16/9/10

Τρεις φίλοι συναντούν τον Ιεροφάντη του Καρνείου Απόλλωνος

Οι πρώτες ανοιξιάτικες μέρες είχαν φτάσει. Το βαρύ κρύο έδωσε την θέση του σε ένα ήλιο που μόλις είχε αρχίσει να ζεσταίνει τις κρύες πέτρες της Αρχαίας Κορίνθου. Ο χώρος είχε μόλις ανοίξει τις πόρτες του για το κοινό και ο φύλακας είχε ήδη ξαπλώσει στη καρέκλα του περιπτέρου της εισόδου. Δεν περίμενε πολύ κόσμο, άλλωστε, ήταν μια συνηθισμένη καθημερινή. Μερικοί αργόσχολοι κουλτουριάρηδες, τίποτε ξένοι ή κανένα λεωφορείο με ηλικιωμένους στην καλύτερη θα έσπαγε την σιωπή. Τις Κυριακές ήταν διαφορετικά, ειδικά άμα έκανε καλό καιρό.
Όχι πολύ μακρύτερα τρεις παιδικοί φίλοι καθόντουσαν  σ’ ένα καφενείο από αυτά που βρίσκονται γύρω για να εξυπηρετούν τους τουρίστες. Οι ιδιοκτήτες τους κάθε άλλο παρά δυσαρεστημένοι ήταν. Αυτές οι πέτρες τους ταΐζανε, ειδικά άμα είχαν πιάσει κάποιο καλό σημείο.


Ο Χάρης, ο Πάνος και ο Δημήτρης πίναν τον πρωϊνό καφέ κοιτώντας τα αρχαία μνημεία. Όλοι είχαν αποφοιτήσει και δεν είχαν περάσει λίγοι μήνες που απολύθηκαν από τον στρατό. Σε λίγο θα ψάχναν για δουλειά αλλά για την ώρα απολάμβαναν ακόμα την ελευθερία τους. Μεγαλώσαν μαζί στην ίδια γειτονιά στην πόλη της Κορίνθου και αν δεν ήταν οι διαφορετικές σπουδές θα έλεγε κανείς ότι ήταν αχώριστοι. Ο Χάρης είχε τελειώσει το Οικονομικό, ο Πάνος τη Νομική και ο Δημήτρης ήταν Χημικός. Όμως τους ένωναν και άλλα όπως το κοινό ενδιαφέρον για την Ιστορία και η αγάπη τους για την Πατρίδα.
Πάνος: Πόσο καιρό έχουμε να δούμε τα αρχαία βρε παιδιά; μου φαίνεται από την εκδρομή του σχολείου.
Δημήτρης: Όχι, δεν θυμάσαι που είχαμε μπει μιά φορά από δίπλα, από το Μουσείο;
Χάρης: ...που καθόμασταν με τις ώρες στο Θέατρο και κουβεντιάζαμε και μας έδιωξε ο φύλακας;
Γέλασαν όλοι στην θύμηση της ημέρας.
Πάνος: Τί λέτε πάμε ξανά; άκουσα ότι κάνουν έργα αποκατάστασης μέσα!
Χάρης: Καλή ιδέα, θα πληρώσουμε όμως εισιτήριο.
Πάνος: Δε βαριέσαι βρε Χάρη, τόσα λεφτά πάνε χαμένα ας δώσουμε και λίγα για τον τόπο μας.
Δημήτρης: Μέσα! Μόλις πιούμε τον καφέ μας, έχει και καλό καιρό. Σε λίγο βρέθηκαν στην είσοδο του χώρου με τον υπάλληλο να ρίχνει μια βαριεστημένη ματιά στους πρώτους επισκέπτες της ημέρας πριν τους κόψει τα εισιτήρια.
Xάρης: Έλληνες είμαστε!
Υπάλληλος: Τώρα όλοι πληρώνουνε 3€ ο καθένας!
Ανηφορήσανε την αρχαία οδό Λεχαίου ρίχνοντας με δέος ματιές ψηλά στην Ακροκόρινθο. Ο ήλιος είχε διανύσει αρκετά ουράνια στάδια ζεσταίνοντας με τις ακτίνες του τις σπασμένες κολώνες και τα ερειπωμένα βάθρα. Οι τρεις φίλοι στάθηκαν στην κρήνη της Πειρήνης για να ακούσουν τα νερά να ρέουν χωρίς τίποτε από τα ανθρώπινα να μπορεί να ταράξει την πορεία τους. Διανύσανε την Αγορά έχοντας το Βουλευτήριο αριστερά τους με κατεύθυνση τον Ναό της Οκταβίας. Πρώτος ο Δημήτρης πρόσεξε μια φιγούρα να κάθεται σε ένα λίθο πάνω στο ύψωμα του Ναού του Απόλλωνος.
Δημήτρης: Κοιτάξτε στον λόφο, δεν είμαστε μόνοι.
Χάρης: Ένας τσοπάνος. Πάνο κοίτα! Τί κάνει εκεί πάνω;
Δημήτρης: Πώς μπήκε αφού εμείς ήμασταν πρώτοι;!
Πάνος: Ναι, έχει και γκλίτσα! Ελάτε, θα πάμε εκεί να δούμε.
Σαν να βρήκαν ένα νέο ενδιαφέρον τάχυναν το βήμα ρίχνοντας λοξές ματιές προς το μέρος του περίεργου επισκέπτη. Σε λίγο ανηφόριζαν τον λόφο που στεκόταν ο τσοπάνος. Καθόταν εκεί ασάλευτος πάνω σε μιά πέτρα της τοιχοδομής κοιτώντας τον Ναό. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε κάτι σαν αμπέχονο που κάλυπτε μια άσπρη φορεσιά ίσως ένα λευκό μακρύ πουκάμισο. Φορούσε άρβυλα  που ήταν λασπωμένα από τον δρόμο. Δεν γύρισε  να τους δει παρά συνέχισε να κοιτάζει τα ερείπια του Ναού λες κι έβλεπε κάτι που τους διέφευγε. Οι τρεις φίλοι περιδιάβαιναν τώρα τον Ναό μην χάνοντας από το βλέμμα τους τον περίεργο επισκέπτη.
Ο Χάρης πήρε παράμερα τον Πάνο που ήταν ο πιο θαρραλέος, και του ζήτησε να μιλήσει στον άγνωστο για να δει ποιός είναι.
Πάνος: Καλημέρα. Έλληνας είστε;
Ο άγνωστος απέστρεψε το βλέμμα του και χαμογέλασε φιλικά. Δεν έδειξε ενοχλημένος από την παρέα.
-Ναι, Έλληνας είμαι και μονάχος, είπε χαμογελώντας.
Ο Πάνος κατάλαβε ότι ήταν σε καλή διάθεση και προφανώς ήθελε να του μιλάνε στον ενικό.
Πάνος: Έχεις εδώ γύρω κοπάδια;
Άγνωστος: Κοπάδια, φίλε μου, δεν έχω. Και αν ψάχνεις, εδώ δεν θα βρεις!
Πάνος: Τί εννοείς; νομίσαμε ότι είσαι βοσκός.
Άγνωστος: Δεν είχε ποτέ εδώ κοπάδια, ούτε παλιά ούτε τώρα. Παλιά μόνο λιοντάρια περπατούσαν εδώ και σήμερα ούτε ψυχή, όπως βλέπεις. Ο Δημήτρης χαμογέλασε μόλις κατάλαβε ότι μιλούσε αλληγορικά και πήρε τον λόγο.
Δημήτρης: Με λένε Δημήτρη και από δω ο Πάνος και ο Χάρης.
Άγνωστος: Με λένε Κάρνο.
Πάνος: Κάρνος, παράξενο όνομα, δεν το έχω ξανακούσει.
Κάρνος: Ναί, είναι Ελληνικό γι’ αυτό.
Μια αμηχανία διαπέρασε την παρέα. Τί ήθελε να πει με αυτό ο ξένος; Τα δικά τους ονόματα τότε τί ήταν;
O Δημήτρης πρώτος έσπασε την σιωπή:
-Είσαι από τα μέρη μας;
Κάρνος: Όχι από τα μέρη σας. Ήρθα από τα υψίπεδα του Ταϋγέτου εδώ και ένα χρόνο.
Δημήτρης: Έχει εκεί πάνω χωριά Κάρνε;
Κάρνος: Ω βέβαια, μεγάλα και σπουδαία!
Ο Πάνος κατάλαβε ότι σκοπίμως ήταν ασαφής και αν τον ρωτούσαν κάτι πάλι αυτός θα ξέφευγε, ίσως και να θύμωνε.
Πάνος: Ήρθαμε και εμείς εδώ να δούμε τα αρχαία. Είδαμε ότι κάθεσαι αρκετή ώρα εδώ.
Κάρνος: Πράγματι είμαι καιρό εδώ στον Ναό του θεού Απόλλωνος.
Χάρης: Πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος Ναός.
Κάρνος: Είναι πράγματι μεγάλος όπως λες. Γκρεμίστηκε όμως και ερήμωσε και δεν μπορείτε να τον δείτε πιά.
Ο Κάρνος σηκώθηκε με μιάς δείχνοντας ότι αυτή η συζήτηση είχε πάρει τέλος. Το λευκό πουκάμισο έπεσε μέχρι τους αστραγάλους και η παλάμη του άφησε να φανεί ένα χρυσό έμβλημα πάνω στο ραβδί. Με το άλλο χέρι μάζεψε την κάπα και κίνησε να φύγει.
Κάρνος: Χαίρετε!
Οι τρεις φίλοι έμειναν αποσβολωμένοι. Ο Δημήτρης βλέποντάς τον να απομακρύνεται είπε στους άλλους:
-Αυτός παιδιά, δεν ήταν καθόλου τσοπάνης!
Χάρης: Δεν πάει κατά την έξοδο, πάει στην πηγή. Ο ήλιος πλησίαζε αργά την κορυφή του. Από την είσοδο άρχισε σιγά-σιγά να μπαίνει λίγος κόσμος και να σκορπίζεται στον χώρο.
Δημήτρης: Τί κάθεστε, τρεχάτε θα τον χάσουμε!
Άρχισαν να τρέχουν πίσω του. Αν και βάδιζε, ήταν πολύ ταχύς. Έδειχνε μεσήλικας αλλά η κορμοστασιά του ήταν αθλητική και η κάπα έδειχνε ένα γεροδεμένο και νευρώδες σώμα. Στάσου Κάρνε! περίμενέ μας, φώναξε ο Δημήτρης. Μόλις έφτασε κοντά του, είπε:
-Θέλαμε να σε γνωρίσουμε, αλλά φοβάμαι πως ήμασταν αγενείς.
Ο Κάρνος στάθηκε χαμογελαστός:
-Όχι δεν ήσασταν αγενείς, απλώς ήσασταν σπάταλοι με τον χρόνο σας.
Έδειξε με το κεφάλι του τον ήλιο. Ο χρόνος σε κύκλους μετράει με το άρμα του χωρίς να στέκεται ποτέ. Να ρωτάτε σωστά!
Δημήτρης: Πώς πρέπει να ρωτάμε Κάρνε;
O Kάρνος κοίταξε προς την πηγή και έδειξε με ένα τίναγμα του ραβδιού του, που φανερά μαγνήτιζε τα βλέμματα όλων, τα ερείπια του Θεάτρου. Ας κάτσουμε εκεί, είπε.
Αφού έκατσαν γύρω του, είπε:
-Ο σωστός τρόπος για να ρωτάμε είναι να θέτουμε ένα ακριβές ερώτημα πρώτα στους εαυτούς μας και μετά αν αδυνατούμε να το απαντήσουμε ικανοποιητικά να το απευθύνουμε στους άλλους. Δεν το βρίσκετε σωστό αυτό;
O Πάνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
Χάρης: Και σε ποιόν να το θέτουμε;
Kάρνος: Αν έκανες αυτήν την ερώτηση στον εαυτό σου και δεν σου έδωσε απάντηση, τότε η κρίση σου υπέδειξε εμένα.
Το χαμόγελό του έγινε πλατύ. Φαινόταν να χαίρεται τώρα την κουβέντα.
Πάνος: Δείχνεις να ξέρεις τον χώρο αυτόν καλά.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει όταν ο Δημήτρης που είχε πάρει την πρωτοβουλία τον διέκοψε:
-Είναι φανερό πως δεν είναι αρχαιολόγος Πάνο.
Πάνος: Ναι, θέλω να πω ερχόμαστε κι εμείς εδώ, γιατί αγαπάμε τον τόπο αλλά δεν ξέρουμε πολλά.
Κάρνος: Μήπως θέλετε να καταλάβετε γιατί τον αγαπάτε; μήπως είναι αυτό το ερώτημά σου; ένα γιατί;
Πάνος: Ναι!
Κάρνος: Εσύ γιατί νομίζεις; τί σου αποκρίθηκε ο εαυτός σου;
Πάνος: Είμαστε περήφανοι για τον πολιτισμό μας.
Κάρνος: Τον πολιτισμό σας; εσείς τί κάνατε για να τον συνεχίστε; εγώ μόνο συντρίμμια και σπαράγματα βλέπω εδώ γύρω.
Πάνος: Έχεις δίκιο, τον πολιτισμό των προγόνων μας θέλω να πω. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτούς!
Κάρνος: Γιατί νοιώθετε περήφανοι όμως; Τί κάνατε εσείς για να είσαστε περήφανοι; δεν μου απαντήσατε. Μήπως φτάνει που γεννηθήκατε;
Xάρης: Τότε τί απομένει; Eίναι αλήθεια ότι δεν είμαστε άξιοι συνεχιστές τους. Μόνο η περηφάνια μας για τα έργα τους μένει.
Κάρνος: Αναρωτηθείτε λοιπόν. Τί θα έκαναν οι πρόγονοί σας στην θέση σας. Με ποιόν τρόπο; 
Πάνος: Κάρνε νομίζω ότι κάτι θέλεις να μας πεις.
Κάρνος: Οι Έλληνες χαρακτηρίζονταν από μιά ψυχική εμμονή προς το Ωραίο, το Δίκαιο και το Ελεύθερο. Ότι κάνανε, οδηγούσε σε αυτό και οι τρόποι τους ήταν ασφαλώς όμοιοι με τους σκοπούς αυτούς. Εσείς είστε σήμερα Ελεύθεροι, Δίκαιοι και Ωραίοι σαν Έλληνες;
Κανείς δεν μίλησε. Μόνο σκύψαν το κεφάλι λυπημένα.
Κάρνος: Τί σας εμποδίζει;
Xάρης: Σήμερα άλλαξαν τα πράγματα…
Κάρνος: Τί τα άλλαξε; γιατί τα Βουλευτήριο είναι σιωπηλό; γιατί η αγορά της Κορίνθου σιγά; γιατί το Θέατρο δεν βοά; γιατί οι γυναίκες δεν γεμίζουν τις στάμνες τους από το Ιερό νερό της πηγής; πού είναι οι φροντιστές του Ναού; όταν γίνουν αυτά θα γίνετε Έλληνες.
Χάρης: Σιγά Κάρνε. Τί λες τώρα; δεν υπηρετήσαμε την πατρίδα;
Kάρνος: Αν η Ελλάδα είναι η γη της και αν Έλληνες καλούνται οι κάτοικοί της, τότε ναι, είστε Έλληνες. Αλλά τότε Έλληνες είναι οι κάτοικοι όλης της μεσογειακής λεκάνης αφού αυτή είναι η προαιώνια Ελληνίδα γη. Αλλά και οι επισκέπτες της θα μπορούσαν να ονομαστούν έτσι αν αποφάσιζαν να ζήσουν εδώ. Αν Ελλάδα είναι η Γραμματεία της και τα έργα των σοφών ανδρών της, τότε Έλληνες είναι και οι φιλόλογοι αλλά και οι καταστροφείς  που βυσσοδόμησαν πάνω τους. Αν πάλι Έλληνες είναι αυτοί που γεννήθηκαν από Έλληνες τότε γιατί δεν μοιάζουν σε τίποτα με τους γεννήτορές τους; Γιατί τους υβρίζουν και τους εμπαίζουν για την ζωή και τα θέσφατά τους; Γιατί νομίζετε ότι βρίσκεστε σε αυτά τα χάλια σήμερα;
Xάρης: Πράγματι έτσι είναι. Τότε τί μένει λοιπόν;
Κάρνος: Τα έργα, οι τρόποι, οι παραδόσεις. Αυτά μένουν, αυτά αρκούν. Οι θεσμοί, τα Ιερά και οι βωμοί. Όλα όσα απαρτίζουν την Ελληνική στάση και σκέψη και μορφώνουν το Ελληνικό ήθος διαφορετικά από κάθε άλλο ήθος, ικανό για μεγαλειώδη έργα και κοινωνία με τους Θεούς. Μην ψάχνετε λοιπόν για Έλληνες,  γίνετε Έλληνες! Δημιουργήστε το Ελληνικό ήθος και με την αρωγή των φιλάνθρωπων Θεών, το Ελληνικό Έθνος. Αυτό είναι μεγαλύτερο από την πατρίδα που υπηρετήσατε.
Δημήτρης: Πώς θα το κάνουμε αυτό Κάρνε; Μας έπεισες, αλλά πώς γίνεται αυτό;
Kάρνος: Αν δείτε τον κόσμο διαφορετικά απ’ ότι σας μάθανε. Αν τον ατενίσετε με Ελληνικά όμματα. Ελεύθερα Ωραία και δίκαια.
Πάνος: Έχεις δίκιο, αλλά το κράτος αποφασίζει για όλα αυτά και όχι εμείς.
Κάρνος: Αν αυτό σας εμποδίζει, δε μένει παρά να το πολεμήσετε. Θα πρέπει όμως να θέλετε να πραγματώσετε τα όνειρά σας πιό πολύ από την εφιαλτική πραγματικότητα που έφτιαξε το κράτος για σας.
Πάνος: Μας λες να τα βάλουμε με το κράτος;
Kάρνος: Σας λέω ότι ο Ελληνικός κόσμος είχε αυτά τα χαλάσματα Ιερά, τους βωμούς γεμάτους προσφορές, την αγορά γεμάτη από ελεύθερους πολίτες, μια κοινωνία εορταστική με Νόμους δικαιότερους από κάθε Έθνος. Δεν έχετε τίποτα πιά γιατί στέκεται μπροστά σας ένα κράτος που επιμένει να λέγεται Ελληνικό όταν τα απαγορεύει και τα χλευάζει όλα αυτά. Πώς λέγεται αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι κάποιος άλλος από αυτόν που πραγματικά είναι; Αυτός που τα έργα του είναι άλλα από τα λόγια του;
Δημήτρη: Ψεύτης.
Πάνος: Υποκριτής.
Χάρης: Απατεώνας.
Κάρνος: Και πώς φερόμαστε σε ένα τέτοιο άνθρωπο που υποδύεται κάποιον άλλο για να μας ξεγελάσει;
Πάνος: Τον αποκαλύπτουμε.
Χάρης: Τον ξεσκεπάζουμε.
Δημήτρης: Τον τιμωρούμε.
Κάρνος: Και την ζημιά που έκανε δεν την αποκαθιστούμε; Δεν διορθώνουμε το κακό που μας έκανε;
Δημήτρης: Βέβαια, αυτό κάνoυμε.
Κάρνος: Και τί κάνουμε πρώτα; αυτό που μπορούμε ή αυτό που δεν μπορούμε;
Xάρης: Μα αυτό που μπορούμε βέβαια.
Κάρνος: Τί σας εμποδίζει λοιπόν να πάρετε πίσω τα Ελληνικά ονόματα που σας στέρησε και να αποδώσετε στο κράτος το πραγματικό του;
Xάρης: Πoιό είναι το όνομά του; και ποιά τα δικά μας;
Κάρνος: Ας το εξετάσουμε λοιπόν. Το όνομα κάποιου δείχνει τον χαρακτήρα του, τις ιδιότητές του. Για να δούμε. Είναι υποκριτικό, ψεύδεται και υποδύεται άλλο από αυτό που δηλώνουν οι πράξεις του. Ποιός κάνει τέτοια πράγματα άλλος από αυτόν που θέλει να ξεγελάσει, κάποιον που έχει δόλο;
Πάνος: Η εκκλησία λέει πώς τέτοια πράγματα κάνει ο διάβολος.
Ο Κάρνος τότε έπαυσε. Το βλέμμα του σκοτείνιασε καθώς τα παχιά του φρύδια σμίξαν για μια στιγμή. Ύστερα έριξε ένα γοργό βλέμμα σε όλους πριν μιλήσει.
Κάρνος: Δεν είναι η εκκλησία το κράτος Πάνο; αυτή δεν διατηρεί την εξουσία να ονοματίζει τους κατοίκους αυτής της χώρας; Δείχνουν Ελληνικά τα έργα της; Γέμισε το Θέατρο ή το Γυμνάσιο με εντολή της; σήκωσε και λειτούργησε αυτόν τον Ναό στον Θεό για τον οποίο χτίστηκε; Σας έδωσε βιβλία να μάθετε την αλήθεια για τον τόπο σας; Σας έδωσε μήπως Ελληνικά ονόματα; δεν πληρώνεται από το κράτος; δεν χρήζει τους εκπροσώπους του; Αν είναι ο διάβολος το κράτος, τότε ο διάβολος συντηρεί την εκκλησία και αυτή τον διάβολο χρίζει ταγό!
Δημήτρης: Έτσι είναι!
Κάρνος: Και ποιός από τους δυο είναι ισχυρότερος; Αυτός που τον πληρώνει ή αυτός που πληρώνεται; Αυτός που εισπράττει και αποδίδει, ή αυτός που λαμβάνει;
Χάρης: Μα αυτός που εισπράττει φυσικά!
Κάρνος: Ποιός είναι δυνατότερος, αυτός που χρίζει τον αξιωματούχο του κράτους ή αυτός που χρίζεται από αυτόν;
Πάνος: Αυτός που τον χρίζει βέβαια!
Κάρνος: Άρα ποιός είναι ο ψεύτης, ο υποκριτής, ο απατεώνας, ο διάβολος που είπατε εσείς, παρά η εκκλησία; Ιδού το πραγματικό όνομα του ανθελληνισμού!
Με αυτόν τον τρόπο θα βρείτε και τα δικά σας ονόματα. Εξετάζοντας τα έργα και τον χαρακτήρα σας.
Ο Κάρνος σηκώθηκε. Μερικοί επισκέπτες είχαν αρχίσει να πλησιάζουν.
Πάνος: Θα σε ξαναδούμε Κάρνε;
Κάρνος: Όταν γνωρίσετε τον εαυτό σας, θα βρείτε τα δικά σας ονόματα. Τότε εγώ θα είμαι εκεί. Έδειξε με την ράβδο το ύψωμα του Ναού και η χρυσοστόλιστη λαβή άστραψε από τον μεσουρανούντα ήλιο!
Ο Πάνος στάθηκε δίπλα του και με ένα βλέμμα γεμάτο συγκίνηση τον ρώτησε: Ποιός είσαι κύριε;
Τότε ο Κάρνος είπε με φωνή που ερχόταν από μακριά:
-Είμαι ο Ιερεύς του Καρνείου Απόλλωνος, Ιεροφάντης της Πατρώας Θρησκείας και Κήρυξ της Βουλής των Θεών! Οι Ιερείς, γενεές τώρα, κατοικούμε στα θεοβάδιστα Ολύμπια Όρη, αλλά πιά έχουν σημάνει οι Ώρες την έλευσή μας στις πόλεις των ανθρώπων. Οι Θεοί ημών μεθ’ υμών!
Γύρισε και γρήγορα χάθηκε στη σκοτεινή είσοδο της Πρηίνης. Τα παιδιά έμειναν να κοιτούν την υγρή είσοδο της στοάς σαν να θέλαν να καταλάβουν πώς θα τους οδηγούσε στα χωριά του Ταϋγέτου. Μιά παρέα από πολύχρωμα ντυμένους ξένους πέρασε ανάμεσά τους σκαρφαλώνοντας τις τοιχοδομές. Η ξενική τους γλώσσα αναμίχθηκε με τα τελευταία λόγια του Ιερέα, «Έχουν σημάνει οι Ώρες την έλευσή μας στις πόλεις των ανθρώπων».

Μεγιστίας- Δωδωναίος Κήρυξ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου