του Σταμάτη Μαμούτου
Πρόκειται για το τρίτο μέρος του δοκιμίου που έχει γράψει ο Σταμάτης Μαμούτος και αφορά την ιστορική συνέχεια της λογοτεχνίας του φανταστικού από την αρχαιότητα μέχρι και τις ημέρες μας. Στα προηγούμενα τεύχη είχαν δημοσιευθεί το πρώτο και το δεύτερο μέρος, τα οποία περιέγραφαν και ανέλυαν τη γέννηση και την ανάπτυξη του φαινομένου κατά τις εποχές της αρχαιότητας και του μεσαίωνα αντιστοίχως. Σε αυτό το τεύχος ο πρόεδρος της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ καταπιάνεται με μια ιδιαιτέρως σημαντική περίοδο και βασιζόμενος στο αδιαμφισβήτητα τεράστιο εύρος των γνώσεών του, στη διεισδυτική του ματιά και στην αναλυτική θεωρητική του κατάρτιση, παρουσιάζει με γλαφυρότητα το πώς η λογοτεχνία του φανταστικού «αναστήθηκε» μέσα από το πνεύμα του Ρομαντισμού, καθώς επίσης και το πώς έφτασε στο σημείο να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος εντός των πλαισίων μιας πολιτισμικής αντεπίθεσης προς την κυριαρχία του Διαφωτισμού και του μηχανιστικού Ορθού Λόγου.
(Ο Σταμάτης Μαμούτος ως φίλος παραχωρεί με χαρά στο ιστολόγιο άρθρα του, και εκτιμά την προσπάθειά μας, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται μαζί μας και χωρίς να αυτοπροσδιορίζεται ως Έλλην στο θρήσκευμα).
(Ο Σταμάτης Μαμούτος ως φίλος παραχωρεί με χαρά στο ιστολόγιο άρθρα του, και εκτιμά την προσπάθειά μας, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται μαζί μας και χωρίς να αυτοπροσδιορίζεται ως Έλλην στο θρήσκευμα).
V
Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα μ.Χ αποτέλεσε την πλέον άνυδρη περίοδο για τη λογοτεχνία του φανταστικού. Κατά τη διάρκειά της, οι ιδέες του Διαφωτισμού είχαν απλώσει την επιρροή τους στα γεωγραφικά πλάτη του ευρωπαϊκού πολιτισμικού ορίζοντα και ως συνέπεια τούτου, ο ορθολογισμός, ο υλισμός και η μηχανιστική αντίληψη των πραγμάτων είχαν καταφέρει να εξοστρακίσουν το φαντασιακό στοιχείο από το δυναμικό του πνευματικού κόσμου.
Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, μπορεί να είχαν κάποιες επιμέρους διαφορές στις προσεγγίσεις τους επί των πραγμάτων, συμφωνούσαν ωστόσο σε ορισμένες βασικές παραδοχές. Η πρώτη από αυτές είχε να κάνει με την πεποίθηση ότι ο κόσμος βασίζεται πάνω σε καθολικούς και αδιασάλευτους νόμους, οι οποίοι είναι κατ’ αρχήν ανακαλύψιμοι με τη χρήση της λογικής και την εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων. Τα πλέον ισχυρά εργαλεία για την απόκτηση της γνώσης εθεωρούντο τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες8. Η παράδοση, οι μέχρι τότε ηθικές επιταγές, οι θρησκευτικές γραφές, η αρχαία σοφία και όλες οι μορφές μη ορθολογικών προτάσεων απορρίπτονταν ασυζητητί.
Η δεύτερη γενική παραδοχή των διαφωτιστών αφορούσε την αλήθεια. Σύμφωνα με τους στοχαστές του Διαφωτισμού όλα τα μεγάλα ερωτήματα μπορούσαν να απαντηθούν από την επιστημονική έρευνα μέσω της ορθής χρήσης του Λόγου και η αληθής απάντηση για κάθε ερώτημα δεν θα μπορούσε παρά να είναι μία και μοναδική. Η κάθε αλήθεια είναι συνάμα και καθολική. Δηλαδή, ισχύει παντού και πάντοτε, σε όλες τις εποχές και για όλους τους ανθρώπους. Αυτό ήταν το συμπέρασμα των philosophes του αιώνα των «Φώτων».
Οι φιλοσοφικές αυτές αρχές είχαν απήχηση στον ευρύτερο χώρο του πνεύματος. Κατ’ αρχάς, στο επίπεδο της πολιτικής διανόησης δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι η επιστημονική γνώση θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σύστημα εξήγησης των πραγμάτων, το οποίο και θα έθετε στο περιθώριο τις προκαταλήψεις, τους δογματισμούς και τις φαντασιοπληξίες, καταφέρνοντας να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα πνευματικά του στεγανά κι εν συνεχεία από τις πολιτικές του δεσμεύσεις. Η παραδοχή ότι η αλήθεια για κάθε γνήσιο ερώτημα είναι μία και καθολική, δημιούργησε την πεποίθηση ότι εκτός από οικουμενικές αλήθειες, υπάρχουν οικουμενικοί κανόνες για τη ζωή και οικουμενικές προοπτικές για το ανθρώπινο γένος.
Συνδέοντας όλες αυτές τις ιδέες καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι διαφωτιστές στο επίπεδο της πολιτικής προώθησαν μια φιλελεύθερα ανατρεπτική και διεθνιστική αντίληψη των πραγμάτων. Ανατρεπτική προς την αριστοκρατία και τις Εκκλησίες του 18ου αιώνα, στις οποίες χρέωσαν τους δογματισμούς, τα μυθεύματα και τις φαντασιοπληξίες που ο ορθός Λόγος έπρεπε να διαλύσει, και διεθνιστική γιατί οι εκφραστές της οραματίστηκαν έναν κόσμο οικουμενικό με κοινή προοπτική και μελλοντική εξέλιξη.
Ο διεθνισμός αυτός είχε ελιτιστικά και επιθετικά χαρακτηριστικά. Κι αυτό γιατί οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού θεώρησαν ότι ο δυτικός τρόπος ζωής, (ιδίως μετά την επικράτηση του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του αστικού κόσμου εις βάρος της αριστοκρατίας), εξέφραζε την σπουδαιότερη πολιτική ηθική. Η πολιτική αυτή ηθική, εξερχόμενη μέσα από το οικουμενιστικό πρίσμα της οπτικής των διαφωτιστών, προβλήθηκε ως τελικός στόχος και υπέρτατο ιδεώδες για όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Όπως γίνεται κατανοητό, ο πολιτικός οικουμενισμός-διεθνισμός των διαφωτιστών άφηνε περιθώρια για επιθετικές κινήσεις, οι οποίες κάποια στιγμή έγιναν πράξη. Στο όνομα του νέου τρόπου ζωής (που αργότερα έγινε συνήθεια να αποκαλούμε west way of life) κάποιες τέτοιες κινήσεις έγινε εφικτό να δικαιολογηθούν, εφόσον προωθούσαν τα οικουμενικά ιδεώδη και τις πολιτικές δομές του Διαφωτισμού.
Κάνουμε αυτή την παρέκβαση από την ανάλυση των λογοτεχνικών δρώμενων γιατί είναι αρκετά χρήσιμη στο να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την συνέχεια των όσων θα πούμε. Έχοντας κατά νου τα βασικά φιλοσοφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του Διαφωτισμού (στα οποία έχουμε αναφερθεί μέχρι στιγμής), δεν είναι δύσκολο να υποπτευθούμε ότι η εμφάνιση ανάλογων χαρακτηριστικών στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί αναμενόμενη. Και όντως, η υποψία αυτή αποδεικνύεται βάσιμη.
Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα κεφάλαια αλλά και σύμφωνα με τα όσα συμπεραίνουμε από τα μέχρι στιγμής λεχθέντα περί του Διαφωτισμού, οι τέχνες και η λογοτεχνία είχαν σαφώς δευτερεύοντα ρόλο σε σύγκριση με την επιστήμη, μέσα στα πλαίσια της κοσμοθέασης των «Φώτων». Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το δευτερογενές επίπεδο από άποψη κύρους, τα βασικά χαρακτηριστικά του Διαφωτισμού στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω εκδηλώθηκαν με ισχυρή ένταση. Όπως και στην επιστήμη, όπως και στην πολιτική, έτσι και στις τέχνες θεωρήθηκε ότι υπάρχουν οικουμενικοί κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις. Συνέπεια αυτής της θέσης ήταν η απόρριψη όλων των τοπικών και εθνικών παραδοσιακών στοιχείων από την λογοτεχνία, ο πνιγμός του δημιουργικού αυθορμητισμού των καλλιτεχνών και ο αυστηρός έλεγχος των συναισθημάτων. Μέσα από τις επιταγές των ισχυρών αυτών κανονιστικών πλαισίων (εντός των οποίων προσάρμοσαν οι διαφωτιστές την καλλιτεχνική έκφραση), προέκυψε στο πεδίο της λογοτεχνίας η επικράτηση του κλασικίζοντος δράματος από τη μια, και του ρεαλιστικού μυθιστορήματος από την άλλη. Τα λογοτεχνικά μυθιστορήματα θα έπρεπε να αντανακλούν την πραγματικότητα, να είναι δηλαδή ρεαλιστικά, σύμφωνα με τον ορθολογιστικό χαρακτήρα των ιδεών του Διαφωτισμού.
Όπως γίνεται σαφές, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η λογοτεχνία του φανταστικού υπέστη μια καθίζηση. Στις καλύτερες των περιπτώσεων θεωρήθηκε ως άσκοπο φαντασιοκόπημα ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι εκφραστές του Διαφωτισμού καταφέρθηκαν με μένος εναντίον της γιατί την θεώρησαν κατάλοιπο δοξασιών που έπρεπε να εξαλειφθούν. Ωστόσο δεν ήταν μοναχά η φανταστική λογοτεχνία αυτή που μπήκε στο στόχαστρο των Διαφωτιστών. Ολόκληρος ο μεσαιωνικός πολιτισμός (εικαστικές δημιουργίες, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική, θρησκευτική συνείδηση, ιπποτικό ιδεώδες) και ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου (ιδίως εκείνο που αφορούσε την ομηρική και την αρχαϊκή εποχή) έγιναν δέκτες μιας ανελέητης πολεμικής. Έργο του Διαφωτισμού ήταν η δημιουργία του νέου κόσμου, εντός των πλαισίων του οποίου η ανθρώπινη συνείδηση βασίστηκε στον υπολογισμό και στον ορθολογισμό, τα πρότυπα ζωής έγιναν πιο ήπια και καθημερινά αφήνοντας πίσω τον πληθωρικό χαρακτήρα του παρελθόντος που ήθελε τον άνθρωπο ηρωικό, τίμιο και συναισθηματικό, τα έργα τέχνης ακολούθησαν την επιταγή της μόδας εκφράζοντας το κυρίαρχο ρεύμα του ρεαλισμού (και αργότερα του ευρύτερου Μοντερνισμού), η ερμηνεία των σκοπών και του προορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης απέκτησε χαρακτήρα υλιστικό, η παραγωγή των υλικών αγαθών προήλθε από βιομηχανικές πρακτικές και η πολιτική πραγματικότητα δομήθηκε πάνω σε «ελευθερόφρονες» (με την ευρεία έννοια) και διεθνιστικές ιδεολογίες. Γίνεται έτσι κατανοητό, ότι ακόμη και αν οι διαφωτιστές δεν είχαν στραφεί ενεργά εναντίον του μεσαιωνικού πολιτισμού και της φανταστικής λογοτεχνίας, μέσα στις συνθήκες του νέου κόσμου τα περιθώρια για την καλλιέργεια και την ανάπτυξή της είχαν γίνει εκ των πραγμάτων πολύ στενά.
Για να υπάρξει μια νέα άνθιση της λογοτεχνίας του φανταστικού θα έπρεπε να προηγηθεί μια πνευματική επανάσταση, ή ακόμη και πνευματική αντίδραση εφόσον ο Διαφωτισμός εξέφραζε την πρόοδο και την αλλαγή. Μια πνευματική δράση δηλαδή, που να ανέτρεπε τα δεδομένα που είχαν δημιουργήσει οι ιδέες του Διαφωτισμού και να εμπεριέκλειε τη λογοτεχνία του φανταστικού στους κόλπους της.
Το έδαφος για την καλλιέργεια μιας τέτοιας πνευματικής δράσης υπήρχε και μάλιστα ήταν έφορο. Γιατί μπορεί το ψυχρό πνεύμα του Διαφωτισμού να είχε καταλάβει τα πεδία της ακαδημαϊκής διανόησης, των πνευματικών λεσχών και εν γένει της ελίτ των διανοουμένων του πρώτου ημίσεως του 18ου αιώνα, ωστόσο οι μεγάλες μάζες των απλών ανθρώπων δεν το είχαν αφομοιώσει και εξακολουθούσαν να συγκινούνται από παραδοσιακά σχήματα τέχνης και προτάσεις της παλαιάς σοφίας. Αλλά ακόμη και στους κύκλους των ανθρώπων του πνεύματος υπήρξαν κάποιες φωνές που αμφισβήτησαν την κυριαρχία του Διαφωτισμού. Ο Λόουθ, ο Γιούνγκ, ο Μπλάκγουελ στη Βρετανία, ο φον Μούραλτ και ο Μπράιτινγκερ στην Ελβετία, ο Κλόπστοκ στη Γερμανία, ο Βίκο στην Ιταλία καθώς επίσης κι άλλοι στοχαστές και καλλιτέχνες, στράφηκαν κατά του ξηρού πνεύματος που είχε απλώσει η ιδεολογική κυριαρχία του υπερβάλλοντος ορθολογισμού. Η γενικευμένη πολιτισμική αντεπίθεση, όμως, έλαβε χώρα στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
Από την δεκαετία του 1750 και ύστερα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ομάδες στοχαστών, εικαστικών και λογοτεχνών που ξεπήδησαν διαδοχικά στο προσκήνιο των πνευματικών δρώμενων της Ευρώπης, κατάφεραν μέχρι το τέλος του αιώνα να υψώσουν ένα τείχος αντίστασης στις ιδέες του Διαφωτισμού, να πετύχουν μια μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση του αισθηματισμού και της βουλησιαρχίας, αλλά και να προσανατολίσουν το ενδιαφέρον του κόσμου προς το πρωτόγονο, το απόμακρο, το ηρωικό, το φανταστικό, το παραδοσιακό και το εθνικό στοιχείο(9).
Η πλειοψηφία του ακαδημαϊκού κόσμου σε αυτό το χρονικό διάστημα αναζητά τις αφετηρίες της προ-ρομαντικής περιόδου. Της εποχής των πνευματικών δραστηριοτήτων, δηλαδή, που προηγήθηκαν του Ρομαντισμού, τον οποίο και χρονολογούν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ωστόσο, εμείς διαφωνούμε και υποστηρίζουμε ότι στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ο Ρομαντισμός ήταν παρόν (και ο τρίτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας είχε ανοίξει), ασχέτως του αν επικράτησε ως πολιτιστικό κίνημα στο πρώτο μισό του 19ου. Το κάνουμε αυτό γιατί από τη δεκαετία του 1750 κι έπειτα, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μαζικά και διαδοχικά φανταστικές λογοτεχνικές δημιουργίες συνοδευόμενες από φιλοσοφικές ρομαντικές εκφράσεις που έδωσαν στον μυστικισμό και στην φαντασία πρωτεύοντα ρόλο, καθώς επίσης και ρομαντικές πολιτικές απόψεις που στηλίτευσαν το παρόν της εκκολαπτόμενης νεωτερικής κοινωνίας εμπνεόμενες από ιδανικές (ή εξιδανικευμένες) κοινωνίες του παρελθόντος. Η παρουσία του ρομαντικού πνεύματος στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ήταν έντονη και στο πεδίο του τρίτου κύκλου της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι δεδομένο ότι υπάγονται τα λογοτεχνικά έργα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, είτε τα χαρακτηρίσουμε ως ρομαντικά είτε, όπως επιμένουν ορισμένοι, ως προ-ρομαντικά.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πριν αναφερθούμε στις ρομαντικές δημιουργίες της λογοτεχνίας του φανταστικού, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε, σε γενικές γραμμές, τον Ρομαντισμό συνολικά. Όπως έχουμε επισημάνει η κυριαρχία των ιδεών του Διαφωτισμού είχε δημιουργήσει αντιδράσεις σε μικρές ομάδες Ευρωπαίων στοχαστών ήδη από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Ωστόσο, μετά το 1750, οι άνθρωποι του πνεύματος που αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν με τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού αυξήθηκαν. Φιλοσοφικοί στοχασμοί, πολιτικές αναλύσεις, εικαστικές δημιουργίες και λογοτεχνικά έργα που αμφισβήτησαν τις δομές και τους κανόνες του μοντέρνου πνεύματος, δόμησαν σταδιακά έναν ισχυρό πνευματικό πόλο. Με την πάροδο του χρόνου έγινε ευρέως αντιληπτό ότι από τον πόλο αυτό δεν θα αργούσε να γεννηθεί μια ευρύτερη και ενιαία κοσμοαντίληψη. Η κοσμοαντίληψη του Ρομαντισμού(10).
Ο Ρομαντισμός πρόβαλλε μια χαρακτηριστική ένσταση προς όλες σχεδόν τις μορφές, τους τρόπους και τα γνωστικά πρότυπα που είχαν εγκαθιδρύσει οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού. Η ένσταση που πρόβαλλε ο Ρομαντισμός αφορούσε συνολικά τον άνθρωπο της λογικής και τον ίδιο τον Λόγο ως ουσία του ανθρώπου(11). Η ρομαντική αντίδραση έλαβε χαρακτήρα καθολικό. Ήταν μια αντίδραση ιδεολογική που εκφράστηκε μέσω της πολιτικής, μια αντίδραση αρχών που εκφράστηκε μέσω της φιλοσοφίας και μια αντίθεση αισθητική που εκφράστηκε μέσω της τέχνης(12).
Η ρομαντική αντίληψη είχε την αφετηρία της στην πεποίθηση ότι το παρόν της νεογέννητης –τότε- νεωτερικής εποχής στερούταν ορισμένων αξιών. Αξιών που είχαν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου. Η απώλεια αυτή λάμβανε χώρα γιατί εντός της νεωτερικής εποχής η ουσία της ανθρώπινης οντότητας είχε ξεφτίσει. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το κέντρο βάρους της ανθρώπινης υπόστασης είχε μεταφερθεί από την ψυχή στο επίπεδο του ψυχρού ορθολογιστικού υπολογισμού. Το μαθηματικό πνεύμα του ορθού λόγου, που εξέφρασαν οι στοχαστές της Αναγέννησης και κυρίως του Διαφωτισμού, είχε καταφέρει να απονευρώσει και να τυποποιήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν ο εγκλωβισμός του ανθρώπου σε υπαρξιακά αδιέξοδα, η αίσθηση της αποξένωσης, ο ανταγωνιστικός ατομικισμός που μετέτρεψε τις ανθρώπινες σχέσεις σε εμπορεύματα, η αποκοπή από τις ρίζες και την παράδοση, η διάλυση της κοινωνικής οργανικότητας, η απώλεια κάθε δυνατότητας για γνήσια και αυθόρμητη δράση που να βασίζεται στην αγνή ανθρώπινη βούληση κι όχι στον υπολογισμό της σκοπιμότητας, εν ολίγοις ο εγκλωβισμός της Ευρώπης σε ένα τρόπο ζωής πρωτόγνωρο και ξένο προς το παραδοσιακό της πνεύμα(13).
Η ρομαντική απάντηση σε αυτή την πραγματικότητα ξεκινούσε από την πεποίθηση ότι η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης θα έπρεπε να ανιχνευθεί στα πεδία του ανθρώπινου ψυχισμού. Στόχος ήταν η επιστροφή της ψυχής στο θρόνο που της άνηκε και τον είχε χάσει.
Από τις αφετηρίες κιόλας της ρομαντικής αντίληψης γίνεται ανιχνεύσιμη η αίσθηση της νοσταλγίας και της απαισιοδοξίας. Αυτό που λείπει από το παρόν, υπήρχε πρωτύτερα σε ένα παρελθόν που δεν είχε αγγίξει η διαφθορά της νεωτερικότητας. Η νοσταλγία και η απαισιοδοξία του Ρομαντισμού, σε αντίθεση με την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος και την πίστη στην πρόοδο της ανθρωπότητας που εξέφρασε ο Διαφωτισμός, έστρεψαν εκ των πραγμάτων την οπτική της ρομαντικής κοσμοθέασης προς το παρελθόν και δημιούργησαν στους κόλπους της συντηρητικά αντανακλαστικά. Οι κύριες ιστορικές εποχές του ρομαντικού ενδιαφέροντος υπήρξαν η πρώιμη αρχαιότητα και ο μεσαίωνας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ένας από τους κορυφαίους Γερμανούς ρομαντικούς, ο Φρειδερίκος Σλέγκελ, « (ο μεσαίωνας) αυτή η εποχή της ιπποσύνης, του έρωτα και του μύθου απ’ όπου απορρέουν τόσο το φαινόμενο όσο και ο ίδιος ο όρος (του ρομαντισμού)».
Η προσέγγιση του παρελθόντος και μάλιστα των εποχών που η μυθολογία συγχεόταν με την πρώιμη ιστορία, απαιτούσε -πέρα από την ιστορική γνώση- μια διεισδυτική αντιληπτική δυνατότητα, που θα μπορούσε να φέρει το πνεύμα του ρομαντικού στοχαστή σε επαφή με τους αρχαίους αυτούς κόσμους. Η αντιληπτική αυτή δυνατότητα δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την φαντασία. Η φαντασία αποτέλεσε την ψυχή του ρομαντικού κινήματος, το βασικό του γνώρισμα και την κύρια αντιπρόταση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Στόχος του Ρομαντισμού ήταν η μετάθεση του ενεργού πυρήνα της ανθρώπινης ζωής από την ψυχρή μηχανικότητα του λογικού στην φλογερή ορμή της φαντασίας(14).
Η φαντασία για τους ρομαντικούς δεν ήταν ένα απλό μέσο του ανθρώπινου πνεύματος. Αντιθέτως, έγινε αντιληπτή ως η κύρια πνευματική λειτουργία, μέσω της οποίας το ανθρώπινο υποκείμενο μπορούσε να σημασιοδοτήσει τα πράγματα και να ορίσει τον εαυτό του. Οι ρομαντικοί αντιλήφθηκαν ότι η ενεργητικότητα της φαντασίας προηγείται του κόσμου της πραγματικότητας. Η φαντασία θεωρήθηκε ως η ανθρώπινη δύναμη που χαρίζει την υπόσταση της σημασίας στον στατικό και απονευρωμένο πραγματικό κόσμο. Μέσω της φαντασίας ο άνθρωπος είναι σε θέση να δώσει νόημα στην πραγματικότητα, χωρίς φυσικά να αγνοήσει τα εξωτερικά της στοιχεία (της πραγματικότητας). Ένας σπουδαίος Γερμανός ρομαντικός στοχαστής, ο Φρήντριχ Σλαϊερμάχερ, υποστήριξε χαρακτηριστικά, «με τον όρο φαντασία δεν εννοώ κάτι το υποταγμένο ή συγκεχυμένο, αλλά την ύψιστη και πιο πρωτότυπη νοητική δύναμη του ανθρώπου. Κάθε τι άλλο μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση είναι απλώς μια αντανάκλαση των περιεχομένων της, και επομένως εξαρτάται από αυτά. Στην δική μου κατανόηση η φαντασία είναι η ελεύθερη παραγωγή ιδεών, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται μια σύλληψη του κόσμου. Αυτή την σύλληψη δεν τη δέχεσαι από τα έξω, ούτε την συγκροτείς μέσα από επαγωγικά συμπεράσματα. Μέσα από τη σύλληψη αυτή πληρώνεσαι επομένως με ένα αίσθημα παντοδυναμίας».
Σύμφωνα με τους ρομαντικούς η λειτουργία της ανθρώπινης φαντασίας αντιστοιχεί με εκείνης του Θεού. Ο Κύριος δημιούργησε τον κόσμο μέσα από το τίποτα, χρησιμοποιώντας τις άπειρες δυνατότητες της φαντασίας του και όχι τον ορθολογιστικό υπολογισμό. Κατά τον ίδιο τρόπο η ανθρώπινη φαντασία δίνει νόημα στον κόσμο των νεκρών αντικειμένων(15) που συνθέτουν την (εξωτερική) πραγματικότητα.
Ο σημαντικότερος, ίσως, Άγγλος ρομαντικός, Σάμουελ Τ. Κόλλεριτζ, έκανε τη διάκριση μεταξύ της δημιουργικής φαντασίας (imagination) η οποία εκφράζει αυτή την συνθετική, κύρια και πρωτογενή λειτουργία του ανθρωπίνου πνεύματος και της δευτερεύουσας φαντασίας (fancy) η οποία αποτελεί το παιχνίδισμα του νου με τα συγκεκριμένα πράγματα του πεπερασμένου κόσμου. Η δευτερεύουσα φαντασία υπάγεται στη δημιουργική φαντασία.
Η χρήση της φαντασίας αποτελεί το μέσο για την υπέρβαση της πεπερασμένης πραγματικότητας και την είσοδο του ανθρωπίνου πνεύματος στους κόσμους της αιωνιότητας. Πίσω από αυτή τη ρομαντική άποψη είναι εμφανές ότι υπάρχει η πλατωνική και χριστιανική πίστη ότι ο κόσμος της πραγματικότητας αποτελεί χλωμή αντανάκλαση κάποιων ιδεατών κόσμων. Γίνεται εύκολα ορατός επίσης, ο έντονος πόθος των ρομαντικών για την υπέρβαση της πραγματικότητας προκειμένου να γίνει εφικτή η σύλληψη του Απολύτου, του ιδεώδους προτύπου. Ενός προτύπου που υπάρχει σε ένα νεφελώδες «θεϊκό» επίπεδο, στο οποίο οδηγεί μοναχά ο δρόμος της φαντασίας. Όπως αναφέρει η Lillian Furst, οι ρομαντικοί «είχαν απόλυτη συνείδηση του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα στον παροδικό, κοινό κόσμο του φαινομενικού, και το αιώνιο, απέραντο βασίλειο της ιδανικής αλήθειας, της καλοσύνης και της ομορφιάς, που ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί μόνον μέσω της φαντασίας»(16).
Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι οι πρώτες ρομαντικές εκδηλώσεις -κυρίως εκείνες της Βρετανίας- δεν είχαν ενστερνισθεί τη θεωρία του «βάθους» περί της φαντασίας, στην οποία αναφερθήκαμε. Για τους πρώτους Βρετανούς ρομαντικούς η φαντασία αποτελούσε τη δύναμη του ανθρωπίνου πνεύματος να διατρέχει διαισθητικά την απειρία των φαινομένων και να τα διαμορφώνει σε πρωτότυπες (φανταστικές) αλληλουχίες. Η αντίληψη της ποιητικής φαντασίας ως απλού επεξεργαστή των δεδομένων που παρέχουν οι αισθήσεις (και όχι ως δύναμης νοηματοδότησης της πραγματικότητας σύμφωνα με τα συμπεράσματα της θεωρίας του «βάθους»), συνέδεσαν τον πρώιμο βρετανικό ρομαντισμό με τον εμπειρισμό και την φιλοσοφική θεωρία του Ν. Χιουμ. Η θεώρηση αυτή έχασε γρήγορα τους υποστηρικτές της. Όταν ο Σ. Κόλλεριτζ ταξίδευσε στη Γερμανία και μυήθηκε στον γερμανικό ρομαντισμό, ασπάστηκε τη θεωρία του «βάθους», την οποία και μεταλαμπάδευσε στη Βρετανία. Τελικά, η γερμανική προσέγγιση αφομοίωσε τη βρετανική και η αντίληψη περί φαντασίας που επικράτησε ήταν αυτή του «βάθους».
Σύμφωνα με πολλούς θεωρητικούς η λογοτεχνία του Ρομαντισμού είχε τέσσερα κύρια γνωρίσματα: α) την φαντασία, β) τον μύθο, γ) το σύμβολο και δ) την σχέση του συγγραφέα με τη φύση, η οποία είχε να κάνει με το φυσικό αλλά κυρίως με το υπερφυσικό στοιχείο. Μέσα στους κόλπους της η μυθολογία, οι λαϊκοί θρύλοι και οι δημοτικές παραδόσεις προβλήθηκαν πολύ έντονα. Γίνεται έτσι πασιφανές ότι ο Ρομαντισμός δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την αναγέννηση της λογοτεχνίας του φανταστικού και το άνοιγμα του τρίτου της κύκλου.
Οι χώρες στις οποίες ευδοκίμησε αρχικά το ρομαντικό πνεύμα ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία. Στη Βρετανία τις ομάδες των πρώτων ρομαντικών συγκρότησαν κυρίως λογοτέχνες και άνθρωποι των τεχνών, ενώ στη Γερμανία ανάμεσα στους λογοτέχνες υπήρχαν και κορυφαίοι φιλόσοφοι. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που εντός του ρομαντικού πεδίου κυριάρχησε η γερμανική αντίληψη και με το πέρασμα του χρόνου η Γερμανία μετατράπηκε σε πανευρωπαϊκή πρωτεύουσα του Ρομαντισμού. Θα πρέπει, ωστόσο, να μην λησμονούμε ότι όσο η ρομαντική εξέγερση απλωνόταν και κέρδιζε χώρο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο των τεχνών και των γραμμάτων, η διάκριση μεταξύ καλλιτέχνη και φιλοσόφου έχανε το νόημά της. Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι ρομαντικοί καλλιτέχνες ήταν παράλληλα φιλόσοφοι και θεωρητικοί στοχαστές.
Στην Βρετανία η ρομαντική αντεπίθεση άρχισε μέσω της φανταστικής λογοτεχνίας. Το 1762 ο Τζ. Μακφέρσον δημοσίευσε τα «ποιήματα του Οσσιάν» στο Εδιμβούργο, ενώ το 1764 εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο της Αγγλίας ο πρώτος λογοτέχνης που δημιούργησε ένα από τα σημαντικότερα πεζογραφικά ρεύματα της ρομαντικής φανταστικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για τον Οράτιο Ουόλπολ, το γεννήτορα της γοτθικής νουβέλας, ο οποίος επανέφερε στην επιφάνεια των λογοτεχνικών δρώμενων, αρκετά μετασχηματισμένα βέβαια, τα πρότυπα του μεσαιωνικού ιπποτικού μυθιστορήματος με το διάσημο έργο του που έφερε τον τίτλο «Το κάστρο του Οτράντο». Το 1768 ο ίδιος συγγραφέας δημοσίευσε και την τραγωδία «Η μυστηριώδης μητέρα». Πρόκειται για ένα έργο με το ίδιο σκοτεινό και τρομακτικό ύφος που είχε και «Το κάστρο του Οτράντο». Στο λογοτεχνικό πλαίσιο του γοτθικού τρόμου κινήθηκαν και ο Άγγλος ευγενής Μάθιου Γκ. Λιούις ο οποίος έγραψε πολλές νουβέλες με ποιοτικότερη όλων εκείνη που έφερε τον τίτλο «Ο μοναχός», η Κλάρα Ριβ με το «Ο γερο-Άγγλος βαρόνος (1777)», η Αν Ράντκλιφ με τους «Πύργους του Άθλιν και του Ντανμπαίην (1789)», «Τα μυστήρια του Ουδόλφο (1794)», «Το εξομολογητήριο των μαύρων ψυχών ή ο Ιταλός (1797)» και πολλοί άλλοι. Μέσω της γοτθικής νουβέλας καθιερώθηκε το λογοτεχνικό μοτίβο του μυστηριώδους πύργου με τις δαιδαλώδεις στοές και τα ανήλιαγα υπόγεια στα οποία περιφέρονται φαντάσματα και άλλα τρομακτικά όντα, το οποίο και κυριάρχησε τελικά στα πλαίσια της φανταστικής λογοτεχνίας του τρόμου μέχρι και τις ημέρες μας.
Ωστόσο, πέρα από την πεζογραφία η βρετανική φανταστική λογοτεχνία βρήκε εκφραστές και στο πεδίο της ποίησης. Ο Γουίλιαμ Μπλέικ κυκλοφόρησε τα «Ποιητικά σχεδιάσματα» το 1783, τα «Τραγούδια της αθωότητας» και το «Βιβλίο της Θελ» το 1789, τα «Οράματα των θυγατέρων του Άλμπιον» το 1793 ενώ την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε και τους «Γάμους του Ουρανού και της κόλασης». Ο Μπλέικ αποτέλεσε έναν από τους «προφήτες» του Ρομαντισμού, έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές του. Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε ότι εκτός από ποιητής ήταν και εικαστικός. Οι πίνακές του έφεραν στο φως τα αποκαλυπτικά του οράματα μέσα από μια ιδιόρρυθμα θρησκευτική, σκοτεινή, μυθική και εφιαλτική αισθητική.
Δυο χρόνια πριν το κλείσιμο του αιώνα, το ευρύ κοινό της Βρετανίας γνώρισε τους δυο ποιητές που έμελλε να αποτελέσουν και τους θεωρητικούς του Ρομαντισμού στη Γηραιά Αλβιόνα. Πρόκειται για τον Σάμουελ Τ. Κόλλεριτζ και τον Γουίλιαμ Γουέρτσγουερθ, οι οποίοι εξέδωσαν την κοινή ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Λυρικές Μπαλάντες». Σε αυτή την συλλογή δημοσιεύθηκε και το πλέον επιτυχημένο και πολυδιαβασμένο ποίημα του Κόλλεριτζ, η θρυλική «Μπαλάντα του γέρου ναυτικού (the rime of the ancient mariner)».
Εκτός από τις λογοτεχνικές ρομαντικές δημιουργίες, το 1790 δημοσιεύθηκε κι ένα κείμενο που αποτέλεσε το πολιτικό μανιφέστο του Ρομαντισμού. Πρόκειται για τις «Σκέψεις πάνω στη Γαλλική Επανάσταση του 1789» με συγγραφέα τον Έντμουντ Μπερκ. Ο Μπερκ, φιλελεύθερος πολιτικός που είχε δει θετικά την Αμερικανική Επανάσταση του 1776, μετά τη Γαλλική Επανάσταση έκανε στροφή και αποτέλεσε τον πολιτικό στοχαστή που με συνεπή και ποιοτικό τρόπο καταφέρθηκε εναντίον του πνεύματος του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας. Ο Βρετανός φιλόσοφος κατέστη ο κορυφαίος εκφραστής του συντηρητισμού καταδικάζοντας τη βίαιη ρήξη με την παράδοση προκειμένου να επιβληθεί η αστική δημοκρατία, και κατήγγειλε τη Γαλλική Επανάσταση ως μακροχρόνιο, οργανωμένο σχέδιο επιχειρηματικών πυρήνων και ελευθεροτεκτονικών στοών. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο Μπερκ αποτελούσε και ο ίδιος μέλος τέτοιων ομάδων και γνώριζε εκ των έσω τις εξελίξεις. Ο αντίκτυπος των απόψεών του ήταν τεράστιος και προκάλεσε πολλές συζητήσεις ενώ οι «Σκέψεις πάνω στη Γαλλική Επανάσταση» μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μέχρι το τέλος του αιώνα οι ρομανικοί της Βρετανίας είχαν συνείδηση της αισθητικής και πολιτικής τους αντιπαράθεσης με το πνεύμα του Διαφωτισμού αλλά όχι και του γεγονότος ότι αποτελούσαν εκφραστές μιας ενιαίας κοσμοαντίληψης. Η κοινή συνείδηση του ότι όλη αυτή η πνευματική δραστηριοποίηση υπαγόταν στο ίδιο πεδίο, το πεδίο του Ρομαντισμού, οφείλεται στον Κόλλεριτζ και στον Γουέρτσγουερθ, οι οποίοι έδωσαν στο βρετανικό ρομαντισμό τις θεωρητικές του βάσεις. Αντίθετα, στη Γερμανία ο Ρομαντισμός απέκτησε νωρίς ιδεολογική ταυτότητα.
Στη μητρόπολη του Ρομαντισμού η αφετηρία της εξέγερσης κατά της νεωτερικότητας έλαβε χώρα μέσω της φιλοσοφίας του πλέον ιδιόρρυθμου και σκοτεινού στοχαστή, του Γιόχαν Γκ. Χάμανν. Ο Χάμανν έπλευσε σε οράματα ονειρικού παροξυσμού και με την σκέψη του άνοιξε τους ορίζοντες του γερμανικού Ρομαντισμού. Τα κύρια έργα του είναι δύο. Τα «Σωκρατικά απομνημονεύματα (1759)» και τα «Σπέρματα της αισθητικής: Μια ραψωδία σε καμπαλιστική πρόζα (1762)». Οι τίτλοι τους μαρτυρούν τον αποκαλυπτικό, ενορατικό και προφητικό τους χαρακτήρα. Ο Γερμανός φιλόσοφος, που χαρακτηρίστηκε από τον Καντ και άλλους στοχαστές ως ο «Μάγος του Βορρά», θεώρησε ότι η κοινωνία είχε αποσαθρωθεί λόγω της επικράτησης του ορθολογισμού. Ο ορθολογισμός αποτέλεσε το πνευματικό δηλητήριο που νέκρωσε τις δημιουργικές και τις αντιληπτικές δυνάμεις του ανθρώπου και δολοφόνησε τη φύση. Σύμφωνα με τα όσα είπε ο «Μάγος του Βορρά», η ουσία του ανθρώπου πηγάζει από τα βάθη της ψυχής και η δύναμη του Θεού ζωοποιεί τα πάντα με τρόπο που υπερβαίνει κάθε λογική ανάλυση. Ο λόγος του Θεού ακούγεται μέσα από την φύση. Ο Θεός δημιουργεί λέγοντας και ο άνθρωπος σκέπτεται λέγοντας. Ο κόσμος είναι μια συμφωνία πρωτόγονων ήχων, συνθέτης της οποίας είναι ο Θεός(17). Ο άνθρωπος για να ανακαλύψει πραγματικά την πλάση, πρέπει να αψηφήσει τις άψυχες ορθολογικές αναλύσεις των επιστημόνων και να προσπαθήσει να συλλάβει αυτά τα ακούσματα. Στο κάθε άκουσμα αντιστοιχεί και σε μια θεϊκή λέξη. Άρα, ο άνθρωπος οφείλει να ανακαλύψει τις λέξεις αυτές για να εναρμονίσει την ύπαρξή του με το Άπειρο. Το όργανο που μεσολαβεί ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο είναι η γλώσσα. Όχι βέβαια οι οποιεσδήποτε νεότερες γραπτές γλώσσες, τις οποίες ο Χάμανν θεώρησε ως σύνολα νεκρών συμβόλων πάνω σε άδειες σελίδες, αλλά οι δημιουργικές και γεμάτες ενέργεια πρώτες γλώσσες των αρχαίων ανθρώπων. Η επανάκτηση της ζωντανής αυτής γλώσσας των παλαιών ανθρώπων απαιτεί επιστροφή στις ρίζες της αρχαιότητας και την μέθεξη στην ποιητική σοφία των πρώτων λαών. Η πορεία αυτή προϋποθέτει μια ιστορική αντίληψη. Η ιστορία και μόνο παράγει συγκεκριμένη αλήθεια και οι ποιητές με την πρωτοτυπία, τη μεγαλοφυΐα και την άμεση έκφραση που αποτελεί προέκταση της γλώσσας του Θεού, πλάθουν την ζωντανή σάρκα του κόσμου, ενώ η αναλυτική επιστήμη αποκαλύπτει μόνον τον σκελετό του.
Όπως γίνεται εμφανές από τη σύντομη αυτή αναφορά σε κάποιους πολύ βασικούς στοχασμούς του Χάμανν, μέσω της φιλοσοφίας του όχι μόνο προβλήθηκε μια αντίδραση στο νεωτερικό ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού, αλλά και δόθηκε μεγάλη σημασία στο ρόλο της ιστορίας και των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων των ανθρώπων. Η πίστη στην αξία της τέχνης και η παράλληλη στροφή του ενδιαφέροντος προς τις αρχαίες κοινωνίες και τις θεολογικές αφηγήσεις δημιούργησαν ιδανικές προοπτικές για την επιστροφή της φανταστικής λογοτεχνίας στο προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων. Αυτή η τάση έγινε ακόμη πιο έντονη χάρη στην πνευματική δραστηριοποίηση των μαθητών του Χάμανν, κυριότεροι εκ των οποίων υπήρξαν ο Χέρντερ, ο Γιακόμπι και ο Μαίζερ.
Ο Γιόχαν Γκ. Χέρντερ προσπάθησε να κατασκευάσει ένα συνεκτικό σύστημα φιλοσοφίας. Υπήρξε πιο ήπιος στοχαστής από το δάσκαλό του, πράγμα που κάποια στιγμή ενόχλησε τον «Μάγο», ωστόσο η απήχηση των απόψεών του ήταν ικανοποιητικά μεγάλη, σε σχέση πάντα με τη δύσκολη θέση που βρισκόταν τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι πρώτοι ρομαντικοί όταν ξεκινούσαν την αντεπίθεση στο πνευματικό κατεστημένο του Διαφωτισμού. Η φιλοσοφία του Χέρντερ καταπιάστηκε (όπως κι εκείνη του Χάμανν) με τη σημασία της γλώσσας για την εξέλιξη του ανθρωπίνου πνεύματος και με το νόημα της ιστορικότητας. Ωστόσο, εκείνο το στοιχείο που χαρακτήρισε περισσότερο τον στοχασμό του ήταν η μελέτη των διαφόρων πολιτισμών και η έμφαση στην αντίληψη ότι το άτομο δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο πλάσμα που μόνο ύστερα από δική του επιλογή υπάγεται σε ολότητες (όπως διακήρυτταν οι Διαφωτιστές), αλλά μέλος κοινωνικών ολοτήτων. Σύμφωνα με τον Χέρντερ, το άτομο συνδέεται οργανικά με την οικογένειά του και με άλλες πολιτισμικές κοινότητες. Κύρια ηθική κοινότητα αποτελεί το έθνος. Απέναντι στον κοσμοπολιτισμό και στον επιθετικό διεθνισμό των μοντέρνων φιλοσόφων που υποστήριζαν ότι όλοι οι λαοί θα έπρεπε να είχαν ως κύριο μέλημά τους την προσέγγιση του ανώτερου και καθολικού ιδεώδους το οποίο (σύμφωνα με αυτούς) συμπυκνωνόταν στο πνεύμα του Διαφωτισμού, στην αστική δημοκρατία, στην ορθολογικότητα της επιστήμης και στην ρεαλιστική τέχνη, ο Χέρντερ αντιπαρέβαλε έναν ήπιο και αμυντικό εθνικισμό, ο οποίος έδινε έμφαση στους εκάστοτε εθνικούς πολιτισμούς και δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση ότι ο πολιτισμός της νεωτερικότητας διατηρούσε κάποιου είδους προβάδισμα και συνεπώς θα έπρεπε να επιβληθεί σε καθολικό επίπεδο. Πεποίθηση του Γερμανού φιλοσόφου ήταν ότι οι διαφορετικοί εθνικοί πολιτισμοί θα έπρεπε να ευδοκιμήσουν ο ένας δίπλα στον άλλο, εφόσον ο κάθε πολιτισμός αποτελεί μια ιδιαιτέρως σημαντική έκφραση της ποιητικής φαντασίας του ανθρώπου και όχι να υποταχθούν στο πνεύμα παγκοσμιότητας του Διαφωτισμού. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά, οι εθνικές παραδόσεις είναι όπως τα γράμματα στο αλφάβητο ή όπως μια εκτυφλωτική ποικιλία ανθέων μέσα σε έναν αχανή κήπο18. Κύρια έργα του υπήρξαν τα «Άλλη μια φιλοσοφία της ιστορίας για την αγωγή της ανθρωπότητας (1774)», «Ιδέες για την φιλοσοφία της ιστορία της ανθρωπότητας (1784)» και «Γράμματα για την πρόοδο της ανθρωπότητας (1793-1797)».
Η έμφαση που είχαν δώσει ο Χάμανν, ο Χέρντερ και οι υπόλοιποι πρώτοι ρομαντικοί στοχαστές στις εθνικές παραδόσεις, στην αρχαία και στην μεσαιωνική φανταστική λογοτεχνία, καθώς επίσης και η πεποίθηση τους ότι η δημιουργική αφετηρία του πολιτισμού ανάγεται στην ποιητική φαντασία και όχι στην ψυχρή λογική, αποτέλεσαν το ιδανικότερο προανάκρουσμα για την επαναφορά της φανταστικής λογοτεχνίας στην επιφάνεια των πνευματικών τεκταινομένων της εποχής. Ο Γκόττφρηντ Α. Μπύργκερ ήταν ένας από τους πρώτους Γερμανούς λογοτέχνες που μέσα στην ακμή του Διαφωτισμού άρχισαν να καλλιεργούν εκείνη την φανταστική διάθεση που μερικά χρόνια αργότερα κατέκλυσε τη γερμανική λογοτεχνία. Η πιο φημισμένη μπαλάντα του είναι «Ο άγριος κυνηγός (1785)». Το 1786, οι Μπύργκερ και Γκέοργκ Λίχτενμπεργκ επεξεργάστηκαν και μετέφρασαν από τα αγγλικά στα γερμανικά τις περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν. Το έργο αυτό είχε δημοσιεύσει ο Γερμανός λογοτέχνης Ρούντολφ Έριχ Ράσπε στην Αγγλία το 1785 και ο Μπύργκερ με τον Λίχτενμπεργκ φρόντισαν να το κάνουν γνωστό και στο γερμανικό λογοτεχνικό κοινό.
Λίγα χρόνια αργότερα, ένας νεαρός θεωρητικός της τέχνης, ο Βίλχελμ Χ. Βάκενροντερ, μαζί με τον λογοτέχνη Γιόχαν Λ. Τηκ επιχείρησαν ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε ολόκληρη τη Γερμανία. Στο ταξίδι τους αυτό ένιωσαν την μαγική ατμόσφαιρα της μεσαιωνικής Γερμανίας να συνδέεται με το παρόν και να παίρνει την μορφή ενός υψηλότατου αισθητικού και θρησκευτικού ιδανικού. Ο Βάκενροντερ έγραψε δυο έργα που εκδόθηκαν από τον Τηκ, εντός των οποίων εκφράστηκε με ολοκληρωμένο τρόπο η ρομαντική αντίληψη για την τέχνη. Τα έργα αυτά είναι οι «Διαχύσεις ενός φιλότεχνου καλόγερου (1797)» και οι «Φαντασίες για την τέχνη (1799)».
Ωστόσο, η ρομαντική φωτιά που πυρπόλησε τη γερμανική πνευματική ζωή άναψε στην Ιένα. Στα τέλη του αιώνα η πόλη αυτή φιλοξένησε μια ομάδα θεωρητικών της τέχνης, λογοτεχνών και φιλοσόφων, οι οποίοι έδωσαν στο γερμανικό ρομαντισμό της θεωρητικές του βάσεις. Η εν λόγω ομάδα απαρτιζόταν από τους Αύγουστο φον Σλέγκελ, Φρειδερίκο φον Σλέγκελ, Γκέοργκ φον Χάρντενμπεργκ ή αλλιώς Νοβάλις, Γιόχαν Λ. Τηκ, Γιόχαν Γκ. Φίχτε και Βίλχελμ Γ. Σέλλινγκ. Στην ομάδα αυτή που χαρακτηρίστηκε ως ο κύκλος της Ιένας, συμμετείχαν η Καρολίνα Σλέγκελ (γυναίκα του Αυγούστου) και η Δωροθέα Σλέγκελ (γυναίκα του Φρειδερίκου), ενώ στενές επαφές με τα μέλη του κύκλου διατηρούσε και ο θεολόγος, πάστορας και σπουδαίος φιλόσοφος Φρήντριχ Σλαϊερμάχερ. Οι στοχαστές του κύκλου της Ιένας πρόβαλαν σε θεωρητική βάση τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ρομαντικών δημιουργιών. Έχοντας ως κύριο άξονα αναφοράς την λογοτεχνία θεώρησαν Α) ότι ένα ρομαντικό έργο απέναντι στον ορθολογισμό και τον ρεαλισμό του Διαφωτισμού θα πρέπει να αντιπαραβάλλει την φαντασία. Φυσικά η κριτική στον ορθολογισμό δεν περιορίστηκε μοναχά στο πεδίο της λογοτεχνίας αλλά αντιθέτως πήρε και ευρύτερες διαστάσεις. Ο Αύγουστος Σλέγκελ είχε χλευάσει το ορθολογικό ιδεώδες των ανθρώπων της νεωτερικότητας λέγοντας ότι «…αυτοί οι άνθρωποι τρώνε και πίνουν όχι από μια φυσική όρεξη, ή για χάρη της γεύσης που απολαμβάνουν, αλλά επειδή έχουν θεωρητικά καταλήξει ότι το να τρως και να πίνεις είναι κάτι ωφέλιμο», Β) απέναντι στην μίμηση των καθολικών κανόνων πρόβαλλαν τη δημιουργικότητα του συγγραφέα19, Γ) θεώρησαν ότι το ύφος και το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται, δίνοντας έτσι έμφαση στη δημιουργική ανάγνωση και στην ερμηνεία Δ) και τέλος εξιδανίκευσαν την εθνική λαϊκή ψυχή με τους θρύλους και τις παραδόσεις της. Επίσης, ήταν της άποψης ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να πηγαίνει χώρια από τον φιλοσοφικό στοχασμό, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ταυτόχρονα μια άποψη για την τέχνη (αισθητική), μια φιλοσοφία και μια ποιητική (έναν τρόπο δηλαδή λογοτεχνικής δημιουργίας)(20).
Οι θέσεις του κύκλου της Ιένας εκφράστηκαν από το περιοδικό Ατενάουμ και επηρέασαν το σύνολο της ρομαντικής διανόησης. Κατά το 19ο αιώνα η ρομαντική αισθητική κυριάρχησε ολοκληρωτικά. Οι ρομαντικοί φιλόσοφοι και λογοτέχνες έμειναν στην ιστορία ως ορισμένοι από τους σπουδαιότερους στοχαστές όλων των εποχών. Η δημιουργικότητα της φανταστικής λογοτεχνίας εξερράγη κυριολεκτικά. Οι συγγραφείς που δημιούργησαν λογοτεχνικά έργα του φανταστικού έγιναν αμέτρητοι, πράγμα που καθιστά από μέρους μας αδύνατη την αναφορά σε όλους τους. Ωστόσο δεν θα παραλείψουμε να κάνουμε μια μνεία στους σημαντικότερους από αυτούς.
Ο Νοβάλις ήταν μια από τις κορυφαίες μορφές του Ρομαντισμού. Το 1799 έγραψε το φιλοσοφικό και πολιτικό δοκίμιο «Χριστιανισμός ή άλλως Ευρώπη» μέσω του οποίου υπερασπίστηκε το μεσαιωνικό χριστιανικό ιδεώδες ως φορέα κύριου πολιτισμικού προσανατολισμού και κοινωνικής οργανικότητας των ευρωπαϊκών εθνών, ενώ στα λογοτεχνικά τεκταινόμενα εμφανίστηκε το 1800 με την ποιητική συλλογή «Ύμνοι στη νύχτα». Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα είναι το ημιτελές «Χάινριχ φον Οφτερντίγκεν» που εκδόθηκε το 1802, μετά τον θάνατό του από τον Τηκ.
Ο Τηκ ήταν ένας εξίσου σπουδαίος ρομαντικός. Σημαντικά του έργα υπήρξαν η «Ιστορία του κυρίου Ουίλιαμ Λόβελ (1796)» που αποτελεί μια σύνθεση ρομαντικών θεμάτων με εναλλαγές μαγευτικών καταστάσεων και στιγμών φρίκης, ο «Ιππότης κυανοπώγων (1796)», «Ο ξανθός Έκμπερτ (1796)» και οι «Περιπλανήσεις του Φρανς Στέρνμπαλντ (1798)» στις οποίες η αφήγηση είναι εξαιρετικά ονειρώδης.
Με το πέρασμα του καιρού, και όσο ο Ρομαντισμός άπλωνε την επιρροή του στην πνευματική ζωή της Γερμανίας, παρατηρήθηκε μια μετατόπιση από τις αρχικές πολιτικές του θέσεις, η οποία είχε αντίκτυπο και στην λογοτεχνία. Ο μετριοπαθής συντηρητισμός και ο ήπιος, φιλειρηνικός εθνικισμός μετατράπηκαν εν καιρώ σε σκληρό συντηρητισμό και μαχητικό εθνικισμό, ενώ παράλληλα η φαντασία των λογοτεχνών απέκτησε πιο έντονο χαρακτήρα και ασκήθηκε στις πιο αλλόκοτες κι ονειρικές εμπνεύσεις. Η εμπειρία της γαλλικής κατοχής έπαιξε αδιαμφισβήτητα ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Έτσι, την εποχή που ο Φίχτε και ο Σέλλινγκ, δυο από τους στοχαστές του κύκλου της Ιένας δηλαδή, μεσουρανούσαν ως φιλόσοφοι στο ακαδημαϊκό γερμανικό πνευματικό στερέωμα, ομάδες νέων στοχαστών και λογοτεχνών εισέρχονταν στον ρομαντικό κόσμο δίνοντάς του νέα ώθηση. Οι τέσσερις νέοι λογοτέχνες που ξεχώρισαν ήταν ο Κλέμενς Μπρεντάνο, ο Λούντβιχ Άχιμ φον Άρνιμ και οι αδελφοί Βίλχελμ και Γιάκομπ Γκριμ. Οι νέοι αυτοί ρομαντικοί που συγκρότησαν τους κύκλους της Χαίδελβέργης και του Βερολίνου, ώθησαν τον γερμανικό Ρομαντισμό σε μια κατεύθυνση έντονου συντηρητισμού κι εθνικισμού, προς την οποία πορεύτηκαν τελικά και οι παλαιότεροι ρομαντικοί του κύκλου της Ιένας.
Ο Μπρεντάνο έζησε μια ταραχώδη νιότη, όμως όσο μεγάλωνε αφοσιωνόταν σε θρησκευτικούς στοχασμούς και το επιστέγασμα αυτής της εξέλιξης ήταν η προσχώρησή του στον Καθολικισμό. Μέσω της ποίησής του έκανε γνωστό τον θρύλο της Λορελάι. Έγραψε επίσης μυθιστορήματα, νουβέλες και παραμύθια. Από το 1805 ως το 1811 ο Μπρεντάνο έγραψε ορισμένα από τα ωραιώτερα γερμανικά παραμύθια, όπως «Το παραμύθι των Γκόκελ, Χίνγκελ και Γκακελάια», «Το παραμύθι του δασκάλου Κλόπφστοκ και των πέντε γιων του» και άλλα πολλά.
Δεύτερος στη σειρά, αλλά όχι και σε αξία, λογοτέχνης του κύκλου της Χαϊδελβέργης ήταν ο φον Άρνιμ. Καταγόμενος από οικογένεια βαρόνων πολέμησε για την απελευθέρωση της Γερμανίας το 1813 ενάντια στη Γαλλία του Ναπολέοντα. Έργο του ήταν η ποιητική συλλογή λαϊκών θρύλων που αποτέλεσε σταθμό την ιστορία της γερμανικής ποίησης και έφερε τον τίτλο «Το θαυμαστό κέρας του παιδιού (1808)». Έγραψε επίσης τα μυθιστορήματα «Φτώχια, πλούτος, αμάρτημα και τιμωρία της κόμισσας Ντολόρες (1810)» «Η Ισαβέλλα της Αιγύπτου (1812)» και «Ο τρελός ανάπηρος του πύργου Ρατοννώ (1818)».
Οι πιο πολυδιαβασμένοι συγγραφείς αυτού του κύκλου υπήρξαν οι αδελφοί Γκριμ, οι οποίοι ωθούμενοι από τη ρομαντική πίστη για τη θεϊκή καταγωγή της γλώσσας και της ποίησης, ορμώμενοι από την λατρεία τους για την λαϊκή ποίηση και το γερμανικό έθνος και εμπνεόμενοι από το πάθος τους για τον μεσαιωνικό κόσμο, καταπιάστηκαν με τη μελέτη της γερμανικής γραμματικής και της γλώσσας, καθώς επίσης και με την συγγραφή παραμυθιών. Τα παραμύθια τους εκδόθηκαν σε τρεις τόμους κατά τα έτη 1812, 1815 και 1822 αντίστοιχα, και αγαπήθηκαν πολύ από το γερμανικό αναγνωστικό κοινό. Σύντομα η φήμη τους ξεπέρασε τα γερμανικά σύνορα και έκανε ορισμένα παραμύθια τους, όπως «Η Χιονάτη», «Η Κοκκινοσκουφίτσα» και «Η Σταχτοπούτα» να αγαπηθούν και να αποτελέσουν ανάγνωσμα για πολλές γενεές αναγνωστών.
Ωστόσο, στα πλαίσια του γερμανικού ρομαντισμού δραστηριοποιήθηκαν και στοχαστές που δεν ακολούθησαν την κυρίαρχη συντηρητική κατεύθυνση. Οι σημαντικότεροι λογοτέχνες που διαπνέονταν από φιλελεύθερα ιδεώδη ήταν δύο. Ο Φρειδερίκος Χέλντερλιν και ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν. Ο Χέλντερλιν αποτελεί έναν από τους κορυφαίους ποιητές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Πνεύμα ανήσυχο με τάσεις μυστικιστικές, εξέφρασε το ρομαντικό ιδεώδες σε μια πολύ ιδιαίτερη εκδοχή του. Την εκδοχή της αισθητικής ακροβασίας ανάμεσα στη νόηση και την πλαστική καθαρότητα του κλασικού στοιχείου από τη μια, και την προσέγγιση του Απείρου μέσω της φαντασίας του ρομαντισμού από την άλλη. Βαθύς γνώστης της αρχαιοελληνικής ορφικής διδασκαλίας, δοκίμασε να μπολιάσει τον χριστιανισμό με το μυστικισμό των αρχαίων διδαχών, την απολλώνια διαύγεια με τη βακχική μέθη. Προικισμένος με ανεπτυγμένες γνωστικές δυνάμεις που προηγούνται του Λόγου, όπως η διαίσθηση, η παραίσθηση και η λεπτότατη νευρική ευαισθησία, ο Γερμανός λογοτέχνης χρησιμοποίησε εκτεταμένα στις ποιητικές του δημιουργίες τα αρχαιοελληνικά μέτρα (το δακτυλικό εξάμετρο, το ελεγείο, την αλκαϊκή στροφή, την σαπφική στροφή)21. Σημαντικά έργα του θεωρούνται το μυθιστόρημα «Υπερίων (1797-1799)», το ημιτελές δράμα «Ο θάνατος του Εμπεδοκλέους (1798-1799)», αλλά και αρκετά ποιήματα όπως τα «Πάτμος», «Άρτος και Οίνος», «Στον Αιθέρα», «Ανάμνηση», «Το κοιμητήριο» και άλλα.
Ο έτερος των φιλελεύθερων ρομαντικών, ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν, αποτέλεσε έναν από τους κορυφαίους πεζογράφους μυθιστοριών φαντασίας και τρόμου. Πρόκειται για τον πατέρα του λεγομένου μαγικού ρεαλισμού, τον λογοτεχνικό πρόγονο του Χ.Φ. Λάβκραφτ και του Άρθουρ Μάχεν. Η φαντασία του Χόφμαν πέταξε σε παραμυθένιους τόπους και τον έκανε να βιώσει υποβλητικές, εφιαλτικές και μαγικές καταστάσεις. Σπουδαία έργα του είναι «Το χρυσό ανθοδοχείο (1814)», το «Ζάντμαν (1816)», «Η πριγκίπισσα Μπραμπίλα (1814-1815)», «Η δεσποινίς φον Σκουντερύ (1819)» και πλήθος ακόμη διηγημάτων φανταστικής λογοτεχνίας.
Όπως έχουμε προαναφέρει, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα ο Ρομαντισμός κυριάρχησε, αρχικά στη Γερμανία και αργότερα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η κυριαρχία του δεν περιορίστηκε στην φιλοσοφία και στην λογοτεχνία, αλλά επεκτάθηκε στον χώρο των εικαστικών τεχνών και της μουσικής. Στη Γερμανία σπουδαιότεροι εκπρόσωποι του Ρομαντισμού στο πεδίο της μουσικής ήταν ο Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ, στην αρχιτεκτονική ο Καρλ Φ. Σίνκελ, ενώ στα εικαστικά ο Κάσπαρ Ν. Φρήντριχ, ο Άσμους Γ. Κάρστενς και ο Όττο Ρούνγκε.
Η Γερμανία φιλοξένησε επίσης και τον κορυφαίο Άγγλο ρομαντικό ποιητή Σάμουελ Τ. Κόλλεριτζ, ο οποίος μυήθηκε στο πνεύμα του εκεί ρομαντισμού. Ο Κόλλεριτζ μετέδωσε στην Μεγάλη Βρετανία το γερμανικό πνεύμα, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί και στη Γηραιά Αλβιόνα η ιδεολογική σκλήρυνση από τις αρχικές ρομαντικές θέσεις. Βασικός εκφραστής αυτής της ιδεολογικής μετατόπισης υπήρξε ο Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Καρλάιλ. Ο Καρλάιλ μετέφρασε στα αγγλικά έργα των Γερμανών ρομαντικών και αποτέλεσε αδιάλλακτο αντινεωτεριστή, μυστικιστή, λάτρη των μύθων και προάγγελο του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Κύρια φιλοσοφικά του έργα η «Γαλλική Επανάσταση» και οι «Ήρωες», στα οποία πραγματεύτηκε το πρότυπο του ξεχωριστού άνδρα, του ήρωα, που στέκεται μοναχικά πάνω από τις ανθρώπινες μάζες και κατευθύνει την ιστορία στις ατραπούς που του υποδεικνύει η βούλησή του.
Στο επίπεδο της λογοτεχνίας μετά το 1800 την ηγετική βρετανική ρομαντική ομάδα αποτέλεσε η τριάδα των Λιμναίων ποιητών, δηλαδή ο Κόλλεριτζ, ο Γουέρτσγουερθ και ο Ρόμπερτ Σάουθεϋ. Ο τελευταίος έγραψε πολλά ποιήματα με φανταστικά θέματα όπως τα «Θαλάμπα ο καταστροφέας (1801)», «Μάντοκ (1805)», και «Ροδέριχος, ο τελευταίος των Γότθων (1814)». Παράλληλα, συνέχισε να παρουσιάζει και τις δημιουργίες του ο κορυφαίος ποιητής και εικαστικός, Γουίλιαμ Μπλέικ. Το 1815 ολοκλήρωσε την ποιητική συλλογή «Ιερουσαλήμ» και μετά ασχολήθηκε, κυρίως, με την χαρακτική και την εικονογραφία ως τον θάνατό του (12-5-1827). Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει ο Σκότος λογοτέχνης Γουόλτερ Σκοτ. Ο Σκοτ, επηρεασμένος από τους Γερμανούς ρομαντικούς και γοητευμένος από το ρομαντικό πνεύμα που απαιτούσε την επιστροφή στην αισθητική του μεσαίωνα, την αφομοίωση των εθνικών παραδόσεων και τη μέθεξη στη μαγεία των μύθων, το 1802 συγκέντρωσε σε έναν τόμο, στον οποίο έδωσε τον τίτλο «Η ποίηση των τροβαδούρων των συνόρων της Σκοτίας», μεσαιωνικές μπαλάντες του τόπου του. Από το 1805 μέχρι το 1810 έγραψε πολλά ποιήματα, μεταξύ των οποίων «Το τραγούδι του τελευταίου τροβαδούρου» και «Η κυρά της λίμνης». Μετά το 1814 καταπιάστηκε με την πεζογραφία συγχωνεύοντας επιρροές από το γοτθικό μυθιστόρημα και παραδοσιακά σκοτσέζικα κείμενα. Το αμάγαλμα αυτό ήταν άκρως επιτυχημένο και ο Σκοτ γράφτηκε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ο δημιουργός ενός νέου λογοτεχνικού ιδιώματος, του ιστορικού μυθιστορήματος. Επιτυχημένα μυθιστορήματά του είναι «Ο θρύλος του Μοντρόουζ (1819)», «Ο Ιβανόης (1819)», «Το μοναστήρι (1820)», «Το φυλαχτό (1825)» και πολλά άλλα ακόμη.
Σε αυτό το σημείο είναι αναμενόμενο ότι πολλοί θα αντιμετωπίσουν με επιφύλαξη την άποψη ότι το ιστορικό μυθιστόρημα εντάσσεται στα πλαίσια της φανταστικής λογοτεχνίας, προβάλλοντας την ένσταση ότι ένα τέτοιο μυθιστόρημα μπορεί να μην περιλαμβάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο πλάσμα της φαντασίας. Ωστόσο, η άποψή μας είναι αντίθετη και θεωρούμε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί σημαντική πτυχή της λογοτεχνίας του φανταστικού, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις και των τριών κριτηρίων που έχουμε προκρίνει (και ιδίως του πρώτου, γιατί επάνω σε αυτό προβάλλονται οι ενστάσεις), προκειμένου να οριοθετήσουμε το πεδίο της.
Στη Βρετανία, όπως και στην Γερμανία, υπήρξαν και ρομαντικοί λογοτέχνες που δεν εξέφρασαν την κυρίαρχη συντηρητική τάση (όπως έκαναν οι Λιμναίοι ποιητές και ο Σκοτ) ούτε και απομακρύνθηκαν σταδιακά από την ενασχόληση με τα κοινά (όπως έκανε ο Μπλέικ), αλλά πρόβαλαν με τα έργα και την στάση ζωής που υιοθέτησαν ελευθεριακές αντιλήψεις για την πολιτική. Τέτοιοι ήταν ο λόρδος Βύρωνας, ο Πέρσυ Σέλλεϋ, η Μαίρη Σέλλεϋ και ο Τζων Κητς. Ο Βύρωνας δεν θα έπρεπε υπό κανονικές προϋποθέσεις να χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό κοινό, ωστόσο η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία δεν έχει δείξει ενδιαφέρον για τους ήρωες των πολέμων και της λογοτεχνίας. Αν αναλογιστούμε και το γεγονός ότι η ελληνική κοινότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι νεαρή δεν θα δυσκολευτούμε να καταλάβουμε γιατί λίγοι Έλληνες αναγνώστες γνωρίζουν σήμερα ότι ο λόρδος Βύρωνας έγραψε κάποια εξαιρετικά έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Ορισμένα από αυτά ήταν τα μακροσκελή και αφηγηματικά ποιήματα «Γκιαούρ (1813)», «Η νύφη της Αβύδου (1813)», ο «Κουρσάρος (1814)», και «Το σκοτάδι (1816)». Φυσικά, τα έργα αυτά είναι ενδεικτικά και η αναφορά τους ικανοποιεί τους σκοπούς αυτού του δοκιμίου. Αν θέλαμε να κάνουμε μια εκτενή αναφορά στις βυρώνιες δημιουργίες θα έπρεπε να δαπανήσουμε πολύ περισσότερο μελάνι.
Ο Πέρσυ Σέλλεϋ, στενός φίλος του Λόρδου Βύρωνα, αποτέλεσε έναν εξίσου σπουδαίο ποιητή. Με έναν γνήσιο βρετανικό λυρισμό και με μια γλώσσα μουσική ο Σέλλεϋ έγραψε τα ποιήματα «Η βασίλισσα Μαμπ (1813)», «Προμηθέας λυόμενος (1820)», «Η μάγισσα του Άτλαντα», το λυρικό δράμα «Ελλάς» και πολλά άλλα λογοτεχνικά έργα. Η δεύτερη σύζυγος του ποιητή, Μαίρη Σέλλεϋ, έμεινε στην ιστορία ως η συγγραφέας του μυθιστορήματος «Φρανκενστάιν, ένας σύγχρονος Προμηθέας (1818)», το οποίο γράφτηκε ως ένα ακόμη γοτθικό μυθιστόρημα αλλά τελικά αποτέλεσε τον πρόγονο των έργων της επιστημονικής φαντασίας. Ένας ακόμη ρομαντικός που μεταφέρθηκε με την φαντασία του στον κόσμο των ονείρων ήταν ο Τζων Κητς. Ο Κητς ύμνησε τα ιδεώδη της αιώνιας ομορφιάς και της αλήθειας και θεώρησε ότι μόνο η τέχνη μπορεί να αιχμαλωτίσει και να διαιωνίσει την στιγμή που φεύγει και χάνεται. Έργα του είναι το αλληγορικό έπος «Ενδυμίων», τα ποιήματα «Στην ψυχή», «Σε μια ελληνική υδρία» και άλλα.
Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στον βρετανικό ρομαντισμό θα πρέπει να κάνουμε λόγο για τον Ιρλανδό λογοτέχνη Τσαρλς Ρ. Ματιούριν που έγραψε ένα από τα καλύτερα γοτθικά μυθιστορήματα, το οποίο έφερε τον τίτλο «Μέλμοθ ο περιπλανώμενος (1820)», αλλά και για τους Τσαρλς Ντίκενς και Τζων Ράσκιν. Οι δυο αυτοί λογοτέχνες ήρθαν στο προσκήνιο προς τα μέσα του 19ου αιώνα, την εποχή δηλαδή που η ρομαντική κυριαρχία στον κόσμο του πνεύματος έφτανε στο τέλος της. Ο Ντίκενς αρχικά έγινε γνωστός δημοσιεύοντας σκίτσα δοκιμιακού και αφηγηματικού χαρακτήρα (προγόνους των σημερινών comics και graphic novels). Κατά τα έτη 1836-37 μαζί με τον σκιτσογράφο Ρόμπερτ Σέιμουρ δημιούργησαν τις εικονογραφημένες ιστορίες της «Λέσχης Πίκγουϊκ». Αργότερα καταπιάστηκε με τη λογοτεχνία και έγραψε αρκετές νουβέλες του φανταστικού, με σπουδαιότερη όλων τον «Ύμνο των Χριστουγέννων (1843)». Ο «Ύμνος…» αποτέλεσε το πιο θρυλικό χριστουγεννιάτικο παραμύθι που έκανε γνωστό σε αλλεπάλληλες γενεές αναγνωστών το θρυλικό τσιγκούνη Σκρούτζ και χάρισε στον Ντίκενς μια ανεπανάληπτη λογοτεχνική δόξα. Όσον αφορά τον Τζων Ράσκιν θα πρέπει να τονίσουμε ότι εκτός από λογοτέχνης υπήρξε και κριτικός τέχνης, καθηγητής σχεδίου και καθηγητής ιστορίας της τέχνης. Γνήσιος αντινεωτεριστής και συντηρητικός ρομαντικός δημοσίευσε πολλά δοκίμια μέσω των οποίων εξύμνησε τον μεσαιωνικό κόσμο και κατήγγειλε τη νεωτερική εποχή. Το 1841 έγραψε το πολύ καλό φανταστικό διήγημα που έφερε τον τίτλο «Ο βασιλιάς του χρυσού ποταμού».
Όπως έχουμε προαναφέρει ο Ρομαντισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε όσο πουθενά αλλού στη Γερμανία και στην μεγάλη Βρετανία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπήρξαν σπουδαίοι ρομαντικοί στοχαστές και συγγραφείς της φανταστικής λογοτεχνίας. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ολόκληρη η ελεύθερη από τον τουρκικό ζυγό Ευρώπη δονούταν από την σεισμική δυναμική της ρομαντικής εξέγερσης. Στη Γαλλία ο Ρομαντισμός κυριάρχησε, αλλά αφομοιώθηκε με ιδιαίτερο τρόπο μέσα σε ένα ταραγμένο κλίμα. Η γαλλική ρομαντική σχολή γέννησε καταπληκτικούς λογοτέχνες, οι οποίοι όμως, αντιθέτως με ότι συνέβη στη Γερμανία και στη Βρετανία, δεν δημιούργησαν μια σχολή με έναν, έστω και σε γενικές γραμμές, κοινό προσανατολισμό. Επίσης, η επιρροή της παιδείας του Διαφωτισμού (μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία ήταν η μητρόπολη των μοντέρνων στοχαστών) ήταν αρκετά ισχυρή, πράγμα που φαίνεται ότι δεν επέτρεψε στον Ρομαντισμό να βρει το έφορο έδαφος που απαιτούσε η σωστή του αφομοίωση και η ισχυρή του ανάπτυξη. Έτσι, παρατηρεί κανείς ότι ο γαλλικός ρομαντισμός διαπεράστηκε από πολλές και διαφορετικές τάσεις οι οποίες κλόνισαν την ομοιογένειά του και διαφοροποίησαν τον ίδιο τον χαρακτήρα του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πολλά για τη γενικότερη ιστορία του Ρομαντισμού γιατί η γαλλική έκφραση δεν ήταν η ενδεικτική της όλης ρομαντικής κοσμοθέασης. Κάποιοι από τους σπουδαιότερους Γάλλους ρομαντικούς λογοτέχνες ήταν ο Μπενζαμέν Κονστάν, η Μαντάμ ντε Σταλ, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Θεόφιλος Γκωτιέ και ο Άλφρεντ ντε Μυσσέ, ενώ στη ζωγραφική ξεχώρισαν οι Εζέν Ντελακρουά και Τεοντώρ Ζερικώ.
Άλλοι καλλιτέχνες που διακρίθηκαν μέσα στο ρομαντικό κλίμα ήταν ο καταπληκτικός Έντγκαρ Άλλαν Πόε στις Η.Π.Α., ο ζωγράφος Φρανσίσκο Γκόγια και ο συγγραφέας Ντούκε ντε Ρίβας στην Ισπανία, ο διάσημος παραμυθάς Χανς Κριστιάν Άντερσεν στη Δανία, ο λογοτέχνης Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς Τολστόι στην Ρωσσία και οι Χ. Μ. ντε Αλμέιντα Γκαρρέτ, Α. Ερκουλάνο και Κ. Μπράνκο στην Πορτογαλία.
Την εποχή που λάμβαναν χώρα αυτές οι πνευματικές ζυμώσεις, η υποδουλωμένη Ελλάδα αναζητούσε την ανεξαρτησία της. Στο ξέσπασμα της μεγάλης Επανάστασης του 1821 είναι γεγονός ότι είχαν συμβάλει οι ιδέες του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού. Εντούτοις, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το παρωπιδικό και μοχθηρό (υπο)πολιτιστικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης έχει υποβαθμίσει σχεδόν ολοκληρωτικά την ρομαντική προσφορά. Σήμερα στο σύνολο των βαθμίδων της ελληνικής εκπαίδευσης διδάσκονται οι θεωρητικές αρχές και επιβάλλονται οι θέσεις του Διαφωτισμού, ενώ παράλληλα εξαφανίζεται μεθοδικά η κληρονομιά του Ρομαντισμού, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της εποχής μας να μην γνωρίζει καν την ύπαρξη της ρομαντικής πραγματικότητας και να θεωρεί ρομαντικό οτιδήποτε έχει να κάνει με την έντονη ερωτική συγκίνηση και άλλα σχετικά. Στο επίπεδο της ιστορικής διδασκαλίας όλοι οι μαθητές εδώ και πολλά χρόνια διδάσκονται ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 απέκτησε ιδεολογική ταυτότητα, κατ’ αποκλειστικότητα, μέσα στα πλαίσια της διανόησης του Διαφωτισμού. Ωστόσο, η ουσιαστική και βαθιά κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι φιλέλληνες που υπηρέτησαν την Επανάσταση του Γένους δεν άφησαν τα ευρωπαϊκά τους σαλόνια για να μπουν στη φωτιά του πολέμου ακολουθώντας τις επιταγές του ορθού λόγου και της ψυχρής επιστημονικής κρίσης του Διαφωτισμού, αλλά το έκαναν ορμώμενοι από την ρομαντική φλόγα φιλελληνισμού που έκαιγε στην καρδιά τους. Ταυτοχρόνως, οι πρόγονοί μας που σήκωσαν το λάβαρο της Επανάστασης είναι γεγονός ότι πρωτίστως οραματίστηκαν την εθνική ανεξαρτησία και την αναβίωση του ενδόξου παρελθόντος, κι όχι τη δημιουργία μιας διοικητικής επικράτειας φιλελεύθερου δυτικού τύπου όπως φαιδρώς ισχυρίζονται πολλοί σημερινοί φιλελεύθεροι απόγονοι του Διαφωτισμού (και όπως ήθελαν ελάχιστοι ομοϊδεάτες τους την εποχή της Επανάστασης), ούτε προώθησαν μια ταξική σύγκρουση όπως υποστηρίζουν γελοιωδώς οι έτεροι απόγονοι του Διαφωτισμού που συγκροτούν τον πόλο της αριστεράς. Το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι τα ρομαντικά ιδεώδη επηρέασαν τους Έλληνες και τους ώθησαν στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους. Οι καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές ρομαντικές επιρροές έκαναν την παρουσία τους έντονη στα πνευματικά δρώμενα της Ελλάδος αλλά και έκλεισαν τον κύκλο τους αργοπορημένα, εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων.
Η αφετηρία της ρομαντικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στη δεκαετία του 1830. Δυο ήταν οι ελληνικοί ρομαντικοί λογοτεχνικοί πόλοι. Ο πρώτος ήταν αυτός της Αθηναϊκής Σχολής. Την Αθηναϊκή Σχολή αποτέλεσαν οι Αλέξανδρος Σούτσος, Παναγιώτης Σούτσος, Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος, Αχιλλέας Παράσχος και ο κορυφαίος τους Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Η Αθηναϊκή Σχολή είχε κυρίως γαλλικές επιρροές κι έκανε την Ελλάδα δέκτη της πιο επιφανειακής μορφής ρομαντισμού. Χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα και επικεντρώθηκε στη δημιουργία ποιημάτων πεισιθάνατων, υπερβολικά συναισθηματικών, και ποιημάτων που εξέφρασαν τον πόθο των Ελλήνων του νεοσύστατου κράτους για εθνική ενότητα στον χρόνο και στον χώρο. Ο Ραγκαβής, έγραψε πολύ ωραία διηγήματα που κινήθηκαν στο ύφος του ιστορικού μυθιστορήματος, του γοτθικού μυθιστορήματος και της περιπετειώδους αφήγησης. Ορισμένα από αυτά ήταν «Το χρυσούν μαστίγιον», «Η Ναϊάς», «Γλουμυμάουθ», «Ο Συμβολαιογράφος» και «Ο αυθέντης του Μωρέως».
Όπως προαναφέραμε, οι σύγχρονοι Έλληνες κριτικοί έχουν υποβαθμίσει τις παραπάνω δημιουργίες. Εμείς, μη υποκύπτοντας στους ιδεολογικούς εξαναγκασμούς του κατεστημένου της μεταπολίτευσης και όντας αναγνώστες της λογοτεχνίας του φανταστικού που απλώς μας αρέσει να αναδεικνύουμε τα έργα του χώρου μας, δυνάμεθα να αναγνωρίσουμε ανάμεσά στα λογοτεχνικά αυτά κείμενα κάποιες σημαντικές στιγμές της συνολικής ιστορίας του αγαπημένου μας λογοτεχνικού πεδίου.
Ωστόσο, τα σημαντικότερα έργα του ελληνικού ρομαντισμού προήλθαν από την δεύτερη σχολή του, την λεγόμενη Επτανησιακή. Κύριοι εκφραστές της Επτανησιακής σχολής ήταν ο Ανδρέας Κάλβος και ο Διονύσιος Σολωμός. Εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι ο Κάλβος αποτελεί τον σπουδαιότερο Έλληνα ποιητή των νεωτέρων χρόνων. Με μια ιδιόρρυθμη γλώσσα, με πνοή ιδεαλισμού και με μια διάθεση ακροβασίας ανάμεσα στο κλασικιστικό και το ρομαντικό στοιχείο, ο Ζακυνθινός ποιητής έγραψε τις είκοσι ωδές του στις οποίες δυνάμεθα να ανακαλύψουμε ρομαντικά στοιχεία ισάξια των Γερμανών και Βρετανών ομοτέχνων του, και κουρασμένος από τη ευτέλεια της καθημερινότητας σιώπησε ως το θάνατό του (1888). Ο Σολωμός από την άλλη, ξεκίνησε να γράφει στην ιταλική γλώσσα. Κάτω από την επιρροή της Επανάστασης του 1821 και μετά από την συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, πείστηκε να γράψει ελληνικά. Το 1823 έγραψε τον «Ύμνο εις την ελευθερία». Μέχρι τότε τα ρομαντικά στοιχεία της φανταστικής λογοτεχνίας που υπήρχαν στο έργο του ήταν ελάχιστα. Μετά το 1828, όταν και πηγαίνει στην Κέρκυρα, άρχισε η ρομαντική του περίοδος. Το 1833 καταπιάστηκε με την μελέτη του γερμανικού ρομαντισμού και κάτω από την επιρροή των ιδεών του υιοθέτησε την λαϊκή γλώσσα (σε αντίθεση με την Αθηναϊκή Σχολή) και την φανταστική θεματολογία. Εμπνεόμενος από την λαϊκή παράδοση και στιχουργική δημιούργησε μια νέα ποιητική γλώσσα, η οποία έμελλε να αποτελέσει τη βάση της γλώσσας όλων των μεταγενεστέρων Ελλήνων ποιητών. Πολλά στοιχεία φανταστική λογοτεχνίας διακρίνουμε σε έργα του όπως ο «Λάμπρος» και «Ο κρητικός».
Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στον ελληνικό ρομαντισμό θα πρέπει να αναφερθούμε στον σπουδαίο ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο που παρουσίασε την ιστορία του ελληνικού έθνους με ένα γνήσιο ρομαντικό τρόπο, στον λαογράφο Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και στον στρατηγό Μακρυγιάννη που έγραψε τα απομνημονεύματά του με ύφος συναρπαστικό και ρομαντικό.
Αν θελήσουμε να εξετάσουμε την εποχή που υποχώρησε η ρομαντική επιρροή από τον πνευματικό κόσμο της Ευρώπης θα πρέπει να σταθούμε στα μέσα του 19ου αιώνα, με εξαίρεση την χώρα μας στην οποία λόγω ειδικών συνθηκών το τέλος της κυριαρχίας του ρομαντισμού ήρθε κατά τη δεκαετία του 1880. Γύρω στο 1850, λοιπόν, δυνάμεθα να ανιχνεύσουμε το κλείσιμο του τρίτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η παράλληλη αποδέσμευση και ανεξαρτητοποίησή της από την ανθρώπινη κυριαρχία, η επιρροή των ισχυρών πολιτικών και κοινωνικών υποδομών που είχε δημιουργήσει το πνεύμα του Διαφωτισμού, το επιτυχές τέλος ορισμένων από τους στόχους που είχε υπερασπιστεί το ρομαντικό κίνημα και ο κορεσμός της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας των ρομαντικών ύστερα από ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχίας στον πνευματικό ορίζοντα της Ευρώπης, έκανε τον Ρομαντισμό να καταλαγιάσει ύστερα από το 1850. Έπειτα, δηλαδή, από τα μισά του 19ου αιώνα συνέχισαν να υπάρχουν δημιουργίες φανταστική λογοτεχνίας, όπως και ρομαντικές αντιλήψεις στην φιλοσοφία, την πολιτική και την κοινωνική ανάλυση, απλά αυτές αποτέλεσαν μεμονωμένες εκφράσεις μετά-ρομαντικών διανοητών, που δεν μπορούν να υπαχθούν σε ένα ενιαίο πλαίσιο ιδεών.
Δοκιμάζοντας να επισκοπήσουμε τον Ρομαντισμό έπειτα απ’ όσα έχουμε αναφέρει, θα αντιληφθούμε ότι αποτέλεσε μια κοσμοαντίληψη η οποία κατάφερε να συνδέσει το μεσαιωνικό με το αρχαίο παρελθόν σε μια ολότητα και να συγχωνεύσει στο πεδίο της τους αρχαίους μύθους, τις εθνικές παραδόσεις, το εξιδανικευμένο παρελθόν, την μελαγχολία, τη νοσταλγία, τη θυελλώδη οργή και το θρησκευτικό μυστικισμό. Στη δυτική Ευρώπη, σύμφωνα με την ιστορική κρίση, ο Ρομαντισμός συνόδευσε τους μετασχηματισμούς της κοινωνίας και της πολιτικής τάξης πραγμάτων και δεν απέρρευσε από αυτούς22, πράγμα που αποδεικνύει ότι ως πλαίσιο ιδεών και ως καλλιτεχνικό κίνημα διατήρησε έναν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας από πάσης φύσεως εξωτερικές σκοπιμότητες, γεγονός το οποίο θα πρέπει να τονισθεί γιατί βοηθά τον καθέναν από εμάς να τον γνωρίσει στην πραγματική του διάσταση αλλά και γιατί αποτελεί τον προβολέα που φωτίζει την ηθική του μεγαλοπρέπεια.
Εστιάζοντας στην λογοτεχνική πλευρά του Ρομαντισμού και στο κλείσιμο του τρίτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας, είμαστε σε θέση να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Το πρώτο από αυτά έχει να κάνει με κάποιες διαφοροποιήσεις που προέκυψαν στην ρομαντική φανταστική λογοτεχνία, συγκρινόμενη πάντα με τα έργα του αρχαίου και του μεσαιωνικού της κύκλου.
Κατ’ αρχάς, είναι γεγονός ότι κάτω από την επιφάνεια της φαντασίας, τα αρχέτυπα του Ρομαντισμού παρουσίασαν διαφοροποιήσεις από αυτά των παλαιότερων έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ρομαντική αντίληψη εκφράστηκε από κάποιους λογοτέχνες διακρινόμενη από μια παθητικά μοιραία και τραγική αίσθηση, η οποία διοχετεύτηκε στους χαρακτήρες των λογοτεχνικών δημιουργιών. Έτσι, δίπλα στους παραδοσιακούς ηρωικούς χαρακτήρες τις φανταστικής λογοτεχνίας, πολλοί ρομαντικοί παρουσίασαν έναν νέο τύπο ήρωα ο οποίος υπέφερε από σκοτεινές συναισθηματικές και ηθικές κρίσεις που είχαν τις ρίζες τους στην αντίληψη της υπαρξιακής έκπτωσης του ανθρώπου της νεωτερικότητας. Η ουσιαστική διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός ότι πολλοί λογοτεχνικοί ήρωες του Ρομαντισμού δεν αποτέλεσαν εκλεκτά κομμάτια της κοινωνίας τους με αναγνωρισμένη από τους λογοτέχνες-δημιουργούς δημόσια και επιφανή δράση, όπως συνέβαινε λόγου χάρη με τους ήρωες του Ομήρου και των μεσαιωνικών έργων, αλλά εξέφρασαν συμπεριφορές αμφιλεγόμενες, ενδεχομένως περιθωριακές κι έδρασαν μακριά από τις τιμές της κοινωνικής αναγνώρισης. Στο σημείο αυτό εστιάζουν σήμερα πολλοί κριτικοί της λογοτεχνίας για να υποστηρίξουν ότι μέσα από την λογοτεχνία του Ρομαντισμού προβλήθηκε ιδεολογικά το ατομικιστικό πρότυπο της νεωτερικότητας. Το λάθος τους όμως είναι πασιφανές. Ορισμένοι ρομαντικοί λογοτεχνικοί ήρωες μπορεί να εξέφρασαν πρακτικά τον προαναφερθέντα ατομικισμό, ωστόσο δεν τον υπερασπίστηκαν ιδεολογικά. Κι αυτό γιατί μπορεί να έδρασαν μοναχικά και εκτός του κοινωνικού συνόλου, ωστόσο το έκαναν αυτό γιατί πολύ απλά η κοινωνία και τα κατεστημένα ιδεώδη της δεν τους εξέφραζαν. Η κοινωνία που δεν τους εξέφρασε όμως, δεν ήταν ούτε η αρχαία ούτε η μεσαιωνική, αλλά η νεωτερική, η οποία διέλυσε όλες τις δομές των προηγούμενων δύο, τις οποίες αναπόλησαν οι ρομαντικοί ήρωες. Συνεπώς οι ρομαντικοί χαρακτήρες ήταν μοναχικοί και απόμακροι, όχι γιατί εξέφρασαν τον αποσχισμένο ατομισμό της νεωτερικότητας, μα γιατί διαπνέονταν από τη νοσταλγία ενός κόσμου που η νεωτερικότητα διέλυσε! Ο ήρωας των αρχαίων εποχών, έγινε περιθωριακός και αλλοπαρμένος στη νεωτερικότητα και οι ρομαντικοί με το να παρουσιάσουν ανάγλυφα την κατάσταση αυτή δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να νοσταλγήσουν τα περασμένα μεγαλεία και σε καμία περίπτωση να εξυμνήσουν τον ατομικισμό της νεωτερικότητας. Ο «Γκιαούρ» και ο « Κουρσάρος» του Βύρωνα, στην ομηρική ή στην μεσαιωνική εποχή θα ήταν ήρωες, στη νεωτερικότητα όμως έγιναν περιθωριακοί. Ο Ναθαναήλ που πρωταγωνιστεί στο «Ζάντμαν» του Χόφμαν, στις παλαιότερες εποχές θα μπορούσε να είναι ένας προφήτης ή ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης, ωστόσο η κοινωνία της πρώιμης νεωτερικότητας τον αντιλήφθηκε ως ψυχικά διαταραγμένο. Ο ίδιος διχάστηκε ανάμεσα στις ψυχικές του συλλήψεις και στην ανικανότητα του ορθού Λόγου να τις αξιολογήσει και φτάνοντας σε απόγνωση αυτοκτόνησε. Σε αντίλογο βέβαια των όσων λέμε, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η δράση των δυο προαναφερθέντων ηρώων του λόρδου Βύρωνα, αναπτύχθηκε σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον με παραδοσιακές δομές -εναντίον του οποίου και στράφηκε- πράγμα που σημαίνει πως τα όσα υποστηρίζουμε είναι αβάσιμα. Εκτιμώ όμως πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το παραδοσιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι υποθέσεις των δυο έργων λειτούργησε ως ένα λογοτεχνικό περιτύλιγμα που βοήθησε στην προβολή ωραίων και ατμοσφαιρικών εικόνων της λογοτεχνίας του φανταστικού. Από εκεί και πέρα, οι ήρωες εξερράγησαν και αντέδρασαν εναντίον μιας κοινωνικής κατάστασης, συμβατικής, αντι-ηρωικής, απονευρωμένης από ζωή και με θεσμούς απάνθρωπους. Μπορεί τα χαρακτηριστικά αυτά να έβριθαν στις κοινωνίες της ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία μιας παραδοσιακής εξουσίας -η οποία ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν ανατολικού τύπου και τουρκικής προελεύσεως και όχι ευρωπαϊκή- δεν σημαίνει όμως ότι αντιστοιχούσαν στην ουσία του παραδοσιακού ιδεώδους. Αντίθετα, η αντίδραση προς την κατάσταση αυτή έλαβε χώρα μέσα από παραδοσιακά σχήματα. Ο ερωτικός ιπποτισμός του μεσαίωνα και η πολεμική ανδρεία του μαχητή των αρχαίων καιρών ήταν αυτά που οραματίστηκε ο ποιητής και στα οποία αντιστοίχισε τους ήρωές του. Καθίσταται έτσι έκδηλο το γεγονός ότι το νέο αρχέτυπο που εξέφρασαν κάποιοι ρομαντικοί λογοτεχνικοί ήρωες δεν εξέφρασε ιδεολογικά τον ατομικιστή άνθρωπο της νεωτερικότητας αλλά την ενιαία ηθική των ηρώων που είχαν προβάλει οι λογοτέχνες του αρχαίου και του μεσαιωνικού κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας. Ως ξεχωριστά χαρακτηριστικά αυτής της ηθικής καταγράφηκαν η τιμή, η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια, ο πατριωτισμός και ο εγωισμός (όχι ο ατομισμός), Στις περιπτώσεις που οι κοινωνικές δομές λειτούργησαν πάνω στον άξονα της ηθικής αυτής, οι ήρωες έγιναν υποστηρικτές τους. Όταν, όμως, οι κοινωνίες προτίμησαν να καταπατήσουν την εν λόγω ηθική, οι ήρωες έγιναν οι φανατικότεροι εχθροί τους. Οι κοινωνικές απαιτήσεις (και οι λογοτεχνικές τους αντανακλάσεις) ήταν δηλαδή αυτές που μεταβλήθηκαν και όχι οι ήρωες της φανταστικής λογοτεχνίας, οι οποίοι έμειναν ακλόνητοι, σε αντίθεση με τις προθέσεις πολλών αναλυτών που θέλουν να τους παρουσιάζουν (αυτούς του ρομαντικού κύκλου) ως εκφραστές μιας νεωτεριστικής αυτοματοποιημένης αναρχίας που αρνείται οποιαδήποτε αξία μέσα στην ατομικιστική της παραζάλη. Καταληκτικά, λοιπόν, είμαστε σε θέση να συμπεράνουμε ότι η , όντως υπαρκτή, διαφοροποίηση των λογοτεχνικών ηρώων του τρίτου κύκλου από αυτούς των προηγούμενων, είναι ουσιαστικά επιδερμική και δεν προσβάλει σε καμία περίπτωση τη διαχρονική οργανική ενότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Μια δεύτερη διαφορά που παρουσιάζουν τα έργα του ρομαντικού κύκλου σε σχέση με αυτά των προηγούμενων έχει να κάνει με τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή που παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο. Τα ρομαντικά λογοτεχνικά έργα, σε αντίθεση με τα αρχαία και τα μεσαιωνικά, δημιουργήθηκαν εντός των πλαισίων μιας κοσμοαντίληψης. Το γενικότερο πνεύμα του Ρομαντισμού, όπως εκφράστηκε μέσα από τη φιλοσοφία, την πολιτική και τις υπόλοιπες τέχνες, διαπέρασε τις λογοτεχνικές δημιουργίες και αυτές με την σειρά τους διέχυσαν τις επιρροές τους στον υπόλοιπο ρομαντικό στοχασμό.
Αφήνοντας πίσω τις διαφορές και εστιάζοντας στις ομοιότητες της ρομαντικής λογοτεχνίας με εκείνες των δυο προηγούμενων κύκλων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ρομαντική φανταστική λογοτεχνία είναι πιο κοντά στην μεσαιωνική από ότι στην αρχαία. Η εγγύτητα αυτή ίσως να σχετίζεται και με την μικρότερη ιστορική, χρονική απόσταση που υπάρχει μεταξύ του Μεσαίωνα και της εποχής του Ρομαντισμού, ωστόσο ο βασικός λόγος που διαμόρφωσε αυτή την κατάσταση δείχνει να είναι η καταγωγή του Ρομαντισμού. Όπως προαναφέραμε ο Ρομαντισμός γεννήθηκε και διαμορφώθηκε κυρίως στη Γερμανία και στη Βρετανία, δυο χώρες που πρωταγωνίστησαν στην ευρωπαϊκή ιστορία κατά τον Μεσαίωνα και όχι κατά την εποχή της αρχαιότητας. Αυτή η έντονη μεσαιωνική επιρροή ήταν ο λόγος που οδήγησε στην αύξηση των ρομαντικών λογοτεχνικών έργων που γράφτηκαν σε πεζό λόγο, στην μεγαλύτερη υποχώρηση του ακέραιου ηρωικού χαρακτήρα όπως αυτός είχε παρουσιαστεί στην επική αρχαία φανταστική λογοτεχνία, στην περαιτέρω ανάπτυξη του ερωτικού στοιχείου, στην έντονη παρουσία του τρόμου, της υποβολής και των εσωτερικών αναζητήσεων.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ρομαντικής λογοτεχνίας ήταν η αποσπασματική δομή κάποιων έργων της. Οι ρομαντικοί λογοτέχνες πολλές φορές υποστήριζαν ότι τα ημιτελή και αποσπασματικά έργα που παρουσίαζαν, αποτελούσαν μέρη κάποιου αρχαίου κειμένου το υπόλοιπο του οποίου είχε χαθεί. Με την στάση τους αυτή έκαναν τις δημιουργίες τους να αποπνέουν μια αίσθηση μυστικισμού κι επανέφεραν στο προσκήνιο την αρχαία λογοτεχνία, προκειμένου να αντιπαρατεθούν αισθητικά με τους κανόνες του Διαφωτισμού. Ωστόσο, το ρομαντικό απόσπασμα αποτελούσε, συν τοις άλλοις, την αντανάκλαση ενός βαθύτερου αισθητικού και φιλοσοφικού ιδεώδους. Οι ρομαντικοί λογοτέχνες μέσω του αποσπάσματος κατάφεραν να δημιουργήσουν έργα που διατηρούσαν μια οργανική ενότητα. Μπορεί βέβαια, η ενότητα αυτή να ήταν εσωτερική και να πήγαζε από τα βάθη της αντίληψης του λογοτέχνη, ωστόσο δεν έπαυε να είναι υπαρκτή και να υπερβαίνει τα έξωθεν επιβεβλημένα κανονιστικά πλαίσια.
Οι ρομαντικοί λογοτέχνες του φανταστικού άφησαν μια τεράστια κληρονομιά. Μια κληρονομιά που έχει να κάνει με την αδιαμφισβήτητη ποιότητα των έργων τους, αλλά και με τον τεράστιο όγκο της λογοτεχνικής τους παραγωγής. Οι συγγραφείς του Ρομαντισμού, παρόλο που ανέδειξαν την σπουδαιότητα της ποίησης, υποστήριξαν και την πεζογραφία στην οποία αναγνώρισαν το μέλλον της λογοτεχνίας.
Η πεζογραφία του φανταστικού εντός του ρομαντικού πλαισίου παρουσιάστηκε με πολλές μορφές. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να αναφερθούμε στη γέννηση του γοτθικού μυθιστορήματος, που θεωρείται ο λογοτεχνικός πρόγονος των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων φαντασίας και τρόμου (θρίλερ). Επιπλέον, θα πρέπει να σταθούμε και στην Μαίρη Σέλλεϋ, η οποία στο «Φρανκενστάιν» μπόλιασε το μύθο με το ενδιαφέρον για την τεχνολογία σε μια πολύ επιτυχημένη ενότητα, μια ενότητα από την οποία προήλθε σταδιακά το μυθιστόρημα της επιστημονικής φαντασίας. Άλλη μια μορφή πεζογραφίας που προέκυψε από το πλαίσιο του λογοτεχνικού ρομαντισμού ήταν το ιστορικό μυθιστόρημα που γεννήθηκε από την πένα του Γουόλτερ Σκοτ. Επίσης, δημιουργήθηκε ο μαγικός ρεαλισμός από λογοτέχνες όπως ο Νοβάλις και ο Χόφμαν23. Ακόμη, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία και καταγραφή παραμυθιών, ενώ τέλος, αναδείχτηκε στο προσκήνιο και το εικονογραφημένο κείμενο που με τον καιρό έλαβε τη μορφή του, αποκαλούμενου κατά τη σημερινή εποχή, comic. Το εικονογραφημένο κείμενο δεν αποτέλεσε έμπνευση των ρομαντικών αφού οι ρίζες του χάνονται στο μεσαίωνα, ίσως και στην αρχαιότητα αν ακολουθήσει κανείς μια πιο τολμηρή προσέγγιση. Στα πλαίσια του Ρομαντισμού, όμως, απέκτησε μια πλατιά προβολή και άρχισε να αποκρυσταλλώνει την μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα(24).
Το κλείσιμο της ρομαντικής εποχής άφησε στο αναγνωστικό κοινό μια τεράστια λογοτεχνική κληρονομιά. Εκλεκτότερο κάρπισμα της κληρονομιάς αυτής υπήρξε η λογοτεχνία του φανταστικού. Ουσιαστικά, ο Ρομαντισμός αναγέννησε και καθιέρωσε την φανταστική λογοτεχνία στη νεότερη εποχή.
Η πνοή ζωής που εμφύσησε το ρομαντικό πνεύμα στην λογοτεχνία του φανταστικού αναζωογόνησε τόσο πολύ την τελευταία, έτσι που ακόμα και όταν η ρομαντική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή πνευματική ζωή υποχώρησε, οι φανταστικές λογοτεχνικές δημιουργίες δεν σταμάτησαν να εμφανίζονται στο λογοτεχνικό προσκήνιο…
Σταμάτης Μαμούτος
Απόφοιτος Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Πειραιά,
Απόφοιτος Ελευθέρου Πανεπιστημίου της Στοάς του βιβλίου:
(σειρά μαθημάτων για τη λογοτεχνία: Από τον ρομαντισμό στον μεταμοντερνισμό-
οι περιπέτειες του λογοτεχνικού θεσμού)
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών,
Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.
Πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ
Υποσημειώσεις
8) Isaiah Berlin, Ο Χιουμ και οι πηγές του γερμανικού αντιορθολογισμού, (Κόντρα στο ρεύμα), εκδόσεις Scripta.
9) Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, εκδ. Scripta.
10) Κατά καιρούς ορισμένοι στοχαστές έχουν υποστηρίξει ότι δεν είναι σωστό να μιλάμε για ενιαία ρομαντική κοσμοθέαση αλλά για επιμέρους ρομαντικές εκφράσεις. Κυριότερος εκφραστής αυτής της άποψης ήταν ο Arthur Lovejoy που το 1924 δημοσίευσε μια μελέτη στην οποία υποστήριξε ότι δεν μπορούμε να αναφερόμαστε στον Ρομαντισμό αφού η πολλαπλότητα και οι διαφορές των εθνικών και γλωσσικών συνιστωσών καθιστούν ανούσια την προσπάθεια αντίληψης του φαινομένου ως ενιαίου. Κατά συνέπεια πρέπει να μιλάμε, όχι για Ρομαντισμό, αλλά για Ρομαντισμούς.
Η άποψή αυτή αμφισβητήθηκε και καταρρίφθηκε τελικά από τους περισσότερους θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Έτσι, σήμερα σχεδόν όλη η κοινότητα των μελετητών της λογοτεχνίας αντιλαμβάνεται τον Ρομαντισμό ως ενιαία κοσμοθέαση. Ο θεωρητικός που, κατά κύριο λόγο, με το έργο του ώθησε την μελέτη της λογοτεχνίας, και κατ’ επέκταση του ευρωπαϊκού πνεύματος, σε αυτό το συμπέρασμα είναι ο Rene Wellek, που στην εργασία του «Η έννοια του Ρομαντισμού στη φιλολογική ιστορία» (1949) αποφάνθηκε ότι ο Ρομαντισμός σε όλη την Ευρώπη εξέφρασε «την ίδια αντίληψη για την ποίηση καθώς και για τη …λειτουργία της ποιητικής φαντασίας. Την ίδια αντίληψη για τη φύση και τη σχέση της με τον άνθρωπο…το ίδιο ποιητικό ύφος, που χρησιμοποιεί την εικονοποιία, το συμβολισμό και το μύθο…Φαντασία για τη θεώρηση της ποίησης, φύση για τη θεώρηση του κόσμου…μύθος για το ποιητικό ύφος».
Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας συμφωνεί με αυτή την προσέγγιση και μιλάει για Ρομαντισμό.
11) Στέφανος Ροζάνης, Επίμετρο στο βιβλίο του Τσαρλς Λάρμορ με τον τίτλο «Η ρομαντική κληρονομιά», εκδόσεις Πόλις.
12) Michel Lowy-Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
13) Ο Edmund Burke, Βρετανός συγγραφέας του πλέον διάσημου, ίσως, ρομαντικού πολιτικού κειμένου, που έφερε τον τίτλο «Σκέψεις πάνω στη Γαλλική Επανάσταση του 1789» έγραψε: «…ο αιώνας της ιπποσύνης πέρασε. Τον διαδέχτηκε αυτός των σοφιστών, των οικονομολόγων και των λογιστών και η δόξα της Ευρώπης έσβησε για πάντα». Σε άλλο χωρίο αντιπαραβάλλει «…τις σοφές και αρχέγονες κοινωνικές προκαταλήψεις, καρπούς μιας γοτθικής και μοναστικής παιδείας» με τη «…βάρβαρη φιλοσοφία που δημιούργησαν ψυχρές καρδιές» και την «…σεβάσμια γαιοκτησία κληρονομημένη από τους προγόνους μας» με «…τις άθλιες κερδοσκοπίες τοκογλύφων και Εβραίων».
14) Περικλής Βαλλιάνος, Συνείδηση, γλώσσα και ιστορική ζωή, εκδ. Πορεία.
15) Στέφανος Ροζάνης, Επίμετρο στο βιβλίο του Τσαρλς Λάρμορ με τον τίτλο «Η ρομαντική κληρονομιά», εκδόσεις Πόλις
16) Lillian Furst, Ρομαντισμός, εκδόσεις Ερμής.
17) Παρατηρήστε την ομοιότητα της σύλληψης του Χάμανν με τον τρόπο που περιγράφει την γέννηση του λογοτεχνικού του κόσμου ο Τόλκιν στην Αϊνουνλιταλέ του Σιλμαρίλλιον.
18) Περικλής Βαλλιάνος, Συνείδηση, γλώσσα και ιστορική ζωή, εκδ. Πορεία.
19) Παρατηρήστε την ομοιότητα αυτής της ρομαντικής απαίτησης με το δεύτερο κριτήριο που προβάλει η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ για την συγκρότηση του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας.
20) Δημήτρης Δημηρούλης: 10 Μαθήματα Λογοτεχνίας (από τον Ρομαντισμό στον Μεταμοντερνισμό-Οι περιπέτειες του λογοτεχνικού θεσμού), Διαλέξεις στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο της Στοάς του Βιβλίου.
21) Άρης Δικταίος, εισαγωγή στην ποιητική συλλογή Φρήντριχ Χέλντερλιν, Πάτμος και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Αιγόκερως.
22) S. Berstein- P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης 1815-1919, τόμος 2, εκδ. Αλεξάνδρεια.
23) Αναφερόμαστε στον μαγικό ρεαλισμό όπως τον κληρονόμησαν και τον ανέπτυξαν ο Μάχεν, ο Λάβκραφτ και οι υπόλοιποι συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού, και όχι στον μαγικό ρεαλισμό των λογοτεχνών της λατινικής Αμερικής.
24) Το πρώτο ολοκληρωμένο comic θεωρείται το «Κίτρινο Παιδί» που δημιούργησε ο Ρίτσαρντ Άουτκολτ για την εφημερίδα New York World το 1896, ωστόσο αρκετοί προγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Ρούντολφ Τέπφερ και ο Κάρολος Ντίκενς είχαν ασχοληθεί με εικονογραφήσεις που λίγο απείχαν από τη σημερινή εκδοχή των comics.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου