας και Ελευθερίας: «Όποιος επιθυμεί να ξαναδώσει στους ανθρώπους την ελευθερία τους είναι αναγκασμένος να τους αναπλάσει, αφού οι παλαιές προκαταλήψεις πρέπει να καταστραφούν, οι παλαιές συνήθειες να αλλάξουν, οι διεφθαρμένες προσκολλήσεις να καθαριστούν, οι υπερφίαλες απαιτήσεις να περιοριστούν και οι μανιώδεις αθλιότητες να σβήσουν» τόνιζε ο Μπιγιώ Βαρέν (Billaud - Varennes) στην αναφορά του στην Εθνοσυνέλευση επάνω στην θεωρία της Επαναστατικής Κυβέρνησης στις 20 Απριλίου 1794. Στα πλαίσια αυτής ακριβώς της δημιουργίας ενός νέου τύπου ανθρώπου, ήταν αυτονόητο ότι τεράστια προσπάθεια έπρεπε να γίνει όχι μόνον για την επιστροφή της πολιτικής διάστασης του ανθρώπου αλλά επίσης και για την εκγύμναση των «πολιτών» στην συμμετοχή: «τιμωρητέοι είναι όχι μόνον οι προδότες, αλλά και όσοι μένουν αδιάφοροι, στην Δημοκρατία τιμωρητέοι είναι όλοι όσοι είναι παθητικοί και δεν κάνουν τίποτε για να την βοηθήσουν» είχε δηλώσει ο Σαιν Ζυστ (Saint - Just) στην αναφορά του της 20ης Οκτωβρίου 1793.

Η συνταγματικότητα της δημόσιας ζωής καθοριζόταν από τα οριζόμενα στην 2η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» («Declaration des Droits de l' Homme et du Citoyen»), της οποίας η ψήφιση ολοκληρώθηκε το 1793, με εμφανέστατη την επίδραση του Ιακωβινισμού. Τα δικαιώματα της διακήρυξης, τα οποία χαρακτηρίζονταν θεμελιώδη, πανανθρώπινα, διατοπικά, διαχρονικά και αναπαλλοτρίωτα, αφορούσαν βεβαίως το πολιτικό σώμα ως σύνολο («πολιτικά δικαιώματα» με βάση την ισονομία των πολιτών και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας) και όχι το μεμονωμένο άτομο, όπως στις ημέρες μας τα έχει πονηρά υποβιβάσει (ως «ατομικά δικαιώματα») ο κυρίαρχος συνδυασμός Καπιταλισμού – Ιουδαιοχριστιανισμού: «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και ίσοι ως προς τα δικαιώματά τους. Οι κοινωνικές διακρίσεις («σύμφωνα με τις αρετές και τις ικανότητές του καθενός», αποσαφηνίζεται αλλού, στο άρθρο 6 της 1ης Διακήρυξης του 1789) δικαιολογούνται μόνον με βάση το γενικό καλό».

Στον οικονομικό τομέα οι Ιακωβίνοι κατήγγειλαν τον υπερβολικό πλουτισμό των ολίγων πλουτοκρατών και ζητούσαν μία ισότητα δικαιωμάτων και ευδαιμονίας μέσα από την γενίκευση της ιδιοκτησίας επάνω στην αρχή που εξέφρασε ο Ροβεσπιέρος ότι η ιδιοκτησία του κάθε πολίτη δεν θα πρέπει να είναι επιζήμια για τους άλλους, για την ελευθερία τους, την ασφάλειά τους και την δική τους ιδιοκτησία. Καθώς η Λέσχη εξελισσόταν ολοένα και περισσότερο σε αρχηγείο του Γαλλικού Δημοκρατισμού και της επαναστατικής καθαρότητας, έχοντας απέναντί της αρκετούς μηχανισμούς απατεώνων, κερδοσκόπων και μαυραγορητών, εγκατέλειπε σταδιακά τις αρχικές φιλελεύθερες («laissez faire») οικονομικές θέσεις της και υιοθέτησε τελικά τον οικονομικό παρεμβατισμό.

Με στόχο πάντοτε την ιερή γι’ αυτούς ευτυχία του συνόλου («μιλήσαμε για ευτυχία. Η ευτυχία όμως που σας προσφέρουμε δεν είναι η ευτυχία της Περσέπολης. Είναι η ευτυχία της Σπάρτης ή της Αθήνας στις καλύτερες ημέρες τους, είναι η ευτυχία της Αρετής, η ευτυχία της άνεσης και του μέτρου, η ευτυχία που πηγάζει από την ικανοποίηση των αναγκών, όχι από την ματαιοδοξία», λέει ο Σαιν Ζυστ, στις 23 Βεντόζ του έτους 2), οι Ιακωβίνοι κατάργησαν τα χρέη προς τους φεουδάρχες, διευκόλυναν με δάνεια τους αγρότες να αγοράσουν τα εθνικά αλλά και τα κατασχεμένα από την Εκκλησία κτήματα (με την πεποίθηση ότι όλοι οι πολίτες δικαιούνται να κατέχουν ένα κομμάτι γης στην δημοκρατική πατρίδα), περιόρισαν τα κληρονομικά δικαιώματα, εγγυήθηκαν το δικαίωμα όλων για μία αξιοπρεπή διαβίωση, κτύπησαν την χρηματο-οικονομική εκμετάλλευση («οι κερδοσκοπικές εταιρείες κάθε είδους απαγορεύονται. Απαγορεύεται σε όλους τους τραπεζίτες και εμπορικούς αντιπροσώπους να συστήσουν τέτοιες εταιρείες οποιασδήποτε μορφή και με οποιαδήποτε δικαιολογία» όριζε ο νόμος της 29ης Ζερμινάλ του έτους 2), καθόρισαν ανώτατη τιμή για το ψωμί, κατεδίωξαν την αισχροκέρδεια, έδωσαν γη στις κοινότητες, και με διατάγματα («decrets de ventose», Φεβρουάριος και Μάρτιος 1794) που εισηγήθηκε ο Σαιν Ζυστ και διένειμαν στους φτωχούς τα δημευθέντα αγαθά των εχθρών της Επανάστασης («να ενισχυθούν οι αναξιοπαθούντες από τους εχθρούς της Επανάστασης» ).

Ο ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

«Οι Ιακωβίνοι γεννιούνται πάντα στο τέλος της υπομονής» (Ρούσσος Βρανάς)

Έχοντας προσεταιρισθεί πολιτικά τους πολυπληθείς επαναστάτες των λαϊκών στρωμάτων, τους λεγόμενους «Αβράκωτους» («Sans - culottes»), οι Ιακωβίνοι συνετέλεσαν στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας, την καταδίκη του βασιλιά Λουδοβίκου σε θάνατο, την ολοκλήρωση της καταστροφή του λεγόμενου «Παλαιού Καθεστώτος» και την επιτυχημένη στρατιωτική άμυνα της Γαλλίας απέναντι στην ενωμένη ευρωπαϊκή αντίδραση («Ζούμε για να σώσουμε την πατρίδα μας» είχε δηλώσει στην «Λέσχη» ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος στις 7 Αυγούστου 1793), καθώς επίσης και στην σύνταξη και ψήφιση του ριζοσπαστικού δημοκρατικού Συντάγματος του Αυγούστου 1793. Απέναντι στο τελευταίο στάθηκαν με εξαιρετική εχθρότητα τόσο οι πλούσιοι, που φυσικά δεν επιθυμούσαν την πολιτική ισότητα, όσο και οι ακροαριστεροί, που ήθελαν την άμεση ανατροπή των σχέσεων ιδιοκτησίας και γι’ αυτό είχαν καταδιωχθεί με το διάταγμα της 18ης Μαρτίου 1793 της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, το οποίο προέβλεπε ποινή θανάτου για όσους καλούσαν σε ανατροπή των υπαρχουσών μορφών ιδιοκτησίας.

Οι Ιακωβίνοι ανατράπηκαν τελικά μαζί με τον ηγέτη τους Ροβεσπιέρο, του οποίου τις απόψεις για μία «Δημοκρατία της Αρετής» είχαν υιοθετήσει ως πολιτικές τους θέσεις, τον Ιούλιο του 1794 (στις 27 με 28 Ιουλίου 1794, ή 9 -10 Θερμιδώρ του δημοκρατικού έτους 2), έπειτα από συνωμοσία αρκετών συντηρητικών ή απατεώνων βουλευτών, των λεγόμενων «Θερμοδωριανών». Αυτοί, με τα συνθήματα «γαλήνη», «κατάργηση της τυραννίας», «εγγύηση της ιδιοκτησίας και της τάξης» και άλλα ανάλογα, έφεραν στη εξουσία το πενταμελές λεγόμενο «Διευθυντήριο» και κατάργησαν όλους σχεδόν τους κοινωνικούς νόμους, προετοιμάζοντας το έδαφος για την μετέπειτα άνοδο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Με την πτώση και καρατόμηση των αρχηγών τους τον Ιούλιο του 1794, κλείστηκαν με την βία όλες οι λέσχες των Ιακωβίνων (η παρισινή κεντρική Λέσχη σφραγίστηκε στις 11 Νοεμβρίου 1794 ή 21 Μπρυμαίρ του έτους 3), οι οποίοι υποχρεώθηκαν έκτοτε να περάσουν στην παρανομία. Στα ταραχώδη χρόνια της δράσης τους (1788 – 1794) γεννήθηκαν καινούργιες τάσεις βαθιών κοινωνικών αλλαγών, δόθηκε το πρώτο ιστορικό παράδειγμα επαναστατικής δικτατορίας της μεταχριστιανικής εποχής και προκλήθηκε η πρώτη εμφάνιση του Σοσιαλισμού, με την επαναστατική οργάνωση της «Ένωσης των Δικαίων» του Μπαμπέφ.

Οι Ιακωβίνοι καταδιώχθηκαν απηνώς και προς πλήρη εξόντωσή τους ιδρύθηκε από την αντίδραση η εξτρεμιστική οργάνωση «Jeunesse Doree». Οι τελευταίοι Ιακωβίνοι συσπειρώθηκαν στις 25 Νοεμβρίου 1795 γύρω από την βραχύβια «Λέσχη του Πανθέου» του Φίλιππου Μιχαήλ Μπουοναρόττι (Filippo Giuseppe Maria Ludovico Buonarrotti, 1761 – 1837) μέχρι τουλάχιστον τον Φεβρουάριο του 1796, οπότε ο Ναπολέων την διέλυσε κατ’ εντολή του περιβόητου «Διευθυντηρίου» (η οργάνωση είχε πάρει το όνομά της από την πλατεία όπου πραγματοποιούσε τις συγκεντρώσεις της και στις αρχές του 1796 αριθμούσε 17.000 μέλη, μερικά από τα οποία ήσαν και μέλη της φρουράς του Παρισιού).

Οι αδιάλλακτοι από αυτούς, προσχώρησαν στην μυστική επαναστατική οργάνωση (που αποτελούσε ουσιαστικά τον παράνομο βραχίονα της πρώην «Λέσχης του Πανθέου», με σκοπό την προετοιμασία εξέγερσης προς ανατροπή του «Διευθυντηρίου» και κατάργηση του αντιδημοκρατικού Συντάγματος του 1795) «Ένωση των Δικαίων» ή «Εταιρεία των Ίσων» των Μπαμπέφ – Μπουοναρόττι - Νταρτέ και μετά την σύλληψη των τελευταίων (Μάϊος 1796), περίπου 500 από αυτούς επιχείρησαν ανεπιτυχώς στις 7 Σεπτεμβρίου στην Γκρενέλ να παρασύρουν σε στάση τα δυσαρεστημένα από το «Διευθυντήριο» στρατεύματα. Ο Μπουοναρόττι, που καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, αλλά τελικά απολύθηκε το 1807 μετά από 13 χρόνια φυλάκισης, θα γράψει: «Οι εναλλαγές στην τύχη της Συμβατικής κατέδειξαν πως ο λαός, οι αντιλήψεις του οποίου έχουν διαμορφωθεί μέσα στο σύστημα της κοινωνικής αδικίας και του δεσποτισμού, δεν είναι ακόμα ικανός να επιβάλει μέσω των εκλογών ανθρώπους που μπορούν να οδηγήσουν την Επανάσταση μέχρι το τέλος. Αυτό το δύσκολο καθήκον μπορούν να το πραγματοποιήσουν μόνο άνθρωποι θαρραλέοι και με διαμορφωμένη συνείδηση, άνθρωποι έξυπνοι και απόλυτα αφοσιωμένοι στον λαό και την ανθρωπότητα».

Τον Ιούλιο του 1799 έγινε προσπάθεια ανασύστασης της Λέσχης των Ιακωβίνων με την ίδρυση της «Επανένωσης των φίλων της ισότητας και της ελευθερίας» («Reunion d'amis de l'egalite et de la liberte») ή «Λέσχη της Manege» («Club du Manege») με συμμετοχή περίπου 250 μελών. Η Λέσχη εξέδωσε την εφημερίδα «Journal des Libres», διεκδίκησε την αποθέωση του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου και του Γράκχου Μπαμπέφ και συνθηματολόγησε κατά του Διευθυντηρίου, το οποίο κατήγγειλε ως «πενταρχική βασιλεία», ωστόσο δέχθηκε την βίαιη επίθεση του Διευθυντηρίου και των υπόλοιπων αντιδραστικών. Το τελικό κτύπημα στους Ιακωβίνους της Γαλλίας ήλθε όταν το 1799 ο Ναπολέων Βοναπάρτης ανέλαβε «Πρώτος Ύπατος» μετά από το πραξικόπημα της 18ης Μπρυμαίρ και, παρά το γεγονός ότι οι Ιακωβίνοι τον είχαν υποστηρίξει απέναντι στο Διευθυντήριο, δρομολόγησε την πλήρη εξουδετέρωση και των δύο πολιτικών άκρων που θα εμπόδιζαν την σχεδιασμένη «αυτοκρατοροποίησή» του, δηλαδή των μοναρχικών από την μία και των αριστερών δημοκρατών Ιακωβίνων από την άλλη. Στις 15 Δεκεμβρίου 1799 ο Βοναπάρτης κήρυξε αυθαίρετα το «τέλος της Επανάστασης» και προχώρησε σε καταστολή ή αφομοίωση όλων των Ιακωβίνων, των οποίων όμως οι ιδέες και οι αρχές συνέχισαν για πολύ καιρό ακόμα να εμπνέουν τα ριζοσπαστικά στοιχεία της Ευρώπης.

Καθώς οι Ιακωβίνοι κατείχαν ακόμα ισχυρές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και επιπροσθέτως είχαν μεγάλη απήχηση στον απλό λαό, η καταστολή τους υπήρξε ταχεία και σκληρή: 55 βουλευτές συνελήφθησαν δίχως να υπάρχει καμία απολύτως κατηγορία εναντίον τους και στην συνέχεια οι 19 κλείστηκαν στις φυλακές και οι 36 εξορίστηκαν. Ακολούθησε λίγες ημέρες αργότερα ένα δεύτερο κύμα καταστολής από τον άθλιο Ιωσήφ Φουσέ, πρώην εξτρεμιστή Ιακωβίνο, πρωταγωνιστή της εποχής του «Τρόμου», προσωπικό εχθρό του Ροβεσπιέρου, πρωτοστάτη της συνωμοσίας των «Θερμιδωριανών» και μέλλοντα αρχηγό της Εθνικής Ασφαλείας του Βοναπάρτη, ενώ η αυστηρότατη λογοκρισία στον Τύπο και η απαγόρευση κάθε πολιτικής συζήτησης αφαιρούσε από τους αμετανόητους την ελάχιστη έστω δυνατότητα άρθρωσης κάποιας οργανωμένης αντιστασιακής φωνής ενάντια στην τυραννία.

Ενώ οι περισσότεροι Ιακωβίνοι φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εξοντώθηκαν από το καθεστώς του Βοναπάρτη, κάποιοι ελάχιστοι από αυτούς προσελκύστηκαν στο να υπηρετήσουν τα δικά του σχέδια: «προσχωρήστε όλοι στην μάζα του απλού λαού, ο τίτλος του Γάλλου πολίτη είναι αναμφίβολα ισάξιος με εκείνον του μοναρχικού ή του Ιακωβίνου ή τις πάμπολλες άλλες ονομασίες που τις γεννάει το πνεύμα της αντίδρασης και εδώ και δέκα χρόνια, οδηγούν το Έθνος στην άβυσσο, από την οποία πρέπει επιτέλους να το σώσουμε άπαξ και δια παντός» είχε γράψει σε ιδιόχειρη επιστολή του προς τον Ιακωβίνο βουλευτή Beyts, τον οποίο πήρε με το μέρος του και αργότερα τον διόρισε νομάρχη. Ο Βοναπάρτης προσπάθησε να ξεδοντιάσει ακόμη και σκληρούς και αφοσιωμένους επαναστάτες, όπως λ.χ. τον καταδικασμένο σε ισόβια δεσμά στο Σέρμπουργκ Φίλιππο Μιχαήλ Μπουοναρόττι, του οποίου ήταν παλαιός θαυμαστής, προσφέροντάς του αμνηστία και μία υψηλή διοικητική θέση, την «προσφορά» όμως απέρριψε ο Μπουοναρόττι με έκδηλη περιφρόνηση.

Ο ΕΚΤΟΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΣ

«Λέσχες» Ιακωβίνων ιδρύθησαν και έδρασαν και εκτός Γαλλίας, προκαλώντας σημαντικές αναστατώσεις στις κοινωνίες των διαφόρων χωρών, σε πολλές από αυτές μάλιστα (λ.χ. Ιταλία, Επτάνησα, κ.α.) συνέχισαν να δρουν για μερικά ακόμα χρόνια μετά την θερμιδωριανή αντίδραση, υπό την κάλυψη μιας γενικώς ειπείν «γαλλοφιλίας». Ισχυρό ιακωβινικό ρεύμα εκδηλώθηκε και στις γερμανικές χώρες, την Ουγγαρία, την Τσεχία, την Κροατία κ.α., στο δε Μάϊντς (Mainz), το οποίο μάλιστα κατελήφθη στις 21 Οκτωβρίου 1792 από τους Γάλλους, ιδρύθηκε η βραχύβια «Δημοκρατία του Μάϊντς» από τους εκεί δραστήριους Ιακωβίνους της λέσχης των «Φίλων της Ελευθερίας και της Ισότητας» («Freunde der Freiheit und Gleichheit»). Ενώ όμως τον Ιούλιο του επόμενου έτους οι ηγέτες τους Γιόχαν Γκέοργκ Φόρστερ (Johann Georg Adam Forster, 1754 – 1794, εκδότης της εφημερίδας «Der Volksfreund», «Ο Φίλος του Λαού») και Αδάμ Λουξ (Adam Lux, 1765 - 1793) βρίσκονταν στο Παρίσι για να μεθοδεύσουν την ενσωμάτωση της Δημοκρατίας τους στην μεγάλη Γαλλική, το Μάϊντς πολιορκήθηκε, καταλήφθηκε από τους Πρώσους και τους Αυστριακούς, οι ηγέτες των Ιακωβίνων κηρύχθηκαν «εκτός νόμου» και δημοσιεύθηκε επικήρυξη για τα κεφάλια τους (μη μπορώντας να επιστρέψει στην πατρίδα του, ο Φόρστερ πέθανε τελικά από ασθένεια σε μια σοφίτα στην Rue des Moulins του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1794).

Οι Ιακωβίνοι οργανώθηκαν ακόμη και στην καρδιά της μοναρχικής και χριστιανικής αντίδρασης, στην Αυστρο-ουγγαρία, όπου βασίλευε ο σχεδόν παρανοϊκός και θρησκόληπτος «Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας» («Heiliger Romischer Kaiser»,1792 - 1806) και μετέπειτα αυτοκράτορας της Αυστρίας (1804 - 1835) Φραγκίσκος Ιωσήφ Κάρολος ο Β, περιβόητος για το δίκτυο των χαφιέδων που είχε απλώσει παντού στην επικράτειά του. Στις 23 Ιουλίου 1794 συνελήφθη ο Σέρβος ηγέτης των Ιακωβίνων της Ουγγαρίας Μαρτίνοβιτς (Ignjat Martinovic, 1755 – 1795, πρώην φραντσισκανός μοναχός), ιδρυτής της «Εταιρείας των Μεταρρυθμιστών» και της «Εταιρείας της Ελευθερίας και της Ισότητας», που αποσκοπούσαν στην κοινωνική επανάσταση και την εγκαθίδρυση ομόσπονδης Ουγγρικής Δημοκρατίας και μαζί με τέσσερις ακόμη συντρόφους του (Josip Haynoczy, Ivan Lackovic, Franjo Szentmariaji και Count Szigraj) θα εκτελεσθεί στην Βουδαπέστη στις 20 Μαϊου 1795. Στις 24 Ιουλίου 1794, είχε ήδη συλληφθεί και απαγχονισθεί στις 8 Ιανουαρίου 1795 στην Βιέννη ο γεννημένος στην Πράγα στρατιωτικός Φραντς Χέμπενστραϊτ (Franz Hebenstreit von Streitenfeld, 1747 – 1795), δραστήριος ελευθεροτέκτονας και Ιακωβίνος.

Οι Ιακωβίνοι της Ιταλίας, με ισχυρότερες λέσχες στην Νάπολη (όπου από τις 23 Ιανουαρίου 1799 μέχρι τις 13 Ιουνίου 1799 είχε ανακηρυχθεί η «Παρθενόπια Δημοκρατία», «Repubblica Partenopea», με αναφορά στο όνομα –Παρθενόπη- που είχαν δώσει στην πόλη κατά την αρχαιότητα οι πρώτοι Έλληνες άποικοι), το Τορίνο, την Ρώμη, το Παλέρμο και την Μπολώνια, προσπάθησαν να δράσουν υπό τον μανδύα της «γαλλοφιλίας» κατά την διάρκεια ιδίως της λεγόμενης «τριετίας» («triennio»), κατά την οποία κυριαρχούσε στην χώρα ο γαλλικός στρατός (1796 – 1799), με στόχους κυρίως αντικληρικαλιστικούς και αντιμοναρχικούς, που προεκτείνονταν στην προοπτική της ιταλικής εθνικής ενοποίησης που πέτυχε αργότερα ο Γκαριμπάλντι (βλ. Cantimori, 1943). Παρά το ότι ο αγώνας των ριζοσπαστών κατά κανόνα προδινόταν από την υπό το αντιδραστικό «Διευθυντήριο» επίσημη Γαλλία, οι Ιταλοί Ιακωβίνοι έδειξαν θαυμαστή αποφασιστικότητα και γενναιότητα τόσο στο επίπεδο της γραπτής και προφορικής προπαγάνδας, όσο και, όποτε απαιτήθηκε, στο επίπεδο της ένοπλης πάλης και από ένα σημείο και μετά προσπάθησαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο του αντιδραστικού Παρισιού και να διεξάγουν αυτόνομα τον αγώνα τους, αν και φάνηκαν πολύ διστακτικοί να απαντήσουν με την πρέπουσα βία στην βία των χριστιανομοναρχικών αντιπάλων τους (ενδεικτικό είναι ότι στην διάρκεια των 5 μηνών ζωής της «Παρθενόπιας Δημοκρατίας» της Νάπολης - «Repubblica Partenopea», 23 Ιανουαρίου 1799 – 13 Ιουνίου 1799, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τον στρατό του Φερδινάνδου, εκτελέστηκαν μόνον 2 μοναρχικοί!).

Τους Ιακωβίνους της Ιταλίας αποτελούσαν κατά κανόνα ιδεολόγοι, καλλιεργημένοι, αλτρουϊστές, ευαίσθητοι και ανθρωπιστές αγωνιστές, κυρίως προερχόμενοι από την μεσαία τάξη, οι οποίοι ατύχησαν όμως ως προς το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο η απαίτηση της Ιστορίας τούς κάλεσε να αγωνισθούν: η πλειοψηφία του απλού λαού ήταν αντιδραστική, θρησκόληπτη και φιλομοναρχική («viva viva 'u papa santo, c'ha mannato i cannuncini, pe scaccia li giacubini!», «ζήτω, ζήτω ο άγιος πάπας, που μας έστειλε κανόνια, τους Ιακωβίνους για να διώξουμε!», τραγουδούσε ο όχλος των «lazzaroni», δηλαδή «πάμφτωχων», όταν εκείνοι που είχαν αγωνισθεί για το καλό τους θανατώνονταν από τους οπαδούς του πάπα και τους μοναρχικούς με δημόσιους απαγχονισμούς). Εξέχουσες μορφές του ιταλικού Ιακωβινισμού υπήρξαν ο «ναπολιτάνος Σαιν Ζυστ» Βιτσέντζος Ρούσο (Vincenzo Russo, 1770 - 1799), που τον έπιασαν οι μοναρχικοί του «Στρατού της Αγίας Πίστης» αιχμάλωτο στην μάχη της Ponte della Maddalena έξω από την Νάπολη και τον απαγχόνισαν στις 19 Νοεμβρίου 1799 και ο δικηγόρος και φιλόσοφος Μάριο Παγκάνο (Francesco Mario Pagano, 1748 - 1799), τον οποίο έπιασαν στον τελευταίο θύλακα των αντιστεκομένων δημοκρατικών στο Castel Nuovo και τον απαγχόνισαν στην Νάπολη στις 29 Οκτωβρίου 1799 μαζί με τον ιατρό Ντομένικο Κιρίλο (Domenico Cirillo, 1739 - 1799), τον Γεώργιο Πιλιατσέλι (George Pigliacelli) και τον ποιητή Ιγνάτιο Κιάϊα (Ignazio Ciaia, 1766 - 1799). Διαφωτιστικά για την θεωρία και πράξη του ιταλικού Ιακωβινισμού υπήρξαν τα κείμενα των ιδίων των στελεχών του, τα οποία εξέδωσε σε τρεις τόμους ο φλωρεντιανός «ιστορικός των αιρετικών και των Ιακωβίνων» Delio Cantimori (1904 - 1966).

Ο Ιακωβινισμός ανέπτυξε δράση και στην νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου το 1794 στο Ζάγκρεμπ είχε δει το φως της δημοσιότητας ένα ανώνυμο «ιακωβίνικο και φιλο-γαλλικό» ποίημα που έκανε ανοικτή επίθεση κατά της Εκκλησίας και των αριστοκρατών (Goldstein - Jovanovic σελ. 56). Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης έχει γράψει σχετικά: «Ήδη το 1794 μαρτυρείται στην Κωνσταντινούπολη η ύπαρξη μίας “λαϊκής λέσχης”, που ζήτησε και έγινε δεκτή ως παράρτημα της “Εταιρείας των Ιακωβίνων”. Στα Επτάνησα υπήρχαν Ιακωβίνοι οργανωμένοι σε συλλόγους, τα “Ιακωβινεία”, αρκετά πριν την άφιξη του στρατηγού Gentili το 1797. Οι Ιακωβίνοι της Ζακύνθου πρωταγωνιστούσαν σε επαναστατικές εκδηλώσεις “σχεδιάζοντες πολλά περί πλούτου, ιδιοκτησίας, διατηρήσεως των ελευθεριών του λαού, αρχαίας δόξης και Θρησκείας”, ενώ στην Κεφαλονιά το “Ιακωβινείον” αποτελούσε χώρο συζητήσεων για την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, την κατάργηση της χριστιανικής Θρησκείας και την επάνοδο στην προγονική λατρεία των Ολυμπίων Θεών. Στην Κέρκυρα, η Πατριωτική Εταιρεία είχε σκοπό “να χειραγωγήσει τους πολίτας εις τα πρώτα της ελευθερίας βήματα”…» (σελ. 56).

Όντως, η διάλυση του κράτους της Βενετίας με την συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Campo - Formio, 17 Οκτωβρίου 1797) το 1797, είχε επιτρέψει υπό γαλλική πλέον κυριαρχία να οργανωθούν στα έως τότε ενετοκρατούμενα Επτάνησα και να αναπτύξουν έντονη δράση αρκετές ριζοσπαστικές οργανώσεις με κύριο στόχο την όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση των δημοκρατικών ιδεών. Πιο δραστήριοι από όλους τους ριζοσπάστες υπήρξαν οι Ιακωβίνοι («Γεροντίνοι» στα επτανησιακά), που ίδρυσαν το 1798 ισχυρές πολιτικές «Λέσχες» («Ιακωβινεία») στην Κέρκυρα και στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς («Συνταγματικός Σύλλογος Αργοστολίου»). Ενώ υπό την επιρροή των γαλλικών δημοκρατικών αξιών, που επεδίωκαν την κατάλυση της ολιγαρχίας και την χορήγηση ελευθερίας και ισότητας σε όλον τον λαό, όλα τα Επτάνησα στρέφονταν προς αναβάθμιση του πνευματικού επιπέδου του λαού με ίδρυση σχολείων, τυπογραφείων και βιβλιοθηκών με την δημευθείσα περιουσία της Εκκλησίας, τα Ιακωβινεία προσπαθούσαν επιπροσθέτως να πετύχουν μια σειρά από πολύ ριζοσπαστικές αλλαγές, όπως λ.χ. ανακατανομή της γης, διαγραφή των χρεών, κατάτμηση του κάθε νησιού σε πολλές αυτόνομες περιοχές, απαγόρευση του Χριστιανισμού και επαναφορά της πολυθεϊστικής Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, καθώς και των Ολυμπιακών Αγώνων, έναν αιώνα πριν το προτείνουν ξανά και το πετύχουν, δίχως όμως θρησκευτική σημασία, οι Δημήτριος Βικέλας και βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν.

Ενδεικτικές εικόνες του κλίματος που δημιούργησε η άφιξη των Γάλλων στα Επτάνησα ήταν το ρίξιμο στην πυρά τόσο στην Κέρκυρα όσο και στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς του «Χρυσού Βιβλίου» («Libro d’ Oro») των ευγενών, καθώς και των συμβόλων και παρασήμων τους, την ίδια ώρα που ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Άννινος υποχρεωνόταν να ευλογήσει το ιακωβίνικο «Δέντρο της Ελευθερίας» και σχηματιζόταν η «προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση» (Ιούλιος 1797, σε λίγο βέβαια στην Κέρκυρα, οι οργισμένοι ευγενείς επέδραμαν την νύκτα, έκοψαν το «Δένδρο της Ελευθερίας» και κατέστρεψαν τα εμβλήματα της Δημοκρατίας).

Η επτανησιακή πνευματική και πολιτική άνοιξη υπήρξε όμως πολύ σύντομη, καθώς τερματίστηκε βίαια από το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς (1798) μέχρι τις αρχές της άνοιξης της μεθεπομένης (1799), έπειτα από συντονισμένες αντιγαλλικές εξεγέρσεις του θρησκόληπτου λαού οργανωμένες από την Ορθόδοξη Εκκλησία, συν την στρατιωτική επίθεση των Ρώσων του Ουσακώφ και των Τούρκων του Κατήρμπεη, ο ενωμένος στρατός των οποίων κατέλαβε τελικά τα νησιά, έδιωξε τους «άθεους» Γάλλους και φυσικά εξόντωσε τους Έλληνες Ιακωβίνους.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΥ

Με βάση την ιδεολογία και πράξη των Ιακωβίνων του 18ου αιώνα, ως «Ιακωβινισμός» έμεινε στην πολιτική Ιστορία να ορίζεται κάθε ελιτιστική ανατρεπτική οργάνωση και δράση, της οποίας το υποκείμενο αναλαμβάνει το επιχείρημα να πάρει και να κρατήσει την εξουσία εν ονόματι του γενικού καλού και του λαού, νομιμοποιούμενο από την αυτοπεποίθηση ότι κατέχει όντως μια ποιοτική εικόνα σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα, σε βαθμό που αυτονόητα να χαρακτηρίζεται από ενεργητικότητα, αποφασιστικότητα και ηθικο-ιδεολογική ακαμψία (αυτό ακριβώς που μίσησαν τόσο πολύ οι πάμπολλοι εχθροί τους, όπως λ.χ. ο κατήγορος της Επανάστασης ιστορικός Hippolyte Taine (1828 - 1893), που μας δηλώνει το έτος 1884 στο βιβλίο του «Origines de la France contemporaine» -τρίτος τόμος «La Revolution»- πως «τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από μία γενική ιδέα μέσα σε στενά και άδεια μυαλά. Καθώς είναι άδεια δεν βρίσκει εκεί καμία γνώση με την οποία να συσχετιστεί και καθώς είναι στενά δεν παίρνει πολύ χρόνο για να κυριαρχήσει ολότελα»).

Ο παραδοσιακός Ιακωβινισμός απετέλεσε στην Ευρώπη τον γενήτορα του πρώτου Σοσιαλισμού, ενώ στα Επτάνησα τον γενήτορα του κινήματος του Ριζοσπαστισμού με την πρόσθεση βεβαίως πολλών στοιχείων ουτοπιστικού Σοσιαλισμού των Σαιν-Σιμόν και Πιερ Προυντόν (ο ιακωβινικός «Συνταγματικός Σύλλογος» του Αργοστολίου υπήρξε ο πρόδρομος του «Δημοτικού Καταστήματος των Ριζοσπαστών», που έδρασε τον 19ο αιώνα, στα χρόνια της Αγγλοκρατίας).

Έναν ολόκληρο αιώνα μετά την πολιτική εξαφάνιση των Ιακωβίνων, ο ηγέτης της οκτωβριανής μπολσεβικικής Ρωσικής Επανάστασης του 1917 Λένιν, θεωρούσε ότι οι Μπολσεβίκοι αποτελούσαν μια μετεξέλιξη των πρώτων, ιδίως της υπό τον Ροβεσπιέρο αριστερής πτέρυγάς τους, θαύμαζε την ισχυρή βούληση των Ιακωβίνων να πραγματώσουν με κάθε κόστος το πολιτικό πρόγραμμά τους και υιοθέτησε τον δικό τους όρο «εχθροί του λαού» για την περιγραφή των διαφόρων αντεπαναστατών. Τέλος, στο κλασικό έργο του «Η Προδομένη Επανάσταση» (Σεπτέμβριος 1936), ο Λέων Τρότσκι, επιχειρώντας να ασκήσει κριτική στον εκφυλισμό του σοβιετικού καθεστώτος σε μία αντιδραστική γραφειοκρατία, ανέτρεξε στην Γαλλική Επανάσταση και αποφάνθηκε ότι στην ανατροπή και καταστροφή των Ιακωβίνων από τους «Θερμιδωριανούς» είχαν συντελέσει η κούραση των μαζών και η εξαχρείωση των περισσότερων πρώην επαναστατών.

Ο Ιταλός σοσιαλιστής και μετέπειτα κομμουνιστής Αντόνιο Γκράμτσι (Antonio Gramsci, 1891–1937), στις σημειώσεις του κατά την διάρκεια της 11χρονης (1926 - 1937) φυλάκισής του από τους φασίστες του Μουσολίνι, εξέφρασε ανοικτά τον θαυμασμό του τόσο για την ιακωβινική φάση της Γαλλικής Επανάστασης όσο και για τους ίδιους του Ιακωβίνους, οι οποίοι κατόρθωσαν με την αποφασιστικότητά τους και την ηθική και ιδεολογική τους ακαμψία να οδηγήσουν τις καταστάσεις σύμφωνα με το δικό τους πολιτικό πρόγραμμα: «ήσαν (οι Ιακωβίνοι) πεπεισμένοι για την απόλυτη ειλικρίνεια των συνθημάτων τους για ισότητα, αδελφότητα και ελευθερία και, το πιο σημαντικό, οι μεγάλες λαϊκές μάζες τις οποίες οι Ιακωβίνοι διέγειραν και τραβούσαν σε αγώνες ήσαν επίσης πεπεισμένες γι’ αυτήν την ειλικρίνεια. Η γλώσσα των Ιακωβίνων, η ιδεολογία τους, οι μέθοδοι δράσης τους αντανακλούσαν με τέλειο τρόπο τις απαιτήσεις της εποχής τους, ακόμη και εάν στο σήμερα, υπό διαφορετικές συνθήκες και μετά από πάνω από έναν αιώνα πολιτιστικής εξέλιξης, ίσως αυτές φαντάζουν ‘‘αφαιρετικές’’ και ‘‘φρενιτιώδεις’’…»


Βλάσης Γ. Ρασσιάς



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Aulard F. A., «La Societe des Jacobins, Recueil de documents», τόμοι 6, Paris, 1889

Bax B. Ernest, «Last Episodes of the French Revolution», εκδόσεις «Hasket House», 1971

Bouloiseau Marc, «The Jacobin Republic, 1792 - 1794», Cambridge, 1983

Cantimori Delio, «Utopisti e riformatori Italiani, 1794 - 1847», εκδόσεις «Sansoni» Florence, 1943

Cantimori Delio, «Giacobini Italiani», τόμοι 3, εκδόσεις «Laterza & figli», Bari, 1956 - 1964

Giglioli Constance H. D., «Naples in 1799. An account of the revolution of 1799 and the rise and fall of the Parthenopean Republic», London, 1903

Goldstein Ivo - Jovanovic Nikolina, «Croatia: A History», εκδόσεις « C. Hurst & Co. Publishers», London, 1999

Gutteridge H. C. ed., «Nelson and the Neapolitan Jacobins», εκδόσεις «Navy Records Society», London, 1903

Higonnet Patrice, «Goodness Beyond Virtue: Jacobins during the French Revolution», εκδόσεις «Harvard University Press», Cambridge, 1998

Καραγεώργος Βασίλειος Στυλ., «Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε προς τους Επτανησίους, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καί η Γαλλική Επανάσταση», ανάτυπο από «χαριστήριο τόμο προς τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α», Αθήνα, 2000

Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Η Γαλλική Επανάσταση και η νοτιοανατολική Ευρώπη», εκδόσεις «Πορεία», Αθήνα, 2000

Lienard Alain ed., «Theorie Politique», εκδόσεις «Le Seuil», Paris, 1976

Loomis Stanley, «Paris in the Terror. June 1793 – July 1794», εκδόσεις «J. B. Lippincott Company», New York, 1964

Ρασσιάς Βλάσης, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2007

Schama Simon, «Citizens: A Chronicle of the French Revolution», εκδόσεις «Knopf», New York, 1991

Von Helfert Fr., «Fabrizio Ruffo, Revolution und Gegen - Revolution von Neapel, November 1798 bis August 1799», Wien, 1882

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου